Μια Φορά Και Έναν Καιρό
Λες και ήταν χθες εκείνη η Κυριακή που το ημερολόγιο έγραφε 6η Απριλίου 1941. Η μέρα που η πατρίδα μας δέχτηκε ένα τρομερό πισώπλατο χτύπημα από την πιο ισχυρή στρατιωτική δύναμη της εποχής. Τη Γερμανία. Και αυτή η ανοιξιάτικη Κυριακή είναι η πιο «μαύρη ημέρα» ολόκληρης της γερμανικής ιστορίας, ένα στίγμα ανεξίτηλο να αμαυρώνει τον «σιδηρούν σταυρό μετά φύλλων δρυός» που κοσμούσε το στήθος του γερμανού στρατιώτη. Ναι! Εκείνη η 6η Απριλίου είναι η πιο μαύρη Κυριακή ολόκληρης της γερμανικής Ιστορίας, η πιο ντροπιασμένη.
Η μέρα που αποφάσισαν να ξεφτιλιστούνε ως έθνος. Διότι, τι άλλο από ξεφτίλα είναι όταν ο αήττητος ως τότε γερμανικός στρατός, που συνέτριψε εντός δεκαπέντε ημερών τη Γαλλία και κατέκτησε με τα όπλα του «εν ριπή οφθαλμού» τη μισή Ευρώπη, χρειάστηκε να κινητοποιήσει ολόκληρο τον στρατιωτικό και διπλωματικό του μηχανισμό για να επιτεθεί και να τιμωρήσει την Ελλάδα, μια τόση δα χώρα, μια τελεία πάνω στον παγκόσμιο χάρτη, επειδή τόλμησε να πει ΟΧΙ στην αξίωση της αυτοκρατορίας του Μουσολίνι να την κατακτήσει και τον έτρεψε σε άτακτη φυγή, τρίβοντάς του τη μούρη ολόκληρο εξάμηνο;
Στρώθηκαν λοιπόν υπό τις οδηγίες του Φύρερ, που δεν σκάμπαζε από Μνημόνια, να καταστρώσουν το «Σχέδιο Μαρίτα», με το οποίο θα συνέτριβαν το θηρίο, την Ελλάδα, που έπρεπε να τιμωρηθεί για την αυθάδειά της. Πρώτος ανασκουμπώθηκε ο φον Ρίμπεντροπ, υπουργός των Εξωτερικών, και άρχισε τα πίτσι πίτσι με τους Ρουμάνους, τους Βούλγαρους και τους Γιουγκοσλάβους, με γενναιόδωρες παροχές για τη διέλευση της Βέρμαχτ από τις χώρες τους. Έχοντας αποκτήσει μεγάλη εμπειρία ο Ρίμπεντροπ στα «δούναι και λαβείν» με τον Στάλιν, θα κώλωνε με τους βρωμοβαλκάνιους; Και δεν έκανε τσιγκουνιές στο «δώσε» ούτε με τους Βούλγαρους ούτε με τους Σέρβους, αλλά σαν μικροπωλητής της οδού Αθηνάς φώναζε: «Πάρε, κόσμε, το αφεντικό τρελάθηκε», χαρίζοντας την Ανατολική Μακεδονία στους Βούλγαρους και τη Θεσσαλονίκη στους Σέρβους. Ασχέτως αν ξύπνησε το φιλότιμο των Σέρβων και του χάλασαν τα σχέδια στο παρά πέντε. Έτσι, ο Ρίμπεντροπ, με τις σύμφωνες γνώμες τους στην τσέπη, άναψε «πράσινο» στον φον Μπράουχιτς, που ήταν τότε Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου, λέγοντάς του γερμανιστί «βουρμπανά», και εκείνος με τη σειρά του συγκάλεσε την αφρόκρεμα των επιτελών του και τους ανέθεσε να επιμεληθούν της εκστρατείας κατά της Ελλάδος… «Warum?», ρώτησαν οι στρατηγοί. «Διότι τους έδωσαν οι Άγγλοι βοήθεια», απάντησε ο αρχιστράτηγος. Εκείνοι πίστεψαν πως τους δούλευε. «Μα οι Άγγλοι είναι ξεβράκωτοι», αντέτεινε ο πιο θρασύς και πιο αθυρόστομος της επετηρίδας. Ο Φον τον αποστόμωσε. «Fuhrers befehl», είπε. Ήγουν, διαταγή του Φύρερ και τα σκυλιά δεμένα.
Έστρωσαν κάτω τα οπίσθιά τους οι στρατάρχηδες και άρχισαν να καταστρώνουν σχέδια. Και δεν ήταν όποιος κι όποιος στην κορυφή της στρατιωτικής ηγεσίας. Ήσαν οι τροπαιούχοι όλων των μαχών, όπως ο φον Μανστάιν, που συνέλαβε το σχέδιο να υπερκεράσει τη γραμμή Μαζινό στέλνοντας τα άρματα μέσα από το αδιάβατο δάσος των Αρδενών, ή ο πρακτικός επί του πεδίου της μάχης και θεωρητικός των τεθωρακισμένων στρατηγός Γκουντέριαν και ο υπόλοιπος συρφετός των «φον» που θα ύφαινε μεθοδικά τον βρόχο στον λαιμό μας. Είχαν γίνει, βλέπεις, ανέκδοτο τα παθήματα των Ιταλών στην Αλβανία και κάθε που έρχονταν μαντάτα από το Ελβασάν, το Πόγραδετς ή τους Αγίους Σαράντα ξεκαρδίζονταν στα γέλια. Καταλάβαιναν όμως πως δεν θα μπορούσε ο Χίτλερ, για λόγους γοήτρου, να αφήσει να γελούν και οι κότες με τον συνεταίρο του, που μόνον ο… Καμπρόν μπορούσε να περιγράψει «πώς τα πήγε στο μέτωπο», και έπρεπε τώρα να επέμβουν τα 85 εκατομμύρια Γερμανών να τον σώσουν.
Ζώντας μέσα στον πολεμικό πυρετό, τις νίκες και τους θριάμβους, αισθανόμασταν τη θύελλα να πλησιάζει. Έτριζε τις δοντάρες του ο Χίτλερ, αλλά στην Ελλάδα αψηφούσαν τους βρυχηθμούς του. Όχι γιατί βαυκαλίζονταν ότι μπορούσαν να νικήσουν, αλλά επειδή σέβονταν τους εαυτούς τους, τιμούσαν την Ιστορία τους και ήσαν έτοιμοι να απαντήσουν όπως ο διοικητής του Ρούπελ όταν του ζητήθηκε να παραδώσει το οχυρό: «Τα οχυρά δεν παραδίδονται. Εκπορθούνται!».
Διαβάζαμε στις εφημερίδες πως γερμανικές στρατιές μπήκαν στη Ρουμανία και αργότερα πως στη Βουλγαρία μηχανικοί εξέταζαν τις γέφυρες και έβαζαν υποστυλώματα, λες και έγιναν ξαφνικά βαρύτερες οι βοϊδάμαξες, και τέλος πως ο βασιλιάς Βόρις υποδέχθηκε με τιμές τις γερμανικές στρατιές. Μα η φοβερή αυτή κινητοποίηση της γερμανικής πολεμικής μηχανής, με όλη τη Luftwaffe του Γκέρινγκ κυρίαρχη στους ουρανούς, ήταν αρκετή για να αμαυρώσει την Ιστορία τους.
Και την αμαύρωσε την αυγή της 6ης Απριλίου, όταν βγήκε από το στόμα του επικεφαλής γερμανού αξιωματικού η διαταγή «Εμπρός», δίνοντας το σύνθημα στον γίγαντα, στο θηρίο που έτρεμε η ανθρωπότητα, να εφορμήσει. Ήταν η στιγμή που εκτοξεύτηκε η φτωχή πατρίδα μας κοντά στον Θεό. Στα ουράνια…
Γράφοντας ο Γεώργιος Βλάχος στην «Καθημερινή» την περίφημη «Ανοικτή επιστολή προς την Α.Ε. κ. Αδόλφον Χίτλερ», όπου με μια κάπως αναλυτική εξιστόρηση των διαδραματισθέντων από της 28ης Οκτωβρίου, που άρχισε η επίθεση των Ιταλών εναντίον μας, φέρνοντας καταστροφές, αίμα, ορφανά, νεκρούς και τραυματίες, ρωτούσε επί λέξει τον εξοχότατο που ετοιμαζόταν να ξιφουλκήσει: «Και τι θα κάνει ο Στρατός Σας αν, αντί Πεζικού, Πυροβολικού και μεραρχιών, στείλει η Ελλάς φύλακας εις τα σύνορά της είκοσι χιλιάδας τραυματιών χωρίς χέρια, χωρίς πόδια, με τα αίματα και τους επιδέσμους; Θα υπάρξει Στρατός να τους κτυπήσει;».
Αλλά και υπήρξε, και τους κτύπησε. Δεν τους βρήκε όμως παρατεταγμένους σαν ικέτες στα σύνορα, ζητώντας οίκτο. Βρήκε τους τραυματίες με τους επιδέσμους να επανδρώνουν τα οχυρά, να πολεμούνε και οι υπερήφανοι γερμανοί γρεναδιέροι τους να καθηλώνονται. Να μην περνούν!
Όλοι εμείς που παιδιά τότε ζήσαμε εκείνα τα φοβερά εικοσιτετράωρα, που η κάθε μέρα γινόταν και ζοφερότερη, πώς μπορούμε να τα σβήσουμε από τη μνήμη μας; Τα γεγονότα τα νιώσαμε στο πετσί μας, τα ζήσαμε, δεν τα διαβάσαμε σε βιβλία ούτε τα πληροφορηθήκαμε από την τηλεόραση. Είδαμε με τα ίδια μας τα μάτια το τελευταίο επίτευγμα της τότε αεροναυπηγικής, τα «αεροπλάνα καθέτου εφορμήσεως», τα θρυλικά Στούκας, να πετάνε χαμηλά πάνω από τα κεφάλια μας, ακούσαμε στις βουτιές τους το σύριγμα της σειρήνας τους για να προκαλέσουν πανικό, και τις εκρήξεις από τις βόμβες που σκορπούσαν τον θάνατο επί δικαίους και αδίκους. Και μιαν άλλη ηλιόλουστη Κυριακή, που «Εάλω η Αθήνα», είδαμε να αυλακώνουνε την άσφαλτο παρελαύνοντας στους δρόμους της Αθήνας μας, τον… «επινίκιον ύμνον άδοντα», κάτι σιδερένια μεγαθήρια, τα τανκς, με τον στριγκό μεταλλικό ήχο από τις ερπύστριές τους, που τον έχουμε, θαρρείς, ακόμα στ’ αυτιά μας. Όμως οι Γερμανοί, που κατά δήλωσή τους… «ήρθαν σαν φίλοι», μπορεί να μαγάρισαν την Ακρόπολη με την πολεμική τους σημαία, αλλά βολτάροντας για να ξεσκάσουν μετά τη νίκη τους, όταν το βλέμμα τους διασταυρωνόταν με το βλέμμα ενός υπόδουλου Έλληνα, ήταν ο Γερμανός εκείνος που κατέβαζε τα μάτια από ντροπή…