Κυβέρνηση λαϊκής ενότητας ή κυβέρνηση της Αριστεράς;

Η πρώτη θέση αποτελεί την άποψη της ηγεσίας, η οποία θέλει να διευρύνει το ακροατήριο του κόμματος και να συσπειρώσει ευρύτερες δυνάμεις που θα δημιουργήσουν μια στέρεη πλειοψηφία στον δρόμο προς τη διακυβέρνηση και η δεύτερη είναι η θέση της Αριστερής Πλατφόρμας του Παν. Λαφαζάνη, ο οποίος σε πρόσφατη συνέντευξή του ζήτησε από τον ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΚΕ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ να κάνουν αμοιβαίες υποχωρήσεις, προκειμένου «να γίνει δυνατή μια μεγάλη ανατρεπτική αριστερή συνάντηση, που θα επιφέρει ένα δημιουργικό πολιτικό σεισμό όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε όλη την Ευρώπη».

Το θέμα των συμμαχιών απασχόλησε τη συνεδρίαση της Συντονιστικής Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ, όπου φυσικά καταγράφηκαν οι σχετικές διαφωνίες.

Ο Αλ. Τσίπρας πρόκρινε τη θέση για «κυβέρνηση λαϊκής ενότητας και κοινωνικής σωτηρίας», ενώ τα μέλη της Αριστερής Πλατφόρμας υπενθύμισαν ότι «η κυβέρνηση της Αριστεράς και όχι η κυβέρνηση λαϊκής ενότητας και κοινωνικής σωτηρίας συνιστά την απόφαση της πρόσφατης Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης του ΣΥΡΙΖΑ» και ως εκ τούτου δεσμεύει όλα τα όργανα του κόμματος στη χάραξη της τακτικής και της πολιτικής.

Όπως έγραψε το «ΠΑΡΟΝ» την προηγούμενη Κυριακή, η ηγεσία του κόμματος έχει καταλήξει στην εκτίμηση ότι οι προσδοκώμενες εξ αριστερών εισροές είναι πλέον περιορισμένες, αφού ο χώρος αυτός έχει πλέον αποψιλωθεί, το ΚΚΕ είναι στο 4,5% και η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά έχει σχεδόν εξαερωθεί. Ως εκ τούτου, η στόχευση είναι στους λεγόμενους «μεσαίους ψηφοφόρους» και όχι στον λεγόμενο «μεσαίο χώρο», ο οποίος, κατά τον ΣΥΡΙΖΑ, δεν μπορεί να υπάρχει σε εποχές Μνημονίου.

Όπως δήλωσε ο Αλ. Τσίπας σε πρόσφατη εκδήλωση, μπορεί η πρόταση στις εκλογές του Μαΐου για κυβέρνηση της Αριστεράς να εκτόξευσε το κόμμα από το 4,5% στο 17%, ωστόσο ήταν από τις βασικές αιτίες, αλλά όχι η μόνη, που «μας στέρησε τη δυνατότητα να έχουμε τα αποτελέσματα που θέλαμε τον Ιούνιο, γιατί σε αυτές τις εκλογές ήταν κάτι παραπάνω από προφανές ότι με βάση την κοινή πολιτική αριθμητική, κυβέρνηση Αριστεράς δεν μπορούσε να προκύψει».

Και αυτό γιατί, όπως είπε, το ΚΚΕ από τη μια αρνούνταν κάθε συνεργασία και από την άλλη η ΔΗΜΑΡ είχε καταστήσει σαφές ότι «θα προτιμήσει τη σιγουριά της ζεστής μνημονιακής αγκαλιάς από το ρίσκο μιας μεγάλης πολιτικής ανατροπής».

Με βάση τα παραπάνω, η ηγεσία του κόμματος τονίζει ότι σήμερα είναι παράδοξο ο ΣΥΡΙΖΑ να εκπροσωπεί πολιτικά την πρόταση που σε κοινωνικό επίπεδο καλύπτει τα συμφέροντα της μεγάλης πλειοψηφίας των κοινωνικών δυνάμενων, αλλά πολιτικά, σε κοινοβουλευτικό επίπεδο τουλάχιστον, να δίνει την αίσθηση μιας αδυναμίας συμμαχιών.

Τα στελέχη του όμως ξεκαθαρίζουν ότι αυτή η εικόνα θα ξεπεραστεί από τις εξελίξεις του επόμενου διαστήματος, αφού δεν πρέπει πλέον να γίνονται υπολογισμοί με βάση τη σταθερή πολιτική αριθμητική που γνωρίζαμε προ Μνημονίου.

«Θυμηθείτε ποια σταθερή πολιτική αριθμητική είχαμε πέρσι τέτοιον καιρό, όταν στις δημοσκοπήσεις ο ΣΥΡΙΖΑ έπαιρνε 5%, το ΠΑΣΟΚ 18% και η ΝΔ 29% και πώς τελικά προέκυψε η πολιτική αριθμητική στις κάλπες του Μαΐου», είπε χαρακτηριστικά ο Αλ. Τσίπας, για να καταλήξει στην εκτίμηση ότι σήμερα «είναι απολύτως προφανές ότι μπορεί να υπάρξει μια νέα πολιτική συμμαχία ευρύτερων δυνάμεων, αριστερών, οικολογικών και προοδευτικών, καθώς και προσωπικοτήτων, που μπορεί να σχηματιστεί όχι στη βάση της ορθής πολιτικής αριθμητικής ούτε στη βάση των συμφωνιών από τα πάνω, αλλά στη βάση του διαλόγου και των πρωτοβουλιών και της πάλης από τα κάτω, ενάντια σε αυτήν την πολιτική που καταστρέφει το μέλλον μας».

Στην ασαφή αυτή πρόβλεψη του Αλ. Τσίπρα για συμμαχία δυνάμεων που σήμερα πρακτικά δεν υπάρχουν στο πολιτικό προσκήνιο, τα στελέχη του κόμματος υπενθυμίζουν ότι από όπου πέρασε το ΔΝΤ, το πολιτικό σκηνικό των χωρών αυτών διαλύθηκε και ξεπήδησαν νέες δυνάμεις σε πολύ σύντομο χρόνο και μάλιστα δυνάμεις που κανένας δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα διαδραμάτιζαν κεντρικό και κυρίαρχο ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις των χωρών τους.

Με το Μνημόνιο, λένε στον ΣΥΡΙΖΑ, δεν μπορεί να υπάρξει πολιτικό Κέντρο ούτε και κεντροαριστερά σχήματα, γιατί εκ των πραγμάτων τα πράγματα πολώνονται και, ως εκ τούτου, «πρέπει να ξεχάσουμε τα ερμηνευτικά σχήματα του χθες, αλλά και τα μοντέλα συμμαχιών και μετώπων του χθες, και να αναζητήσουμε νέους σχηματισμούς, στην προοπτική ενός μεγάλου αστερισμού δυνάμεων και σε αυτόν τον αστερισμό ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να διεκδικήσει να έχει έναν ρόλο κορμού».

Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ έχει αποφύγει μέχρι στιγμής να απαντήσει ευθέως στην κριτική που δέχεται από στελέχη της επιρροής Λαφαζάνη, αλλά εμμέσως ο Αλ. Τσίπρας έσπευσε να δηλώσει ότι «μια Αριστερά που σε περίοδο καταστροφής κάνει σαν τη γεροντοκόρη ή σαν το γεροντοπαλίκαρο, το ένα μας ξινίζει και το άλλο μας βρωμάει, δεν μπορεί να δώσει λύση.

Ή μια Αριστερά που σκέφτεται στο όνομα της καθαρότητας να αναζητήσει συμμαχίες, μην τυχόν της πει κανείς ότι συζητά και με τον διάβολο, δεν πρόκειται ποτέ να κερδίσει τον διάβολο, θα τον έχει απέναντι, αλλά ποτέ δεν θα τον νικήσει».

Το μόνο σίγουρο είναι ότι η πολιτική διαμάχη σχετικά με την πολιτική συμμαχιών του ΣΥΡΙΖΑ θα κορυφωθεί στην πορεία προς το συνέδριο του κόμματος, το οποίο είναι προγραμματισμένο για τον ερχόμενο Ιούνιο, με την πλευρά Λαφαζάνη να ζητά μετάθεσή του, προκειμένου να υπάρξει η άνεση χρόνου για να αφομοιωθούν ομαλά οι πρωτόγνωρες σε πανευρωπαϊκό επίπεδο οργανωτικές και πολιτικές διαδικασίες μετεξέλιξης σε ενιαίο κόμμα ενός σχηματισμού με αριστερά ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά, που πριν από έναν χρόνο είχε το 4,5% και σήμερα διεκδικεί με αξιώσεις τη διακυβέρνηση της χώρας.


Σχολιάστε εδώ