Η Ευρώπη σε πορεία αποξενώσεως από τους λαούς της
Αυτές οι σκέψεις δεν φαίνονται καθόλου αιρετικές, βλέποντας την πολιτική που ακολουθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση, σε συνεργασία με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, απέναντι στις χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου και ειδικότερα έναντι της Ελλάδος και τώρα της Κύπρου.
Η κατ’ αρχήν απόφαση, για τις χώρες που δεν βρίσκονται ήδη σε Μνημόνιο, να στηριχθούν με απεριόριστη αγορά ομολόγων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών τους να μη καταγράφεται αυτομάτως ως δημόσιο χρέος, έχει μπει ουσιαστικά στο ράφι. Τίθεται ως προϋπόθεση η επικύρωση προηγουμένως του Ευρωπαϊκού δημοσιονομικού συμφώνου, που εγκαθιδρύει μια δρακόντεια πολιτική δημοσιονομικής πειθαρχίας, χωρίς παραλλήλως ν’ αντιμετωπίζει το πρόβλημα της αναπτύξεως στην Ευρώπη.
Η πολιτική του ακραίου νεοφιλελευθερισμού, σε συνδυασμό με την παγκοσμιοποίηση και τον ανεξέλεγκτο και ασύδοτο τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα, εμπεριέχει από τη φύση της επικίνδυνες τάσεις οικονομικού νεοϊμπεριαλισμού και κυριαρχίας αμείλικτων ολιγαρχικών δυνάμεων. Οι τελευταίες, αγόμενες από την ασύδοτη κερδοσκοπία και την υπεροψία της ισχύος τους, δεν επιδεικνύουν κανένα σεβασμό απέναντι στο δημόσιο συμφέρον, την εθνική κυριαρχία και τον δημοκρατικό, πολιτικό έλεγχο.
Ήδη στο πλαίσιο της Ευρώπης, είναι ορατή μια μετατόπιση εξουσίας από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, στο οποίο συμμετέχουν ισοτίμως οι αρχηγοί κρατών, στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία κυριαρχείται από την πολιτική του οικονομικά ισχυρότερου εταίρου, της Γερμανίας. Η επιρροή αυτή, υπό το κράτος των όρων που επιβάλλονται σε χώρες-μέλη ως προϋπόθεση Μνημονίου συνδρομής, και οι οποίοι άπτονται της εθνικής κυριαρχίας, μεταμορφώνεται γρήγορα από οικονομική σε πολιτική και αλλάζει δραματικά τις ισορροπίες ισχύος και τον χαρακτήρα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.
Στο πλαίσιο της πολιτικής αυτής, η Ελλάδα πελαγοδρομεί για πέμπτο έτος σε βαθιά ύφεση, έπειτα από πρωτοφανή «βοήθεια» σε δανεισμό και παράλληλη πρωτοφανή υποθήκευση της εθνικής κυριαρχίας της και του εθνικού της πλούτου.
Οι ενδείξεις για ανάκαμψη και ανάπτυξη παραμένουν ακόμη ζητούμενο και συγχέονται με τους φόβους μήπως η διακηρυσσόμενη ανάπτυξη, με πρωταγωνιστές τώρα τις ξένες πολυεθνικές, εξοκείλει στα αβαθή νερά και τα τενάγη μιας χαμηλόμισθης διεθνώς «ανταγωνιστικής» παραγωγής, που θα σημαίνει μόνιμη φτωχοποίηση για τον Ελληνικό λαό ή μετανάστευση των νέων μας και απασχόληση στην Ελλάδα «ανταγωνιστικού» φθηνού εργατικού δυναμικού από χώρες του τρίτου κόσμου. Θα συντελεσθεί έτσι, παράλληλα με τον έλεγχο από ξένους του εθνικού πλούτου, η εθνική αποδόμηση και μετάλλαξη του ελληνικού λαού, που τόσο εύχεται και επιδιώκει, με τα γνωστά ιδεολογήματά της, η παγκοσμιοποίηση.
Παρόμοια και παραπλήσια ερωτήματα θέτουν οι προκλητικές και αυθάδεις αξιώσεις της «τρόικας» στην περίπτωση της Κύπρου. Επιδιώκεται η βοήθεια της Κύπρου για να αντιμετωπίσει μια πολύ δύσκολη κατάσταση στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής αλληλεγγύης ή χρησιμοποιούνται ωμά και απροκάλυπτα οι δυσκολίες της για να τεθεί υπό ξένο οικονομικό έλεγχο και να της επιβληθούν απαράδεκτες και καταστροφικές ρυθμίσεις και «λύσεις», πριν προλάβει να αξιοποιήσει για την ενίσχυσή της το όπλο του φυσικού της αερίου;
Στον ρόλο του φουσκώματος του προβλήματος ώστε να δικαιολογούνται ακραίες απαιτήσεις, χρησιμοποιήθηκε στην Κύπρο η εταιρεία Pimco. Με χειραγώγηση της επιθυμίας της προηγούμενης πολιτικής εξουσίας, που ήθελε να επιρρίψει την ευθύνη για την κατάσταση που δημιουργήθηκε στις τράπεζες, συμφωνήθηκαν, για την εκτίμηση των αναγκών των τραπεζών για ανακεφαλαιοποίηση, ακραία κριτήρια.
Ενώπιον της δημόσιας κατακραυγής, επανεξετάσθηκαν οι εκτιμήσεις της Pimco, που παραπέμπουν τώρα σε 4,5 δισ. ευρώ κατά το αισιόδοξο σενάριο, και σε 7 δισ. ευρώ κατά το ακραίο σενάριο. Η «τρόικα» έσπευσε να απορρίψει τα σενάρια αυτά και να προβάλει τους δικούς της ισχυρισμούς, ότι οι ανάγκες ανακεφαλαιοποιήσεως των Κυπριακών τραπεζών υπερβαίνουν τα 10 δισ. ευρώ.
Η «τρόικα» δεν περιορίσθηκε σ’ αυτό. Προέβαλε επίσης διάφορες άλλες ακραίες αξιώσεις, που απηχούνται σε διάφορα Ευρωπαϊκά έντυπα και σε δηλώσεις Ευρωπαίων ιθυνόντων, όπως: κούρεμα καταθέσεων, ιδιωτικοποίηση κερδοφόρων ημικρατικών οργανισμών, άγριες περικοπές του κοινωνικού κράτους, περιορισμό της Ευρωπαϊκής βοήθειας σε 10 δισ. ευρώ αντί των 17,5 που έχει ανάγκη η Κύπρος και, τέλος, προτάσεις σε σχέση με τη διαχείριση του φυσικού αερίου.
Αντιλαμβάνεται κανείς τι σημαίνει για μια χώρα προσφοράς υπηρεσιών, όπως η Κύπρος, ένα ενδεχόμενο κούρεμα καταθέσεων, όπως επίσης τι σημαίνει οποιαδήποτε υποθήκευση του φυσικού της αερίου ή σύνδεση των όρων του Μνημονίου με το Κυπριακό.
Το τελευταίο δεν είναι καθόλου θεωρητικό σενάριο. Έχουν ήδη ενεργοποιηθεί οι γνωστές φιλοτουρκικές δυνάμεις και ασκούν πιέσεις για σύνδεση του Κυπριακού με την οικονομική κρίση και τους όρους του Μνημονίου. Πρώτος μεταξύ αυτών ο γνωστός Αλεξάντερ Ντάουνερ, εκφραστής της Βρετανικής διπλωματίας υπό τον μανδύα του ΟΗΕ. Προσέτρεξε επίσης ένας άλλος συνήθης ύποπτος, ο αμερικανός Μάθιου Μπράιζα, ο οποίος πρότεινε ο αγωγός του φυσικού αερίου της Κύπρου να διέλθει από την Τουρκία.
Η Ελληνική πλευρά δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να δεχθεί είτε τις παράλογες αξιώσεις της «τρόικας» είτε οποιαδήποτε σύνδεση των όρων του Μνημονίου με το Κυπριακό. Δεν πρέπει επίσης να επιδείξει οποιαδήποτε σπουδή για επανεγκλωβισμό της σε διαδικασία διακοινοτικών συνομιλιών, είτε πάνω στη βάση των μονομερών παραχωρήσεων Χριστόφια είτε πονηρών προτάσεων ως δήθεν Μέτρων Οικοδομήσεως Εμπιστοσύνης (MOE), που υπονομεύουν τη διεθνή θέση της Κύπρου και προάγουν τους τουρκικούς στόχους για ντε φάκτο λύση δύο «κρατών».
Η Κύπρος έχει το στρατηγικό όπλο του φυσικού της αερίου. Πρέπει να το διαφυλάξει ως κόρη οφθαλμού. Μπορεί αυτό να ανοίξει μια νέα προοπτική για το οικονομικό της μέλλον. Μπορεί επίσης να ενισχύσει καταλυτικά τη θέση της και να επαναπροσδιορίσει τους όρους για μια δίκαιη επίλυση του Κυπριακού.