Μια Φορά Και Έναν Καιρό

Μπορεί σύμφωνα με τα θέσφατα της Αστρονομίας η «εαρινή ισημερία» να συντελείται την 21η Μαρτίου κάθε έτους, όμως κάποτε για την Ελλάδα, και ειδικά για τους Έλληνες, η άνοιξη ερχόταν μετά βαΐων και κλάδων την 25η Μαρτίου, οπότε η έλευσή της γιορταζόταν πάνδημα χάρη στο μοναδικό συνταίριασμα άνοιξης, θρησκείας -με τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου- και εθνικής παλιγγενεσίας. Στην υποδοχή της κυριαρχούσε ο τριήμερος εορτασμός της εθνικής μας εορτής με κάθε δυνατή μεγαλοπρέπεια.

Mε «βελάδες» και ημίψηλα στις δοξολογίες, με τη μεγάλη στρατιωτική παρέλαση, που τόνωνε την εθνική μας υπερηφάνεια, και τον υποχρεωτικό σημαιοστολισμό, που έντυνε τις πόλεις στο γαλανόλευκο. Θυμάμαι κάποια φορά που αμελήσαμε να αναρτήσουμε σημαία στο μπαλκόνι μας και δεχτήκαμε την επίσκεψη ευγενικού πολισμάνου, που μας υπενθύμισε την υποχρέωσή μας. Θυμάμαι ακόμη το απομεσήμερο της εορτάσιμης εκείνης ημέρας που κατακλυζότανε το κέντρο από ευέλπιδες που είχαν «εξόδου» μετά την παρέλαση. Ο κόσμος τούς καμάρωνε, αποκαλώντας τους «καναρινάκια» λόγω του κίτρινου λοφίου πάνω στο γαλλικού τύπου πηλήκιο και τα λοιπά κίτρινα διακοσμητικά της βαθυκύανης στολής τους. Έχοντας δε και εκείνοι επίγνωση του θαυμασμού που προκαλούσαν, κορδώνονταν στο… «νυφοπάζαρο» του Ζαππείου!

Αλλά και η καθημερινότητα υποδεχόταν την άνοιξη με τα παγωτά Έβγα, που την 25η Μαρτίου κυκλοφορούσαν ξανά ύστερα από τη «χειμερία νάρκη» στην οποία έπεφταν από τα τέλη του φθινοπώρου. Έβλεπαν οι αναγνώστες στις πολυσέλιδες (8 έως 12 σελίδες) λόγω της ημέρας εφημερίδες μεγάλες διαφημίσεις της παγωτοβιομηχανίας, που τις ποίκιλλαν σκίτσα με χελιδόνια που πέταγαν συμβολικά πάνω από το κεφάλι ευειδούς κορασίδος, η οποία, χαμογελαστή, απολάμβανε ένα παγωτό ξυλάκι. Τρεις όλες κι όλες ήσαν οι ποικιλίες των βιομηχανοποιημένων παγωτών. Το ξυλάκι με επίχριση σοκολάτας, το σκέτο λευκό, χαρακτηρισμένο σαν «φτηνιάρικο» επειδή πουλιόταν αντί μίας και μόνης δραχμής, και, τέλος, το κύπελλο, που το συνόδευε λιλιπούτειο ξύλινο κουταλάκι. Αργότερα κυκλοφόρησε σε κουτί και παγωτό κασάτο για το σπίτι. Ήταν κλασική κρέμα, διανθισμένη στο κέντρο της με φράουλα και διάσπαρτα ολόκληρα βύσσινα. Στα κέντρα διανομής συνήθως δημιουργείτο συνωστισμός καθώς κατέφθαναν οι παγωτατζήδες για… ανθράκευση, εξοπλισμένοι με κάτι μικρά λευκά ξύλινα αμαξίδια, με ρόδες επίσης ξύλινες, που σπρώχνοντάς τα περιφέρονταν διαλαλώντας τα παγωτά τους στις γειτονιές, όχι φυσικά τις «ώρες κοινής ησυχίας» που καθόριζε η Αστυνομία. Έτσι, τα καλοκαιριάτικα μεσημέρια, που «έτρωγε η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι», λούφαζε ο παγωτατζής σε μια σκιά περιμένοντας να πάει η ώρα 5 για να αρχίσει να φωνάζει: «Έβγα… Έβγα παγωτά», λογοπαίζοντας μεταξύ του «βγες» και της φίρμας. Σημειωτέον πως, συνεπείς με άλλη αστυνομική διάταξη, φορούσαν, όπως οι υγειονομικοί, λευκή μπλούζα και λευκό πηλήκιο.

Εκτός από τους πεζοπόρους, υπήρχαν και οι «μακράς ακτίνας δράσεως» παγωτατζήδες, εποχούμενοι σε τρίτροχο ποδήλατο ειδικά διασκευασμένο σε ψυγείο, που χάρη στις αποστάσεις που κάλυπταν έκαναν αξιόλογο τζίρο. Ένα παρόμοιο… «παγωτοφόρο» ποδήλατο, εντελώς μουσειακό είδος, εμφανίστηκε πέρυσι στο Παλαιό Φάληρο. Είχε παρκάρει δίπλα στο «Ηρώον» στην παραλιακή και πουλούσε παγωτό χωνάκι, προφανώς κατασκευής του ποδηλάτη.

Πέρα όμως από τα παγωτά, τα χελιδόνια και τον Καζαμία, την άνοιξη έφερναν και ο «Λαμπρόπουλος» και το «Μινιόν», που επιστράτευαν και τοποθετούσαν στις εντυπωσιακές τους βιτρίνες τον Πειρασμό με το «Πι» κεφαλαίο. Εμπρός τους εκείνος ο «όφις με το μήλο» φάνταζε σαν ένα θλιβερό και αξιοθρήνητο, ουδέναν πείθον, ερπετό. Υπήρξε, βλέπεις, κάποτε εποχή που οι γυναίκες ήσαν ακόμη γυναίκες. Φρόντιζαν η εμφάνισή τους να είναι άψογη κάθε ώρα και σε κάθε περίσταση. Και φυσικά, με την προ των θυρών άνοιξη, η γκαρνταρόμπα τους έπρεπε να εμπλουτιστεί. Τον πειρασμό της βιτρίνας τα δυο τρία μεγάλα καταστήματα τον δυνάμωναν με διαφημιστικές καταχωρίσεις στον Τύπο, ειδικά στα περιοδικά ποικίλης ύλης, που αποτελούσαν ευαγγέλιο για τον γυναικόκοσμο, καλλιεργώντας τη φιλαρέσκεια. Την άνοιξη, κατά κανόνα, ήταν στη μόδα ένα κομψό ταγέρ. Σήμερα που είναι «tres en vogue» ένα πανάκριβο ξεθωριασμένο, τρύπιο τζιν, θα φανεί απίστευτο πως μέχρι τα μέσα Μαΐου όφειλαν απαραιτήτως να φορούν πάνω από το φόρεμά τους «μαντό». Δηλαδή, ένα παλτουδάκι από λεπτότερο ύφασμα, χωρίς να βγάζουν την μπέμπελη. Όταν δε η μόδα επέβαλλε και κάποιο υποτυπώδες ξεγύμνωμα και ξιφουλκούσαν εναντίον των ξεδιάντροπων θηλυκών μερικοί χολερικοί δημοσιογράφοι, μιλώντας για «έκλυση των ηθών», επενέβαινε ο μακαρίτης Σπύρος Μελάς και τους νουθετούσε.

«Μη γράφετε πως εμφανίζονται ημίγυμνες, ρε παιδιά», έλεγε. «Για το καλό μας είναι…».

Αλλά για να ξαναγυρίσουμε ανήμερα στην 25η Μαρτίου, εκτός από την επιτραπέζια απόλαυση με τον «μπακαλιάρο σκορδαλιά», που αποτελούσε γαστριμαργικό φετίχ της ημέρας, καθώς συνήθως ο καιρός ήταν καλός, οι Αθηναίοι ξυπνούσαν με τους 21 κανονιοβολισμούς από τα πυροβολεία του Λυκαβηττού, ενώ όσοι κατοικούσαν σε κεντρικούς δρόμους της πρωτεύουσας ξυπνούσαν υπό τους ήχους του «εωθινού της ημέρας» που παιάνιζε ανά τας οδούς η μπάντα της Χωροφυλακής. Ύστερα, συν γυναιξί και τέκνοις οι περισσότεροι, πήγαιναν να πιάσουν θέση για να παρακολουθήσουν τη στρατιωτική παρέλαση.

Μπορεί οι στρατιωτικές μας παρελάσεις να μην είχαν τον πλούτο και τη μεγαλοπρέπεια των αντίστοιχων σοβιετικών, ανέκαθεν όμως χαρακτηρίζονταν από μια ζεστή οικειότητα ανάμεσα στους στρατιώτες και στους πολίτες, που χειροκροτούσαν με ενθουσιασμό το πέρασμα των μονάδων. Και όταν έφτανε η στιγμή που «ο έχων το γενικό πρόσταγμα» ανέφερε το τέλος της παρελάσεως, όλο εκείνο το πλήθος που είχε στηθεί στα πεζοδρόμια ξεχυνόταν στα πάρκα και στις πλατείες, σχηματίζοντας μια χαρούμενη ανθρωποθάλασσα. Εκεί τους ανέμεναν οι μικροπωληταί με την πραμάτεια τους. Έστηνε τον ταβλά του ο κουλουρτζής με τα… διαχρονικά κουλούρια του, παρακεί στηνόταν το καρότσι-κουβούκλιο με το «μαλλί της γριάς» ή τον χαλβά Φαρσάλων, χωρίς να λείπει απ’ όλον τον αχταρμά με τα τερψιλαρύγγια ο «μπιλιμπόμπος», που μας υπενθύμισε ο Γιάννης Αργύρης διατηρώντας τον… γλυκά στη μνήμη. Ο εν λόγω Μπιλιμπόμπος ήταν ένας κύριος με ποδιά στη μέση και σκούφο στο κεφάλι, ο οποίος στο τρίτροχο καρότσι του είχε τοποθετημένη καθέτως μια βέργα ύψους 60-80 εκατοστών, στην κορυφή της οποίας ένας γάντζος συγκρατούσε μια μαστιχωτή παχύρρευστη μάζα. Κύλαγε αργά σαν καταρράκτης η μάζα και όταν πλησίαζε στο τέλος ο πωλητής τη μάζευε, τη μάλαζε ελαφρά να ξαναπάρει σχήμα μπάλας και την έβαζε πάλιν στον γάντζο. Το «γλύκισμα» αυτό, από το οποίο έκοβε και πουλούσε κομμάτια, πρέπει να ήταν «νουγκά». Υπήρχε, βέβαια, και σε σκληρή έκδοση για «αντρειωμένους», αφού το κατασκεύασμα κοβόταν με… σκαρπέλο και σφυρί. Ήταν ακόμη τα πολύχρωμα μπαλόνια που πουλούσαν και, καθώς ήσαν φουσκωμένα με αέριο, ανυψώνονταν πάνω από τα κεφάλια, δίνοντας χαρούμενο χρώμα στο περιβάλλον. Ζητούσαν να τα αποκτήσουν οι μικροί και ξερογλείφονταν στη θέα τους οι μεγάλοι…

Και, για να μην ξεχνιόμαστε, την 31η Μαρτίου 1946 έγιναν οι πρώτες μεταπολεμικές εκλογές και «ετέθη ο θεμέλιος λίθος» για τον Εμφύλιο…


Σχολιάστε εδώ