Ας πάμε αλλιώς όσο είναι (;) καιρός
Πόσο καιρό άραγε μιλάμε απ’ αυτήν εδώ τη στήλη για την αναγκαιότητα ύπαρξης ενός εναλλακτικού σχεδίου για την ελληνική οικονομία; Το λεγόμενο plan B (αφού έχει επικρατήσει διεθνώς ο αγγλικός όρος) δεν ήταν απλώς αναγκαίο, αλλά απαραίτητη προϋπόθεση για τον ισότιμο διάλογο με εταίρους που μετεβλήθησαν σε δανειστές ή (στην καλύτερη περίπτωση) που απέκτησαν και την ιδιότητα του δανειστή. Πολύ σωστά λένε όσοι το επικαλούνται ως επιχείρημα, πως όταν είσαι σε δύσκολη θέση δεν μπορείς να βάζεις όρους, τους όρους τους βάζει ο δανειστής. Και ο ευρισκόμενος σε δυσχερή θέση τους αποδέχεται με ή χωρίς διαπραγμάτευση. Το πρόβλημα είναι ότι η αυτονόητη αυτή διαπίστωση αντί να ενταχθεί στο πεδίο των χειρισμών, αναδείχθηκε σε κυρίαρχη αντίληψη συζητήσεων και επαφών, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να καταστεί νεοαποικιακή χώρα, χάνοντας σε επίπεδο κυβερνήσεων κάθε αξιοπρέπεια και σοβαρότητα.
Ακόμα και τώρα, που όλοι βλέπουν ότι ο νεοφιλελεύθερος τιμωρητικός προτεσταντισμός των Γερμανών και των συνεργατών τους δεν βγάζει πουθενά (όχι σε ανάπτυξη, αλλά ούτε σε διάσωση με δυσμενή αποτελέσματα), παρά μόνο στην εδραίωση της επικυριαρχίας των νεογότθων, δεν αποφασίζει το πολιτικό προσωπικό της χώρας να προχωρήσει στη σύνταξη και δρομολόγηση ενός σχεδίου Β που θα απαντάει στην επιχείρηση διάλυσης της χώρας.
Χρειάστηκε να υπάρξει το προηγούμενο της Κύπρου, με την απόπειρα διάλυσής της μέσω της εν ψυχρώ κλοπής μέρους των καταθέσεων, για να κινητοποιηθεί ένας ανάλογος προβληματισμός στην Ελλάδα. Όταν όλη η Ευρώπη, αλλά και ο υπόλοιπος κόσμος, βοούν για την επιχείρηση των Γερμανών να αλώσουν με τους συνεργάτες τους την Ευρώπη, η ελληνική πολιτική ηγεσία κάνει πως δεν καταλαβαίνει ή, ακόμα χειρότερα, κλείνει τ’ αυτιά για να μην ακούει όσα ακούνε όλοι και τα μάτια για να μη βλέπει όλα όσα όλοι βλέπουν.
Από τη μια το καθεστωτικό τρίγωνο ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ δεν κάνει πίσω φοβούμενο να παραδεχθεί το διαρκές (από το 2009) λάθος της συγκεκριμένης επιλογής του «ευρώ με κάθε θυσία» και, από την άλλη, η εναλλακτική κυβερνητική λύση, που λέγεται ΣΥΡΙΖΑ, φοβάται να παρουσιάσει πρόταση ύπαρξης της χώρας εκτός ευρώ. Γιατί φοβάται; Το πιο πιθανό, επειδή θεωρεί ότι οι έλληνες πολίτες ακόμα θέλουν το νόμισμα που τους υποτιμάει τη ζωή, άρα δεν πάει κόντρα στη βούληση της πλειοψηφίας. Κακώς, διότι χάνει από αυτήν την επιλογή, μια και καταγράφεται ως κόμμα του 27% (με δυνατότητες ανόδου), που δεν τολμά να προτείνει διέξοδο από την κρίση. Το χειρότερο είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει (ή δεν παρουσιάζει) κυβερνητική πρόταση, με κίνδυνο (για τον ίδιο), αν το παιχνίδι παιχτεί στο γήπεδο του ποιος μπορεί να κυβερνήσει τη χώρα έστω και άσχημα, να ξαναχάσει, επειδή δεν θα έχει καταγραφεί ως δύναμη που δεν έχει τα προσόντα να κυβερνήσει!
Όμως και ο ΣΥΡΙΖΑ και φυσικά οι κυβερνητικοί εταίροι-ένοχοι (να σημειώσουμε εδώ την αυτοκτονική τάση της ΔΗΜΑΡ να θεωρηθεί και εκείνη ένοχος για όσα συμβαίνουν, ενώ δεν μετείχε σε κυβερνήσεις που οδήγησαν στο σημερινό χάλι) κινδυνεύουν να ξεπεραστούν από τις ίδιες τις εξελίξεις και να μην έχει καμιά σημασία το πρόγραμμα, οι θέσεις τους και οι συγγνώμες τους: Το ευρώ απαξιώνεται τόσο γρήγορα, μέσω της εκτέλεσης συγκεκριμένου σχεδίου από τη Γερμανία, ώστε θα καταστεί μισητό και εξ αποτελέσματος ανενεργό από την ίδια την οικονομία, τις ίδιες «τις αγορές» (που λένε οι ασύδοτοι, πουλημένοι στο χωρίς ταυτότητα και προέλευση χρήμα, γιάπις) και τον ίδιο τον κόσμο, που δεν θα μπορεί να ζήσει με όλο και λιγότερα όταν τα έξοδα και οι ανελαστικές του δαπάνες θα παραμένουν ίδιες ή και θα βαίνουν αυξανόμενες. Της γοητείας του ισχυρού και κοινού νομίσματος θα επικρατήσει η απόγνωση από τα δάνεια, τα χρέη, τα δραματικά μειωμένα έσοδα και το ευρώ θα ενοχοποιηθεί μαζικά.
Μαζί του θα πάνε στη γωνία με τάσεις εξαφάνισης (ήδη αυτό συνέβη στο ΠΑΣΟΚ) όσα πολιτικά κόμματα κυβέρνησαν υπερασπιζόμενα τη συγκεκριμένη επιλογή του «ευρώ με κάθε θυσία», αλλά και άλλα που δεν έκαναν τίποτα (ΚΚΕ) ή δεν τόλμησαν (ΣΥΡΙΖΑ) να παρουσιάσουν πειστική εναλλακτική πρόταση εκτός ευρώ και συνολικής υποταγής στο γερμανικό σύστημα, που προσπαθεί να ελέγξει την Ευρώπη και να διαλύσει τις υπάρχουσες συμμαχίες.
Όχι, δεν μπορούμε να προβλέψουμε τι θα συμβεί τότε.