Μια Φορά Και Έναν Καιρό
Τρέχαμε και κυνηγιόμασταν παίζοντας κρυφτό, κυνηγητό ή κλέφτες κι αστυνόμους, αλλά και υπερασπιζόμασταν με πετροπόλεμο την επικράτειά μας αν δεχόμασταν επιδρομή από τον «επάνω μαχαλά», που εποφθαλμιούσε τους βόλους και τις γκαζές μας.
Στα άχτιστα οικόπεδα, όπου πέταγαν οι περίοικοι τα ξεχαρβαλωμένα έπιπλά τους και ό,τι άλλο άχρηστο είχαν, θέριευαν οι τσουκνίδες και ήταν αρκετό ένα ακούμπισμα πάνω τους για να νταουλιάσει το γυμνό ποδαράκι σου και να πεις «μπιρ Αλλάχ» από τη φαγούρα. Πάνω στην παρθένα και αδιαμόρφωτη γη φύτρωναν την άνοιξη κάθε λογής αγριολούλουδα, με κυρίαρχο το ευωδιαστό χαμομήλι, που το συναγωνίζονταν όπου έβρισκαν λίγο χώμα άγριες κίτρινες μαργαρίτες, με εμβόλιμη ανάμεσά τους καμιά καχεκτική παπαρούνα, που πρόσθετε το χρώμα της και τον εφήμερο βίο της στο πανηγύρι της φύσης. Η ίδια αυτή παρθένα γη μεταμορφωνόταν σε σκόνη το καλοκαίρι, που πασπάλιζε τα πάντα, τον δε χειμώνα σε λάσπη αδιάβατη, που τσαλαβουτούσαμε μέσα της ως τους αστραγάλους για να πάμε σχολείο. Επιστρέφοντας, μας καταχέριζε η μάνα μας επειδή της λασπώναμε τα κιλίμια.
Μεγαλώναμε με τα κοντά παντελονάκια μας, γεμάτοι αθωότητα, χωρίς να μας απασχολούν και να μας βασανίζουν υπαρξιακά προβλήματα, έχοντας όμως πλήρη επίγνωση της ανωτερότητας του ανδρικού φύλου μας. Έτσι, η ομάδα μας αντιμετώπιζε τα κορίτσια όπως αντιμετώπιζαν τους μαύρους στη Νότια Αφρική. Όταν τις συναντούσαμε στον δρόμο, πεταχτούλες, με τους ροζ φιόγκους στα κοτσιδάκια τους, να ψιλοτρέχουν φοβισμένες, απλώς τις περιφρονούσαμε. Αλλά, όταν είχαμε κέφια, τους ορμούσαμε πότε για να χώσουμε καμιά ακρίδα στο ντεκολτέ τους και πότε για να πετάξουμε κανέναν βάτραχο στη μούρη τους. Σκέτη απόλαυση ήταν τα ουρλιαχτά τους. Ιδίως τότε που χώσαμε μια τόση δα μικρούλα σαύρα, ζωντανή, στον κόρφο της Μαιρούλας, που από τον φόβο κατουρήθηκε επάνω της…
Πάντως, συν τω χρόνω, οι μεγαλύτεροι της γειτονιάς, υπό τη μορφή κρυφού σχολειού και με αμοιβή το πενιχρό μας χαρτζιλίκι, μας μύησαν στη χρησιμότητα του γυναικείου φύλου. Και από τότε, ηρέμησαν μεν εκείνες, αναστατωθήκαμε όμως εμείς.
Έτσι κυλούσε ο χρόνος στη γειτονιά μας, μια τυπική γειτονιά σαν όλες σχεδόν της Αθήνας, που ονομάζονταν Καλλιθέα, Κατσιπόδι, Ποδαράδες και τόσες άλλες, όπου το «αύριο» σε τίποτα δεν έμοιαζε με αύριο, καταπώς λέει ο ποιητής. Μόνον κάθε χρόνο τέτοιες μέρες που βαδίζαμε πλησίστιοι προς το Πάσχα οι γειτονιές άλλαζαν όψη, και ειδικά από την Καθαρά Δευτέρα, που μπαίναμε στη Σαρακοστή, άρχιζαν οι λαμπριάτικες ετοιμασίες. Για εμάς όμως τα παιδόπουλα το μεγάλο πανηγύρι άρχιζε με τις Απόκριες. Από την Πρωτοχρονιά γνωρίζαμε πότε το «Τριώδιον άρχεται» διαβάζοντας τα «πασχάλια» στον Καζαμία του «Αστέρος» και του Σαλίβερου. Βέβαια, καταπώς λέγαν οι αρχαίοι μας πρόγονοι: «Ουδέν καλόν αμιγές κακού», ή και αντίστροφα, διότι ποια γλέντια και ποια ξεφαντώματα να ονειρεύεσαι και να προσδοκάς όταν πάνω από την «εν χρω κεκαρμένη» κεφάλα σου επικρέμονταν ως δαμόκλειος σπάθη οι εξετάσεις του πρώτου εξαμήνου; Πώς να γελάσεις με την αστεία μουτσούνα του μασκαρά όταν στη θέση της σου πρόβαλλε σαν όραμα η ξινισμένη μουράκλα του «μαθηματικού»; Και με τι καρδιά ν’ ακούσεις τους μασκαρεμένους «τροβαδούρους» που περιφέρονταν στη γειτονιά τραγουδώντας παρλάτες με χοντρά διφορούμενα; Χασκογελούσαν κοκκινίζοντας οι κοπέλες, αλλά στα παιδικά μας μάτια πρόβαλλε πάλιν νοερά σαν Χάρος ο μαθηματικός, κραυγάζοντας: «Τι εστί ελάχιστον κοινόν πολλαπλάσιον;».
Παρ’ όλα ταύτα, καθώς σε όλη τη διάρκεια της Αποκριάς οι ατραξιόν δεν έλειπαν, τον λιγοστό μας άρτο συμπλήρωναν πλουσιοπάροχα θεάματα, που κυρίως εμείς τα πιτσιρίκια απολαμβάναμε μέχρι τρυγός. Τα «δρώμενα», για να μεταχειρισθώ την προσφιλή λέξη του αείμνηστου Έβερτ τα χρόνια της δημαρχίας του, ήσαν προκαθορισμένα. Άλλοτε πρώτο έκανε την εμφάνισή του στη γειτονιά «το αλογάκι», ένα ομοίωμα αλόγου από χαρτόνι που είχε ζωσμένο στη μέση του και χόρευε ο καλλιτέχνης, άλλοτε παράσταση έδινε το «γαϊτανάκι», όπου μερικοί αρλεκίνοι, κρατώντας μια χρωματιστή κορδέλα που κατέληγε σ’ ένα υψηλό κοντάρι, φέρνανε γυροβολιές, με χορό που έμοιαζε ανάμεσα σε βαλς εζιτασιόν και τσάμικο. Υπήρχε, τέλος, και η ζωντανή αρκούδα που, αλυσοδεμένη από τη μύτη, ήταν εξπέρ στην παντομίμα. Την πρόζα κάλυπτε ο «Πασχάλης», ένα υποτυπώδες κουκλοθέατρο που μπορούσε να χαρακτηρισθεί «το θέατρο του ενός», αφού τον Πασχάλη υπεδύετο ο θιασάρχης-ηθοποιός, που ταυτόχρονα εκτελούσε και χρέη ταμία. Το νταούλι ήταν το κυρίως μουσικό όργανο που χρησίμευε στις υπαίθριες αυτές παραστάσεις για μουσική υπόκρουση, συνοδευόμενο ενίοτε κι από κλαρίνο. Με τον ήχο του ειδοποιούνταν οι κάτοικοι για την άφιξη του θιάσου πριν ακόμη φτάσει σε κάποιο πλάτωμα της συνοικίας, απ’ όπου θα άρχιζε την παράσταση.
Εκείνο όμως που μας έμεινε αξέχαστο, εκείνο που κάθε χρόνο έρχεται στη μνήμη μας και μας πλημμυρίζει την ψυχή από συγκίνηση, ήταν οι αετοί που φτιάχναμε με μοναδική μαεστρία με τα χεράκια μας για να τους αμολήσουμε την Καθαρά Δευτέρα. Καθένας έφτιαχνε τον δικό του, αλλά στην κατασκευή συνεργαζόταν όλη η παρέα, ακολουθώντας το ιπποτικό «όλοι για όλους». Το φτιάξιμο, η ουρά, τα ζύγια ήταν παιχνίδι. Το δύσκολο ήταν οι πρώτες ύλες, που κόστιζαν για τα πτωχά βαλάντιά μας πανάκριβα. Για τον σκελετό δεν υπήρχε πρόβλημα. Κάπου θα βρίσκαμε μια καλαμιά για να κόψουμε ένα καλάμι σε βέργες. Εκείνο όμως το στέρεο λεπτό χρωματιστό χαρτί που έμοιαζε με λαδόχαρτο, το κάθε φύλλο του κόστιζε μια περιουσία. Μεγάλο κόστος είχε και ο σπάγκος, και χρειαζόσουν αρκετό για ν’ αμολήσεις καλούμπα και να πάει ψηλότερα απ’ όλους. Κλέβαμε από την κουζίνα του σπιτιού αλεύρι για να φτιάξουμε αλευρόκολλα και φώναζε η γιαγιά του Κωστάκη που δεν έβρισκε αλεύρι να φτιάξει κουρκούτι για το τηγάνισμα. Ήταν μια ζαρωμένη αεικίνητη γριούλα, πρόσφυγας από τη Σμύρνη, που τον αετό τον έλεγε «τσερκένι». Προνοητικοί, είχαμε προμηθευτεί ένα κονσερβοκούτι από καιρό και το είχαμε κρυμμένο. Τότε, σε κονσέρβα κυκλοφορούσαν στην αγορά μόνον πελτές τομάτας, το σακχαρούχο γάλα Βλάχας και τα ντολμαδάκια Ρεκόρ. Και ήταν σκεύος απαραίτητο για την κατασκευή της αλευρόκολλας. Πολύ χρόνο καταναλώναμε για να γίνουν όλα τέλεια. Τον στολίζαμε με «σκουλαρίκια», με δυο φούντες, δηλαδή, στο πλάι, και μια γιρλάντα γύρω γύρω για ν’ ακούς ένα «φρου φρου» από τον αέρα καθώς θα έπαιρνε ύψος, και καρτερούσαμε τη μέρα που θα αναμετριόμασταν στους… αιθέρες!
…Χρόνια αργότερα, γερόντιο πια, έβλεπα στη Λεωφόρο Ποσειδώνος στο Φάληρο να καταφθάνουν φορτηγάκια και να ξεφορτώνουν εκατοντάδες αετούς βιομηχανοποιημένους, με ποδοσφαιρικά εμβλήματα σαν πλακάτ στην πρόσοψη, με ουρές προκατασκευασμένες, λειψές, να περιμένουν να σταθεί η κούρσα με τον πελάτη. Ήταν ένα θέαμα φαντασμαγορικό από την πολυχρωμία του. Ένα θέαμα που σ’ εμάς τους παλιούς έφερνε δάκρυα, γιατί νιώθαμε πως καμιά ψυχική επαφή δεν έχουνε πια τα παιδιά με τα θλιβερά αυτά αντικείμενα…