Επαχθής κίνδυνος εκβιαστικής μας κηδεμονεύσεως!
Και δεν συνωμοσιολογούμε. Καθόλου. Γιατί και αν ακόμη αυτό δεν αποτελεί μέρος εσκεμμένου σχεδιασμού από ευδιάκριτα (και στυγνά) συμφέροντα, εντούτοις, όπως τα πράγματα διαμορφώνονται, προς αυτήν την προφανή κατεύθυνση οδηγούν οι εξελίξεις. Καθώς και η Αθήνα και η Λευκωσία θα υποχρεωθούν εκ των πραγμάτων να καθυποθηκεύσουν όσα κάποιοι από τους δανειστές φύσει ορέγονται! Το απλό. Και δυστυχώς επώδυνο.
Αυτά που συμβαίνουν -όπως με σχεδόν παράδοξη αλληλουχία το ένα έπεται του άλλου- οδηγούν εκεί όπου η μόνη ορατή διέξοδος περνά ευθέως (με μονοδρομικές δυναμικές) απ’ όσα τα δυο ελληνικά κρατικά κέντρα θα ήθελαν ν’ αποφύγουν! Πολύ περισσότερο, γιατί ακριβώς οι δεσμεύσεις που θ’ αναληφθούν όχι μόνο δεν θα είναι αναστρέψιμες, αλλά και θα εμβαθύνουν με βαναυσότητα την υποθηκευτική τους δυναμική! Οπόταν και όσα η Λευκωσία προϋπολόγιζε ως την ελπίδα του οικονομικού και στρατηγικού της μέλλοντος, θα έχουν εν πολλοίς εκχωρηθεί. Όχι αυτοβούλως ασφαλώς, αλλ’ ως αναπόδραστη μετεξέλιξη της επαπειλούμενης ατάκτου χρεοκοπίας της. Κι αυτό το ίδιο ισχύει ασφαλώς και για την Αθήνα, που ακόμη βρίσκεται σε πρώιμα στάδια διερευνήσεως και προσδιορισμού των κοιτασμάτων που με αρκετή βεβαιότητα διαθέτει. Την ώρα μάλιστα που:
• Και για την Κύπρο και για την Ελλάδα, επικρέμαται ως δαμόκλειος σπάθη πάντοτε η τουρκική βουλιμία, που εκδηλώνεται με πειρατικές διαθέσεις. Οπόταν και κάποια ισχυρά κέντρα εταίρων θα εμφανισθούν ως περίπου προστάτες. Και κυρίως ως επιδιαιτητές με το αζημίωτο!
Προκειμένου τελικά με τις πολυεθνικές τους να θέσουν υπό κηδεμόνευση τον υποθαλάσσιό μας πλούτο. Να μην έχουμε πολλές αμφιβολίες. Και να έχουμε τον νου μας. Παρόλο που σήμερα, δυστυχώς, οι απαιτούμενες υπό τις περιστάσεις αποτρεπτικές μας δυνατότητες είναι προδήλως ανεπαρκείς.
Ο μείζων, εν προκειμένω, κίνδυνος προκύπτει από το γεγονός ότι σε περίπτωση που ο ρόλος αυτών των ισχυρών εταίρων μετεξελιχθεί σε κηδεμονευτικό, δυνατό να οδηγήσει σε πολύ επικίνδυνες ατραπούς εθνικώς ασύμφορων συμβιβασμών με την Τουρκία. Κάτι που έχει ως διάθεση και τάση διαφανεί σε όλη τη μακρά διαδρομή και των Ελληνοτουρκικών σχέσεων και του Κυπριακού αμεσότερα. Γιατί αυτοί δεν έχουν ούτε διαφορές με την Τουρκία ούτε και ιδιαίτερες αναστολές σε ό,τι αφορά ελληνικούς φόβους για τα κυριαρχικά δικαιώματα και την άσκηση φυσικών δικαιωμάτων στις ελληνικές οικονομικές ζώνες.
Οπόταν και δεν είναι καθόλου δύσκολο να προϋπολογισθούν απευκταίες τροπές και δυνητικά έωλες υπερβάσεις. Οι οποίες δεν θ’ αφορούν απλώς τον υποθαλάσσιο πλούτο και την εκμετάλλευση του, αλλά και κρίσιμες παραμέτρους εθνικών ζητημάτων που εκκρεμούν διαχρονικά. Όχι γιατί δεν πρέπει και αυτά να επιλυθούν. Αντιθέτως. Και μάλιστα το ταχύτερο, το καλύτερο. Αλλά όχι με όρους εκποιητικών επιταχύνσεων, που αναντίρρητα βολεύουν άλλους, αλλ’ ακρωτηριάζουν ενδεχομένως τις εθνικές μας προοπτικές. Όχι με την έννοια εθνικιστικών βλέψεων και ανεδαφικών εμμονών. Αυτές μακριά από εμάς. Αλλά δεν είναι δυνατόν (και ούτε ασφαλώς σοφό) να μη προεπισημανθούν ενδεχόμενες επικίνδυνες ολισθήσεις, υπό το βάρος ζοφερών εκβιασμών που μπορεί ν’ αναπαραχθούν.
Και μια τέτοια προνοητική στάση, που θα οδηγήσει σε ανάταξη των δυστυχώς αναιμικών στρατηγικών μας αντιστάσεων, είναι οπωσδήποτε σοφότερη από την παθητική παρακολούθηση των εξελίξεων. Προκειμένου με πανεθνική ενότητα (και ρεαλιστικές πολιτικές) αφενός ν’ αποσοβηθούν απευκταία. Και αφετέρου, με την ίδια αποφασιστικότητα, να προαχθούν αποδεκτοί συμβιβασμοί.