Αμφισβητεί ευθέως η Τουρκία το δικαίωμα του Καστελλόριζου σε ΑΟΖ

Εκτιμάται ότι στόχος της τουρκικής διπλωματίας αυτήν τη στιγμή δεν είναι η πρόκληση έντασης, αλλά η επίσημη καταγραφή των θέσεών της, καθώς πρόθεση και των δύο χωρών είναι να κρατηθούν οι τόνοι χαμηλά, χωρίς όμως κανείς την ίδια στιγμή να είναι διατεθειμένος να κάνει βήμα πίσω.

Η Αθήνα την ίδια στιγμή τονίζει με κάθε τρόπο και σε κάθε ευκαιρία ότι αποτελούν «κόκκινη γραμμή» τα κυριαρχικά δικαιώματα που απορρέουν από το Διεθνές Δίκαιο, ενώ διπλωματικοί κύκλοι εκτιμούν ότι θα πρέπει να αναμένουμε εξελίξεις στο προσεχές διάστημα.

Οι δύο ρηματικές διακοινώσεις

Η ελληνική ρηματική διακοίνωση είχε κατατεθεί στον ΟΗΕ στις 20 Φεβρουαρίου από τον έλληνα υπουργό Εξωτερικών Δημ. Αβραμόπουλο και χαρακτήριζε άκυρες και παράνομες τις άδειες για έρευνες υδρογονανθράκων (που έχει από την άνοιξη εκδώσει η τουρκική κυβέρνηση) για περιοχές νοτίως της Ρόδου και του Καστελλόριζου που βρίσκονται εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας. Στη διακοίνωση αυτή τονιζόταν ότι η Ρόδος και το νησιωτικό σύμπλεγμα του Καστελλόριζου έχουν πλήρη δικαιώματα σε υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ. Η τούρκικη πλευρά, στη δική της ρηματική διακοίνωση, υποστηρίζει ότι οι άδειες που εκδόθηκαν αφορούν την τουρκική υφαλοκρηπίδα, αμφισβητεί το δικαίωμα των ελληνικών νησιών (και ιδιαίτερα του Καστελλόριζου) σε υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ, όπως και τα όρια της ελληνικής υφαλοκρηπίδας όπως περιγράφονται στον νόμο Μανιάτη του 2010.

Άμεση ήταν η αντίδραση του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών την Τρίτη το βράδυ, που σε σχετική ανακοίνωσή του τόνισε ότι «η ελληνική κυβέρνηση, σε συνέχεια και των πρόσφατων ενεργειών της, θα διασφαλίσει όλα τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας, όπως αυτά απορρέουν από το Διεθνές Δίκαιο».

Άτυπη συμφωνία «χαμηλής έντασης»

Η επιλογή τόσο της ελληνικής πλευράς για την κατάθεση της συγκεκριμένης ρηματικής διακοίνωσης την 20ή Φεβρουαρίου (να θυμίσουμε ότι τότε εξετάζονταν και άλλες επιθετικότερες κινήσεις, από τη μονομερή διακήρυξη ΑΟΖ ως την κατάθεση συντεταγμένων εξωτερικών ορίων υφαλοκρηπίδας) όσο και της τουρκικής να απαντήσει με καθυστέρηση σχεδόν μηνός και χωρίς να συνοδεύσει τη ρηματική διακοίνωση με κάποια δήλωση τούρκου αξιωματούχου, οφείλονται στη διάθεση και των δύο χωρών να «προστατευθεί» από εντάσεις η διενέργεια του Ανώτατου Συμβουλίου Ελλάδας – Τουρκίας που έγινε στην Κωνσταντινούπολη στις 4 Μαρτίου και να κρατηθούν χαμηλοί τόνοι.

Εκτιμάται πως καθώς ωριμάζει η συνειδητοποίηση ότι, χωρίς κάποια λύση στα ζητήματα της οριοθέτησης ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας (στο ΝΑ Αιγαίο για την ελληνική πλευρά, ΝΑ Μεσόγειο για την Τουρκία, αφού ακόμη και σε αυτόν τον ορισμό υπάρχουν διαφωνίες), όχι μόνο η εκμετάλλευση, αλλά ούτε καν η οργανωμένη έρευνα για πιθανά κοιτάσματα υδρογονανθράκων στην περιοχή μπορεί να ξεκινήσει, και οι δύο πλευρές έχουν έρθει σε μια άτυπη συμφωνία να αποφευχθούν οι εντάσεις, καθώς καμία από τις δύο δεν θέλει να αναλάβει την ευθύνη μιας πιθανής όξυνσης.

Αναμονή για εξελίξεις

Ταυτόχρονα όμως και οι δύο πλευρές φροντίζουν σε κάθε ευκαιρία να καταγράφουν τις θέσεις τους, προκειμένου να καθορίσουν και τους όρους της όποιας μελλοντικής διαπραγμάτευσης. Σε αυτό το παιχνίδι «διαπιστωμένων αντιθέσεων», το κύριο ζήτημα που τίθεται είναι το κατά πόσο τα νησιά του Αιγαίου, και ιδιαίτερα το Καστελλόριζο, έχουν πλήρη δικαιώματα σε θαλάσσιες ζώνες ή κατά πόσο, σύμφωνα με τους τουρκικούς ισχυρισμούς, το Αιγαίο είναι μια ειδική περίπτωση, όπου θα πρέπει να υπάρξει κάποιου είδους συμβιβασμός. Κρίσιμο επίσης είναι το πλαίσιο που θα επιλεγεί για την όποια επίλυση του ζητήματος, αν δηλαδή θα πάμε σε ένα διμερή διάλογο Ελλάδας – Τουρκίας (αυτό που επιθυμεί η τουρκική πλευρά) ή αν θα υπάρξει προσφυγή σε κάποιο διεθνές δικαιοδοτικό όργανο (Δικαστήριο της Χάγης ή του Αμβούργου – προτίμηση της ελληνικής πλευράς, καθώς θεωρεί ότι διπλωματικά και νομικά υπερέχει).

Να θυμίσουμε εδώ ότι σε σχετικές τους δηλώσεις τόσο ο πρωθυπουργός όσο και ο υπουργός εξωτερικών Δημήτρης Αβραμόπουλος έχουν επανειλημμένα τονίσει την προσήλωση της Ελλάδας στο Διεθνές Δίκαιο, φτάνοντας στο σημείο να το χαρακτηρίσει «ευαγγέλιο» η ελληνική πλευρά. Με αυτό το δεδομένο, φαίνεται απίθανο η Ελλάδα να συναινέσει σε οποιασδήποτε μορφής διμερή διάλογο.

Διπλωματικοί κύκλοι πάντως στην Αθήνα εκτιμούν ότι το κλίμα χαμηλής έντασης θα συνεχιστεί για το ορατό μέλλον, καθώς και ότι θα πρέπει να είμαστε σε αναμονή εξελίξεων και πρωτοβουλιών στο προσεχές διάστημα. Όπως λέγεται, «κάτι περιμένουμε».

Ποιος επείγεται για το ΝΑ Αιγαίο;

Ταυτόχρονα, από αρκετούς αναλυτές τονίζεται ότι είναι η Τουρκία που επείγεται για μια διευθέτηση των θαλασσίων ζωνών και των αντίστοιχων κυριαρχικών δικαιωμάτων στην περιοχή και όχι η Ελλάδα. Καθώς οι έρευνες επιβεβαιώνουν σημαντικά κοιτάσματα σε Ιόνιο και νότια της Κρήτης, εκτιμάται ότι η ελληνική πλευρά θα έπρεπε να επικεντρωθεί σε αυτά, αναβάλλοντας οποιαδήποτε κίνηση στο ΝΑ Αιγαίο και μεταφέροντας την πίεση για λύση στην τουρκική πλευρά. Πίεση η οποία, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η Κύπρος είναι ήδη σε πορεία αξιοποίησης των δικών της κοιτασμάτων σε συνεργασία με το Ισραήλ, θα μπορούσε να αναγκάσει την Τουρκία να «μαλακώσει» τις θέσεις της.

Ένα δεύτερο πιθανό σενάριο διατυπώνεται από όσους εκφράζουν τον προβληματισμό ότι τώρα, που άνοιξε και επίσημα η συζήτηση για το ΝΑ Αιγαίο, αν η τούρκικη πλευρά δεν υποχωρήσει στις απαιτήσεις της, θα οδηγηθούμε κάποια στιγμή αναπόφευκτα σε μια περίοδο έντασης, που θα προκληθεί από την Άγκυρα προκειμένου να ασκηθεί πίεση στην ελληνική και κυπριακή πλευρά.


Σχολιάστε εδώ