ΑΜΕΣΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΣ για το Κυπριακό η εξάρτηση από τη Γερμανία

Η επίσημη τουρκική πολιτική ηγεσία παρακολουθεί προς το παρόν σιωπηρά τις εξελίξεις, αλλά ήδη στον τουρκικό Τύπο έχουν εμφανιστεί αναλύσεις που υποστηρίζουν ότι τα τελευταία γεγονότα θα μπορούσαν να αποτελέσουν μια νέα «ευκαιρία» για λύση του Κυπριακού, καθώς τούρκοι αναλυτές αναμένουν ότι λόγω της οικονομικής κρίσης η Λευκωσία θα «μαλακώσει» την πολιτική της έναντι της Τουρκίας – «όπως συνέβη και με την περίπτωση της Ελλάδας» διαβάζουμε.

Μια Κυπριακή Δημοκρατία με τον σημαντικότερο από τους πυλώνες της οικονομίας της διαλυμένο, όπου θα επικρατήσουν συνθήκες ύφεσης που θα διαμορφώσουν μια σχέση εξάρτησης με τη Βόρεια Ευρώπη (το έχουμε δει το έργο στη χώρα μας σε πλήρη εξέλιξη), είναι βέβαιον ότι θα έχει καταλυτικά μειωμένες δυνατότητες ελιγμού. Στο σημείο αυτό δεν θα πρέπει να ξεχνάμε τους δεσμούς, παλαιότερους αλλά και περισσότερο σύγχρονους, που έχει η Βόρεια Ευρώπη με την Τουρκία: Τις παραδοσιακές σχέσεις φιλίας που στηρίζονται διαχρονικά σε συγκεκριμένες γεωπολιτικές βλέψεις (τόσο με την Ολλανδία όσο και με τη Γερμανία), τις αυξανόμενες οικονομικές σχέσεις με σημαντικά επιχειρηματικά κέντρα της Βόρειας Ευρώπης, την ύπαρξη στη Γερμανία μιας μεγάλης τουρκικής μεταναστευτικής κοινότητας, όπου μέλη της δεύτερης γενιάς έχουν ενταχθεί στη γερμανική κοινωνία και επηρεάζουν τις εξελίξεις (όπως ο αρχηγός του κόμματος των Πρασίνων Τζεμ Εζντεμίρ).

Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε, επίσης, τον τρόπο με τον οποίο η τουρκική πλευρά εκμεταλλεύτηκε το «όχι» των Κυπρίων στο σχέδιο Ανάν, καθώς σε αρκετούς και σημαντικούς κύκλους των Βρυξελλών και της Βόρειας Ευρώπης καλλιεργήθηκε η εικόνα της Κύπρου ως ενός κράτους που δεν τηρεί τις δεσμεύσεις του και προσπαθεί να εκμεταλλευτεί όχι μόνο τη συμμετοχή του στην ΕΕ, αλλά και κάθε περίσταση που παρουσιάζεται για την εξυπηρέτηση και μόνο του εθνικού του συμφέροντος, δημιουργώντας «προβλήματα» στην ΕΕ. Εικόνα που η Κύπρος δεν φρόντισε να αναστρέψει αποτελεσματικά. Στην ουσία σήμερα, τη στιγμή της αδυναμίας της, για συγκεκριμένα κέντρα η Κύπρος πληρώνει και τα «προβλήματα» που φιλοτουρκικοί κύκλοι εκτιμούν ότι έχει δημιουργήσει στις ευρωτουρκικές σχέσεις.

Είναι σαφές πλέον ότι το όραμα για τη δημιουργία μιας ένωσης όπου, ναι μεν θα υπήρχαν και συγκρούσεις συμφερόντων, «παζάρια» και συμβιβασμοί, αλλά κυρίαρχα θα προασπιζόταν η συνολική πρόοδος των μελών της και (για ρεαλιστικούς λόγους που θα αφορούσαν τη συνολική της ισχύ) τα δικαιώματά τους έναντι τρίτων χωρών, έχει χαθεί. Τέλος οριστικό και αμετάκλητο, που οφείλεται κυρίαρχα στον τρόπο με τον οποίο τα ισχυρότερα κράτη της Ένωσης αποφάσισαν να αντιμετωπίσουν τον πολυπολικό νέο κόσμο του 21ου αιώνα. Έναν κόσμο όπου η σταδιακή παρακμή των ΗΠΑ και η ανάδυση πολλών και διαφορετικών, ισοϋψών προς το παρόν, κέντρων ισχύος προκαλεί λυσσαλέο διεθνή ανταγωνισμό και μετακινεί σημαντικά την οικονομική δραστηριότητα πέραν του «δυτικού» κόσμου.

Στο νέο αυτό πεδίο η βόρεια Ευρώπη, και κυρίαρχα η Γερμανία, φαίνεται να καταλήγει σταδιακά στη διαμόρφωση ενός πολύ συγκεκριμένου μοντέλου: Τη δημιουργία μιας ισχυρής βιομηχανικής και μεταπρατικής βάσης υψηλής τεχνολογίας στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη που θα ενισχυθεί ακτινωτά με κράτη «δορυφόρους» στην περιφέρεια, απόλυτα εξαρτημένα από το κέντρο, που θα «εξειδικευθούν» στην παραγωγή πόρων ή και συγκεκριμένων τμηματικών μεταπρατικών δραστηριοτήτων για τη βιομηχανία του κέντρου. Κράτη με μειωμένη εθνική κυριαρχία, χωρίς δυνατότητα αυτόνομης οικονομικά ύπαρξης, για τους πολίτες των οποίων, φυσικά, θα ισχύουν πολύ διαφορετικά πράγματα από ό,τι για τους πολίτες των κρατών του πυρήνα. Στον νέο αυτό καταμερισμό θα πρέπει και η Κύπρος να αναλάβει τον δικό της ρόλο. Εξ ου και οι τελευταίες εξελίξεις.

Κόκκινο πανί, τόσο για τον βορειοευρωπαϊκό σχεδιασμό, όσο και για την Τουρκία, είναι στο πλαίσιο αυτό η «ειδική σχέση» της Κυπριακής Δημοκρατίας με τη Ρωσία.

Ενδεικτικές είναι στην κατεύθυνση αυτή και οι δηλώσεις του ηγέτη των γερμανών Πρασίνων (τρίτου στις δημοσκοπήσεις κόμματος της Γερμανίας), Τζεμ Εζντεμίρ, ότι μια συμφωνία με τους Ρώσους για τη στήριξη της Κύπρου πρέπει να αποφευχθεί, γιατί θα έβαζε τη Ρωσία με το ένα πόδι στην πόρτα της ΕΕ και θα επηρέαζε τις πιθανότητες της Τουρκίας να γίνει μέλος της Ένωσης. Να θυμίσουμε ότι ο Εζντεμίρ είχε προτείνει η όποια βοήθεια για οικονομική στήριξη της Κύπρου να εξαρτηθεί από την επανέναρξη των συνομιλιών για τη λύση του Κυπριακού. Δεν πρέπει να ξεχνάμε επίσης τόσο τη διαχρονική αντιπαλότητα Ρωσίας – Τουρκίας (παρά την πρόσφατη συγκυριακή βελτίωση των σχέσεών τους), όσο και το ότι ένας από τους κυρίαρχους λόγους που επέτρεψαν στους Τούρκους να εισβάλλουν στην Κύπρο το 1974 ήταν η έντονη ανησυχία της Δύσης για την αυξανόμενη -κατά την άποψη τους- ρωσική επιρροή στο νησί.

Πού καταλήγουμε λοιπόν; Καταρχάς στο ότι η Γερμανία, μη μπορώντας για μία ακόμη φορά να διαχειριστεί τη δύναμή της, παρεμβαίνει άτσαλα σε μια εξαιρετικά ευαίσθητη γεωστρατηγικά περιοχή, με κίνδυνο να προκαλέσει αλυσιδωτές αντιδράσεις. Ότι, επιπλεόν, αν η Κυπριακή Δημοκρατία εξαρτηθεί οικονομικά, στον βαθμό στον οποίο η Ελλάδα έχει ήδη φτάσει να εξαρτάται, από τη Βόρεια Ευρώπη, οι εξελίξεις στο Κυπριακό θα είναι δυσοίωνες. Ότι τα κοιτάσματα που ανακαλύφθηκαν στον κυπριακό θαλάσσιο χώρο έκαναν επιτακτική για τη Βόρεια Ευρώπη την ανάγκη ελέγχου του κυπριακού κράτους. Ότι είναι άμεση ανάγκη τόσο για την Κύπρο, όσο και για την Ελλάδα, να υπάρξει πλέον ένα ρεαλιστικό σχέδιο αποχώρησης από την Ευρωζώνη και πιθανά και από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Τέλος, ότι το κύριο χαρτί που έχει αυτήν τη στιγμή να παίξει η Κύπρος είναι το γεωστρατηγικό. Και εκεί πρέπει να ανοίξει η βεντάλια και πέραν της Ρωσίας. Αμερικάνοι και Άγγλοι έχουν παραδοσιακά συμφέροντα στην περιοχή να προασπιστούν. Τόσο στην Κύπρο, όσο και στην Ελλάδα.


Σχολιάστε εδώ