Σε τεντωμένο σχοινί ακροβατεί η κυβέρνηση
Κι αυτό διότι ορισμένες από τις απαιτήσεις τους αποτελούν «κόκκινη γραμμή» για κόμματα που συνδράμουν τον κυβερνητικό συνασπισμό και θα επιδεινώσουν περαιτέρω την καθημερινότητα των πολιτών.
Από το Μέγαρο Μαξίμου αλλά και από το υπουργείο Οικονομικών επιχειρούν με συντονισμένο τρόπο να αμβλύνουν τις δυσμενείς εντυπώσεις που προκαλεί το αδιέξοδο στις διαπραγματεύσεις με τους επικεφαλής της «τρόικας». Αποκρούουν την εκδοχή του «ναυαγίου» και κάνουν λόγο για αναβολή στην οριστικοποίηση της συμφωνίας, προκειμένου στο μεταξύ να βρεθεί κοινός τόπος στα κρίσιμα ζητήματα. Παράλληλα, συντηρούν κλίμα αισιοδοξίας, προεξοφλώντας ότι στις αρχές Απριλίου, όταν οι εκπρόσωποι των πιστωτών θα επιστρέψουν στην Αθήνα, θα έρθουν απλώς για να επικυρώσουν τη συμφωνία.
Ωστόσο, τα στοιχεία και οι ενδείξεις κάθε άλλο παρά αισιοδοξία προκαλούν. Κυβερνητικοί αξιωματούχοι που μετείχαν στις διαπραγματεύσεις σημείωναν χαρακτηριστικά ότι «τον Απρίλιο δύο τινά μπορεί να συμβούν: Είτε ο Σαμαράς να υποκύψει στις απαιτήσεις των “τροϊκανών” και να βάλει την κυβέρνηση σε περιπέτειες είτε να κάνουν πίσω οι δανειστές». Πάντως, η στάση που τήρησαν κατά τη διάρκεια των πολυήμερων συζητήσεων, ακόμη και με τον πρωθυπουργό, δεν αφήνει μεγάλα περιθώρια αισιοδοξίας για δραματικές αλλαγές στη συμπεριφορά τους. Εξ ου και ορισμένοι κυβερνητικοί παράγοντες επισημαίνουν την ανάγκη ο πρωθυπουργός Αντ. Σαμαράς να διαπραγματευθεί ο ίδιος και σε πολιτικό επίπεδο με τους προϊσταμένους των «τροϊκανών» χαλάρωση των όρων. Από την άλλη, αποδοχή εκ μέρους του πρωθυπουργού των απαιτήσεων που προβάλλουν οι επιτελείς της «τρόικας» δεν έχει αποκλειστεί, λέγεται, κατηγορηματικά, θα συναντούσε όμως την κατηγορηματική άρνηση κυρίως της ΔΗΜΑΡ αλλά και του ΠΑΣΟΚ. Και οι δύο κυβερνητικοί εταίροι «ξορκίζουν» το ενδεχόμενο απολύσεων δημοσίων υπαλλήλων και δεν πρόκειται να συναινέσουν σε παρόμοιες αποφάσεις. Η «τρόικα», ωστόσο, αφού απέρριψε ως πρόχειρο και αναποτελεσματικό το πρόγραμμα κινητικότητας που παρουσίασε ο υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης Αντ. Μανιτάκης, προκρίνει τη μοναδική λύση για την «ελάφρυνση» του δημόσιου τομέα: τις άμεσες και μαζικές απολύσεις 25.000 – 27.000 μόνο για το 2013. Με τις διαπιστώσεις των ξένων ελεγκτών για τις «αδυναμίες» που έχει το σχέδιο του κ. Μανιτάκη φαίνεται να συμφωνούν και κυβερνητικά στελέχη. Στις κατ’ ιδίαν συνομιλίες τους αποδίδουν στον αρμόδιο υπουργό «διστακτικότητα» και «έλλειψη τόλμης» και επιρρίπτουν σ’ εκείνον σημαντικό μερίδιο ευθύνης για το «ναυάγιο» στις διαπραγματεύσεις. Επί της ουσίας, όμως, δεν πρόκειται περί αδυναμίας του κ. Μανιτάκη να καταρτίσει λίστες υπαλλήλων προς απόλυση, καθώς υπηρετεί την πάγια θέση του κόμματος (ΔΗΜΑΡ) που τον τοποθέτησε στην κυβέρνηση. Ο κ. Κουβέλης έχει κατ’ επανάληψη εκφράσει την αντίθεσή του στο ενδεχόμενο απολύσεων στο Δημόσιο, τονίζοντας ότι το πρόβλημα μπορεί και πρέπει να αντιμετωπισθεί με άλλους, λιγότερο επώδυνους τρόπους. Στις αρχές Απριλίου όλοι θα βρεθούν προ τετελεσμένων. Και ο πρωθυπουργός και η ΔΗΜΑΡ και -φυσικά- ο κ. Μανιτάκης. Προλαβαίνει ο τελευταίος στο διάστημα των λίγων εβδομάδων που έχει στη διάθεσή του να εκπονήσει ένα νέο σχέδιο, που δεν θα περιλαμβάνει άμεσες απολύσεις και παράλληλα θα ικανοποιεί την «τρόικα»; Δύσκολο, αν όχι ανέφικτο.
Ζήτημα αξιοπιστίας
Εξίσου περίπλοκα είναι τα πράγματα και στο άλλο ζήτημα που βραχυκύκλωσε τις διαπραγματεύσεις, αυτό του ειδικού τέλους ακινήτων, που μέχρι και το 2012 εισπράττεται μέσω των λογαριασμών της ΔΕΗ. Οι επικεφαλής της «τρόικας», αμφισβητώντας την αποτελεσματικότητα του φοροεισπρακτικού μηχανισμού, απαιτούν να παραταθεί και το 2013 το ίδιο καθεστώς. Το πρόβλημα είναι ότι τα κυβερνητικά κόμματα έχουν δεσμευτεί έναντι των πολιτών για την καθιέρωση ενός ενιαίου τέλους για όλα τα ακίνητα (κατοικίες, οικόπεδα, αγροκτήματα κ.ά.). Έτσι ώστε, αφενός, να διευρυνθεί η φορολογική βάση και, αφετέρου, να αμβλυνθεί η επιβάρυνση για μεγάλες κατηγορίες φορολογουμένων. Στις διαπραγματεύσεις που θα επαναληφθούν στις αρχές Απριλίου η κυβέρνηση έχει δύο δρόμους να βαδίσει: Είτε να παρουσιάσει ένα σχέδιο που θα πείσει την «τρόικα» και θα αναχαιτίσει τις απαιτήσεις της είτε να υποχωρήσει, θυσιάζοντας μεγάλο μέρος της αξιοπιστίας της. Κι αν ο κ. Σαμαράς εμφανίζεται διατεθειμένος να αναλάβει το κόστος αυτό, «το ζήτημα είναι να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να σωθεί η χώρα», τονίζει στις κατ’ ιδίαν συνομιλίες του, το ερώτημα είναι αν θα τον ακολουθήσουν οι κ. Βενιζέλος και Κουβέλης.
Σύγχυση
Προβληματισμό, στο μεταξύ, προκαλεί στο επιτελείο του πρωθυπουργού η εικόνα που παρουσίασε η κυβέρνηση το διάστημα που εξελίσσονταν οι διαπραγματεύσεις. Οι διαρροές διαδέχονταν η μία την άλλη, ακολουθούσαν όμως διαψεύσεις, με αποτέλεσμα να τροφοδοτείται ένα κλίμα σύγχυσης στην ελληνική κοινωνία. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε δύο τρεις περιπτώσεις παράγοντες του υπουργείου Οικονομικών διαβεβαίωναν τους δημοσιογράφους ότι είχε κλείσει η συμφωνία για τις δόσεις αποπληρωμής των οφειλών σε εφορίες και ταμεία. Σε άλλο σημείο των διαπραγματεύσεων από το υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης ανέφεραν ότι η «τρόικα» είχε αποδεχτεί το σχέδιο του κ. Μανιτάκη και δεν έθετε θέμα απολύσεων. Τα παραπάνω, αν μη τι άλλο, ανέδειξαν τις αδυναμίες της κυβέρνησης, την έλλειψη σωστής προετοιμασίας και την προχειρότητα στους χειρισμούς. Κυβερνητικοί αξιωματούχοι επιρρίπτουν ευθύνες στα Μέσα Ενημέρωσης, ότι με τον τρόπο και την ένταση που μετέδιδαν τις πληροφορίες δημιουργούσαν… συνθήκες θρίλερ, χωρίς να υπάρχει!
Γκρίνιες στο επιτελείο του κ. Σαμαρά προκάλεσε η κίνηση των κ. Βενιζέλου και Κουβέλη να δημοσιοποιήσουν το περιεχόμενο των τηλεφωνικών συνομιλιών που είχαν με τον πρωθυπουργό κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων. Περισσότερο ενόχλησε η επιλογή τους να μεταφέρουν στους δημοσιογράφους μόνο όσα είπαν οι ίδιοι στον κ. Σαμαρά, δίνοντας έτσι την εντύπωση στην κοινή γνώμη ότι επιδίωξαν να του ορίσουν το πλαίσιο των συζητήσεων με τους εκπροσώπους των δανειστών. «Ο πρωθυπουργός δεν χρειάζεται υποδείξεις, γνωρίζει πολύ καλά ποιες μάχες πρέπει να δώσει», ήταν το χαρακτηριστικό σχόλιο παραγόντων του Μαξίμου.