Η Κύπρος δείχνει την αποτυχία της ευρωπαϊκής στρατηγικής

Αυτή η εξέλιξη θα συνέβαινε είτε με την τελική απόφαση που πάρθηκε είτε με την προηγούμενη απόφαση. Και οι δύο αποφάσεις διαπνέονταν από την ιδέα ότι η «διάσωση» της Κύπρου σήμαινε το τέλος του χρηματοπιστωτικού τομέα της όπως είχε αναπτυχθεί. Να σημειώσουμε ότι αυτή η απόφαση πάρθηκε χωρίς -με δημόσια ομολογία αυτών που έλαβαν τις αποφάσεις- να έχουν εξεταστεί όλες οι συνέπειες μιας τέτοιας απόφασης.

Ο κύριος λόγος που οδήγησε σε αυτήν την απόφαση δεν ανάγεται σε γεωπολιτικούς υπολογισμούς, παρόλο που τέτοιοι υπολογισμοί προφανώς υπάρχουν στον τρόπο με τον οποίο συντάσσονται οι λεπτομέρειες των αποφάσεων και η εφαρμογή τους.

Ο λόγος έχει να κάνει με την αποτυχία τής έως τώρα ευρωπαϊκής πολιτικής για τη διαχείριση των συνεπειών της κρίσης του 2008. Οι κυβερνήσεις της Ευρώπης, και όχι μόνο η Γερμανία -το κείμενο το έχουν υπογράψει όλοι-, διαπίστωσαν από τον Αύγουστο του 2012, με την αναταραχή των αγορών ομολόγων για την Ισπανία και την Ιταλία, ότι οδηγούνται σε κακές επιλογές. Ότι οι μηχανισμοί που είχαν στήσει ως τώρα για τη διαχείριση της κρίσης δεν επαρκούσαν για να καλύψουν τις ανάγκες που εμφανίζονταν.

Μπροστά στο διαφαινόμενο αδιέξοδο τη λύση τον προηγούμενο χρόνο την είχε δώσει η σύσταση ενός μηχανισμού που θα αναλάμβανε την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών κατευθείαν, χωρίς να αυξάνει το δημόσιο χρέος.

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα αναλάμβανε την κάλυψη των αναγκών που θα δημιουργούνταν για αυτές τις χώρες. Λόγω μεγέθους των αναγκών της Ισπανίας και της Ιταλίας (ενώ άρχισε να φαίνεται και η Γαλλία στο «κάδρο»), η ΕΚΤ θα αύξανε σε πολύ μεγάλο βαθμό τη χρηματοδότηση. Συνέπειες: Η πρώτη ήταν ότι η ΕΚΤ δεν θα μπορούσε να περιορίζει εύκολα τη ρευστότητα όταν θα πίστευε ότι χρειαζόταν (για παράδειγμα, ο πληθωρισμός ξεπερνούσε τον στόχο), αφού συγχρόνως θα χρειαζόταν να αγοράζει ομόλογα των προβληματικών χωρών. Οι ανάγκες, μάλιστα, έδειχναν ότι, καθώς θα εντείνονταν τα προβλήματα δημόσιου χρέους, ήταν πιθανό να καταλήξει να λειτουργεί όπως η Τράπεζα των ΗΠΑ, δηλαδή να αγοράζει κατευθείαν ομολόγα από τα κράτη. Επομένως, ένα από τα οικοδομήματα της νεοφιλελεύθερης Ευρώπης και στηρίγματα της τρέχουσας στρατηγικής, η απαγόρευση χρηματοδότησης των κρατών, θα κατέρρεε.

Αυτό ήταν το δεύτερο και σημαντικότερο πρόβλημα (όλη η συζήτηση περί «ηθικού κινδύνου» που δημιουργούν οι μηχανισμοί διάσωσης το προηγούμενο διάστημα). Αν η ΕΚΤ εμπλεκόταν σε τέτοιες λειτουργίες, οι κυβερνήσεις των χωρών της Ευρώπης δεν θα έδειχναν ιδιαίτερο ζήλο για προγράμματα λιτότητας, ειδικά αν συναντούσαν κοινωνική και πολιτική αντίδραση. Πάντα θα μπορούσαν να «βάλουν νερό στο κρασί τους» και να στραφούν στην ΕΚΤ για χρηματοδότηση, υπό την απειλή της κατάρρευσης της Ευρωζώνης αν δεν τις χρηματοδοτούσε. Επομένως, η απειλή «Πολιτικές ύφεσης και ανεργίας, διαφορετικά δεν έχει χρηματοδότηση» δεν θα ήταν πειστική και θα έχανε σταδιακά το νόημά της. Κατά συνέπεια, η στρατηγική μετασχηματισμού του ευρωπαϊκού κοινωνικού υποδείγματος σύμφωνα με τα νεοφιλελεύθερα πρότυπα θα οδηγούνταν προς την αποτυχία, χωρίς να μπορέσει να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία που προσέφερε η κρίση.

Η αναγνώριση του αδιεξόδου και της αποτυχίας ήταν ορατή. Οι μόνες λύσεις που φαίνονταν διαθέσιμες ήταν διαγραφές χρεών, ανάληψη άλλου ρόλου από την ΕΚΤ και διαδικασίες ενοποίησης, που θα άφηναν τη δυνατότητα να αμφισβητείται η αναγκαιότητα μετάλλαξης της Ευρώπης.

Η απάντηση σε αυτούς τους υπαρκτούς κινδύνους εγκαινιάστηκε και δοκιμάστηκε στην Κύπρο.

Το «κούρεμα» των καταθέσεων σημαίνει ότι σε κάθε χώρα της Ευρώπης, όπου υπάρχει πρόβλημα σε κάποια τράπεζα, θα αντιμετωπίζεται χωρίς δάνεια από τις υπόλοιπες χώρες στο πλαίσιο της «αλληλεγγύης», χωρίς επομένως άμεση αύξηση του δημόσιου χρέους, αλλά με απώλειες αυτών στους οποίους χρωστάνε οι τράπεζες (μετόχους, κατόχους ομολόγων τους, καταθέτες).

Πρόκειται για μια απόφαση που λύνει προσωρινά τα αδιέξοδα της ευρωπαϊκής στρατηγικής, αλλά συσσωρεύει και άλλα, μαζί με όσα έχει συσσωρεύσει ήδη.

Η αρετή της στρατηγικής αυτής είναι ότι επιχειρεί να λυθούν πιο γρήγορα τα προβλήματα των τραπεζών, αφού οδηγεί σε «κλείσιμο» τις προβληματικές τράπεζες και μέσω των συγχωνεύσεων θα μείνουν τελικά οι τράπεζες που θα αποτελέσουν σε μερικά χρόνια το ενιαίο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα.

Αυτό που λέγεται περί δίκαιου μέτρου έχει πολλά κενά. Πρώτον, καταθέτες άνω των 100.000 δεν είναι μόνο πλούσιοι που έχουν αποθεματοποιήσει τον πλούτο τους σε καταθέσεις. Είναι και ασφαλιστικά ταμεία, δημόσιοι οργανισμοί, επιχειρήσεις και πολλοί άλλοι για τους οποίους το «κούρεμα» σημαίνει ελλείμματα, περιορισμό των δραστηριοτήτων τους και άλλες άμεσες και έμμεσες συνέπειες, που συνδέονται όλες με τάσεις μεγαλύτερης ύφεσης. Δεύτερον, πρόκειται για ένα σχέδιο που υποκριτικά επικαλείται το επιχείρημα να πληρώσουν όσοι έχουν, αφού υπηρετεί την αποδιάρθρωση της ζωής του μεγαλύτερου τμήματος της κοινωνίας.

Έχει, όμως, και πολλά προβλήματα. Γενικεύει την αβεβαιότητα για το τραπεζικό σύστημα. Επιταχύνει την ύφεση και επομένως την αύξηση της ανεργίας, αφού περικόπτονται πηγές δαπανών. Εντείνει τις κοινωνικές και πολιτικές συγκρούσεις. Τέλος, επειδή το «κούρεμα» δεν είναι εύκολη διαδικασία, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα «κουρευτούν» οι καταθέσεις όσο απαιτείται ώστε να μη χρειαστεί νέο «κούρεμα» στο μέλλον. Επομένως, θα υπάρχει μια πηγή αντιπαραθέσεων, που θα εντείνει την αμφισβήτηση σε έναν άλλο πυλώνα του νεοφιλελευθερισμού: στις υπερεξουσίες, χωρίς δημοκρατική νομιμοποίηση, που έχουν οι κεντρικοί τραπεζίτες που παίρνουν αυτές τις αποφάσεις, όπως με τον κεντρικό τραπεζίτη της Κύπρου τώρα.

Η Κύπρος δείχνει την αποτυχία τής έως τώρα ευρωπαϊκής στρατηγικής. Ας αρχίσουμε να ετοιμαζόμαστε για την επόμενη αποτυχία. Θα είναι πιο ηχηρή.


Σχολιάστε εδώ