Το έγκλημα της Κύπρου
Στην ίδια γραμμή, διάφοροι απολογητές της πολιτικής των Μνημονίων στην Ελλάδα αναδεικνύουν τους ευνοϊκούς όρους υπό τους οποίους παρέχεται το δάνειο των 10 δισ. ευρώ προς την Κύπρο, όπως το χαμηλό επιτόκιο του 2,5% και η μακρά περίοδος αποπληρωμής των 22 χρόνων. Το επιτόκιο, π.χ., με το οποίο παρεσχέθη το Ρωσικό δάνειο των 2,5 δισ. ευρώ, έχει επιτόκιο 4% και ένας από τους στόχους στην επιδιωκόμενη αναδιαπραγμάτευσή του είναι η μείωση του επιτοκίου και η παράταση της διάρκειάς του.
Αυτό όμως που κατακρίνεται στην απόφαση του Eurogroup δεν είναι οι επιμέρους όροι του παρεχόμενου δανείου. Είναι οι καταστροφικοί πολιτικοί όροι που συνδέονται μ’ αυτό και οι οποίοι αποτελούν ανεπίτρεπτη παρέμβαση και πλήττουν τη σπονδυλική στήλη της Κυπριακής οικονομίας. Η Κύπρος οδηγείται εγκλωβισμένη σε καταστροφή ενός πολύ μεγάλου μέρους του παραγομένου εθνικού προϊόντος της, το οποίο δεν είναι εύκολο να αναπληρωθεί. Οδηγείται επίσης σε ύπουλη υπερχρέωση και ύφεση.
Η παρουσίαση εκ των υστέρων ως αναπόφευκτα χρεοκοπημένου του τραπεζικού συστήματος της Κύπρου στο σύνολό του, δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια. Πραγματικό πρόβλημα είχε μόνο η Λαϊκή Τράπεζα. Και αυτό όμως διογκώθηκε σε ανεπίτρεπτο βαθμό από εγκληματικούς πολιτικούς χειρισμούς.
Οι ευθύνες γι’ αυτό, όπως και για την κατολίσθηση συνολικά της Κυπριακής οικονομίας, βαρύνουν καταλυτικά στο εσωτερικό μέτωπο τον τέως Πρόεδρο Δημήτρη Χριστόφια και τον Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας Πανίκο Δημητριάδη, που διορίσθηκε από τον πρώτο στη θέση αυτή. Για την εξυπηρέτηση κομματικών σκοπιμοτήτων, το μοιραίο αυτό δίδυμο κατέβαλε κάθε προσπάθεια για να επιρρίψει την ευθύνη της μεγάλης κρίσεως στις τράπεζες και να απαλλάξει από την ευθύνη την πολιτική διακυβέρνηση.
Η προσπάθεια αυτή αξιοποιήθηκε καταλλήλως από τους ξένους παράγοντες που είχαν στοχοποιήσει την Κύπρο ως ανταγωνιστικό χρηματοπιστωτικό κέντρο, αλλά και για άλλους πολύ σημαντικούς λόγους, που έχουν σχέση με τη γεωπολιτική της περιοχής, το φυσικό αέριο και την επιβολή απαράδεκτης λύσεως στο Κυπριακό.
Ο τέως Πρόεδρος διέπραξε, δυστυχώς, κατά την πεντάχρονη θητεία του, τέσσερα μοιραία λάθη στην οικονομική διαχείριση, πέρα από τα άλλα ανάλογα λάθη σε άλλους τομείς. Το πρώτο ήταν η εφαρμογή μιας ανερμάτιστης οικονομικής πολιτικής. Παρά τη διεθνή κρίση. Εξανεμίσθηκε έτσι γρήγορα το πλεόνασμα 3,7% που είχε αφήσει ο προηγούμενος Πρόεδρος αείμνηστος Τάσσος Παπαδόπουλος. Η οικονομία άρχισε να παίρνει κατηφορική πορεία.
Το δεύτερο ήταν η αβελτηρία και η άρνηση για λήψη, όσο ακόμη ήταν καιρός, δραστικών διορθωτικών μέτρων παρά τη στήριξη και την προοπτική όλων των κομμάτων της αντιπολιτεύσεως, που προσφέρθηκαν να αναλάβουν από κοινού το πολιτικό κόστος. Το τρίτο ήταν ο καταστροφικός χειρισμός του θέματος του κουρέματος των Ελληνικών ομολόγων. Οι κυπριακές τράπεζες υπέστησαν ένα πολύ μεγάλο πλήγμα, που ήταν πολύ δύσκολο να απορροφήσουν από μόνες τους χωρίς ανακεφαλαιοποίηση. Ο Κύπριος Πρόεδρος θα έπρεπε να ζητήσει στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, που πήρε την απόφαση για το «κούρεμα» των Ελληνικών ομολόγων και για την ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών, να περιληφθούν και οι θιγόμενες από το «κούρεμα» Κυπριακές τράπεζες στην ανακεφαλαιοποίηση. Δεν το έπραξε.
Το τέταρτο μοιραίο σφάλμα, το οποίο ο τέως Πρόεδρος συνέπραξε με τον Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας, είναι ο ολέθριος χειρισμός του θέματος της Λαϊκής Τράπεζας. Η τράπεζα αυτή, ως αποτέλεσμα των απωλειών που υπέστη από τα Ελληνικά ομόλογα αλλά και από άλλα περίεργα παιχνίδια διαπλοκής, ήταν από εννέα μήνες στο κόκκινο. Αντί όμως η Κεντρική Τράπεζα και η κυβέρνηση να αντιμετωπίσουν κατεπειγόντως το πρόβλημα, το παρέπεμψαν για μετά τις εκλογές. Αυτό είχε ως συνέπεια να διαρρεύσει μεγάλο μέρος των καταθέσεων. Αναπληρώθηκαν με τεράστια ποσά παροχής ρευστότητας από τον έκτακτο Ευρωπαϊκό μηχανισμό ELA. Τα ποσά αυτά έφτασαν σήμερα τα 11 δισ. ευρώ, ποσό που υπερβαίνει το 60% του ΑΕΠ της Κύπρου.
Οι χειρισμοί αυτοί της πολιτικής ηγεσίας της Κύπρου, όπως επίσης τα αποκαλυπτόμενα ή καταγγελλόμενα σκάνδαλα διαπλοκής, τα οποία θα διερευνηθούν από υψηλού επιπέδου Εξεταστική Επιτροπή, δεν αποτελούν άλλοθι για την εγκληματική απόφαση του Eurogroup για την Κύπρο, που δεν αφορά, άλλωστε, μόνο την Κύπρο.
Η Κύπρος βρίσκεται σήμερα σε δεινή θέση και καλείται να ανοικοδομήσει την οικονομία της κάτω από τη σκιά νέων απειλών και κινδύνων για τον ενεργειακό της πλούτο και το εθνικό της πρόβλημα. Μετά τον Τούρκο υπουργό Εξωτερικών, πήρε σειρά ο Τούρκος Πρόεδρος Γκιουλ να καλέσει την ελληνική πλευρά σε εσπευσμένες συνομιλίες για «λύση» του Κυπριακού.
Απορία όμως προκαλεί και δήλωση του υφυπουργού Εξωτερικών της Ελλάδος Δημήτρη Κούρκουλα, ο οποίος, ως οιονεί αντιφωνητής των λόγων του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών, υπεστήριξε την περίεργη άποψη ότι το φυσικό αέριο της Κύπρου επιταχύνει τη «λύση» του Κυπριακού.
Η Τουρκική πλευρά, όταν μιλά για «λύση» του Κυπριακού, εννοεί πολύ συγκεκριμένα πράγματα, που είναι πέραν ακόμη και του Σχεδίου Ανάν. Η «μοιρασιά» που ζητούν και για το φυσικό αέριο, δεν αναιρεί τις θέσεις τους για χωριστό «κράτος» και αναγνώριση των τετελεσμένων. Το φυσικό αέριο της Κύπρου δεν είναι μέρος των διακοινοτικών συνομιλιών και δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να γίνει.
Η ελληνική πλευρά δεν έχει επίσης κανένα λόγο να επιδείξει σπουδή για νέες συνομιλίες, όταν βρίσκεται σε αδύνατη και δεινή οικονομική θέση. Άλλοι έχουν λόγους να θέλουν να κάνουν πακέτο την οικονομική κρίση με το φυσικό αέριο και το πολιτικό πρόβλημα για να προωθήσουν τους σχεδιασμούς τους, τώρα που η Κύπρος βρίσκεται, όπως νομίζουν, σε ευάλωτη θέση. Από την άποψη αυτή, η δεύτερη επίσκεψη, σε σύντομο χρόνο, του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Κέρι στην Ιερουσαλήμ και την Άγκυρα δεν είναι καλός οιωνός για τα ελληνικά συμφέροντα στην Ελλάδα και την Κύπρο.