Περί κοπάνας
Έπαιρνε τον δρόμο της επιστροφής, για να πιάσει δουλειά στο δικό του το μαγαζί!
«Το Δημόσιο έχει ένα σωρό υπαλλήλους, ας βοηθήσω και τον καημένο τον ιδιωτικό τομέα», θα σκέφτηκε ο άνθρωπος, χωρίς να σκεφτεί κανέναν από εμάς.
Ο ορισμός της κοπάνας ή, αν προτιμάτε, η κοπάνα σε νέα, εξελιγμένη έκδοση.
Ξέραμε, βέβαια, ότι ο Έλληνας το εν λόγω σπορ το έχει στο αίμα του, αλλά τα μέχρι τούδε καταγραφέντα περιστατικά δεν ήταν και προς θάνατον. Άντε να ξέφευγαν λίγο από τα όρια του ανεκτού, άντε και από τα όρια του ευτράπελου. Δεν χάθηκε δα και ο κόσμος με μία κοπάνα σε… χρήση και δόση αλατοπίπερου.
Άλλο, όμως, να κάνεις σκασιαρχείο από το μάθημα στο σχολείο, άλλο να το παίξεις άρρωστος στον διευθυντή σου για ένα τριήμερο και άλλο να μην πατάς ποτέ στην υπηρεσία σου.
Τούτο είναι πιο οδυνηρό κι από κοπάνα με ελικόπτερο! Μια απόδραση από τις φυλακές, ναι μεν δεν έχει δικαιολογία, έχει όμως μια κάποια εξήγηση.
Μπορώ εύκολα να καταλάβω γιατί ένας φυλακισμένος από την ημέρα που μπαίνει στα σίδερα αρχίζει να σκέπτεται πώς θα βρεθεί έξω από αυτά. Είναι λογικό να ζητάει την ελευθερία του, έστω και αν του αξίζουν ισόβια.
Εκείνο που δεν μπορώ να καταλάβω είναι το πώς αυτός και οι όμοιοί του καταφέρνουν, τελικά, να αναχωρούν από τα κελιά τους ομαδικά, σαν να πηγαίνουν ανοιξιάτικη εκδρομή.
Αλλά και πάλι…
Τέτοιου είδους περιστατικά είναι αναμενόμενα. Όσο θα υπάρχουν φυλακές, θα υπάρχουν και δραπέτες.
Με το Δημόσιο, όμως;
Για πόσο, αναρωτιέμαι, θα υπάρχει ακόμα Δημόσιο, όσο θα υπάρχουν υπάλληλοι-δραπέτες απ’ τη δουλειά τους;
Περί αυτού δεν πρόκειται, άλλωστε; Η διαφορά ανάμεσα στους φυγάδες των φυλακών και στους κατ’ εξακολούθησιν «φυγάδες» του Δημοσίου είναι ότι οι τελευταίοι δεν την κοπανάνε με ελικόπτερο. Φεύγουν σαν κύριοι, με τη γραβάτα και το κοστούμι τους, χωρίς να χτυπάνε κανέναν – παρά μόνο την κάρτα τους.
Ναι, βέβαια! Αυτοί οι κύριοι ό,τι κάνουν το κάνουν πολιτισμένα, χωρίς βιαιοπραγίες και όπλα.
Το μόνο τους όπλο -εξίσου, ίσως, επικίνδυνο με τις χειροβομβίδες και τα καλάσνικοφ- είναι το θράσος τους.
Αρκετό, ωστόσο, για να μας κρατάει ομήρους.