Τη μάχη των ιδεών στην κοινωνία θέλει να κερδίσει ο ΣΥΡΙΖΑ
Στην κατεύθυνση αυτή δίνουν μεγάλη σημασία στην πρωτοβουλία που ανέλαβαν για τη συγκρότηση ομάδας εργασίας που -υπό τον συντονισμό του πρώην προέδρου του κόμματος Ν. Κωνσταντόπουλου- θα μελετήσει τις απαραίτητες και αναγκαίες μεταρρυθμίσεις οι οποίες πρέπει να γίνουν στο κράτος, το ίδιο το πολιτικό σύστημα και το Σύνταγμα, αφού, όπως εκτιμούν, αργά ή γρήγορα θα κυβερνήσουν και, ως εκ τούτου, πρέπει να έχουν προτάσεις για όλο το φάσμα της λειτουργίας του συστήματος.
Όπως τονίζουν οι επιτελείς του κόμματος, η εξαιρετικά κρίσιμη περίοδος που περνάει η χώρα επιβάλλει το καθήκον να ανοίξει συντεταγμένα και σε όλο το εύρος της μια μεγάλη συζήτηση για το πολιτικό και θεσμικό εποικοδόμημα και αυτό γιατί η οικονομική κρίση και οι πολιτικές διαχείρισης που έχουν ασκηθεί από τις κυρίαρχες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις της χώρας έχουν οδηγήσει πλέον σε ανοικτή κρίση της δημοκρατίας και, ταυτόχρονα, σε γενικευμένη κρίση αναγνώρισης των κοινωνικών και ατομικών δικαιωμάτων.
Με βάση την ανάλυση που κάνουν στον ΣΥΡΙΖΑ, η πολιτική της βίαιης αναδιάρθρωσης, που επιχειρείται σε βάρος των λαϊκών στρωμάτων, είναι μια πολιτική που εκ των πραγμάτων συνοδεύεται από την καταστολή και γι’ αυτό στη θέση των παλιών μεταπολιτευτικών πρακτικών διαχείρισης των κοινωνικών θεμάτων προβάλλει ένα κράμα ακροδεξιού δογματισμού και νεοφιλελεύθερου φανατισμού, που συνοδεύεται με μια ανοιχτή κρίση του κοινοβουλευτισμού και της εκπροσώπησης.
Επιδιώκοντας να ανοίξουν τα μεγάλα θέματα του πολιτικού συστήματος, τονίζουν ότι η παρούσα οικονομική κρίση είναι και πολιτική κρίση, αφού έφερε στην επιφάνεια την προϋπάρχουσα κρίση του ίδιου του πολιτικού συστήματος και σε αυτό ακριβώς το σημείο βρίσκει την ιδεολογική του νομιμοποίηση το ρεύμα του ακροδεξιού αυταρχισμού και ακόμα περισσότερο το νεοναζιστικό πολιτικό μόρφωμα της Χρυσής Αυγής.
Γι’ αυτόν τον λόγο, τονίζουν, η Αριστερά απαιτείται να εντείνει την ιδεολογική και πολιτική της παρέμβαση και να κερδίσει, πέρα από τους ψήφους, κάτι πιο κρίσιμο: Τη μάχη των ιδεών και την ηγεμονία τους μέσα στην κοινωνία.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, θέλοντας να απαντήσει στην απλουστευτική αλλά διαδεδομένη άποψη ότι για τα σημερινά προβλήματα φταίει γενικά και αόριστα η πολιτική και οι πολιτικοί, δίνει ιδεολογικό στίγμα στη συζήτηση, εκτιμώντας ότι αυτό που έγινε ήταν πριν από όλα η υποχώρηση της ίδιας της πολιτικής έναντι της οικονομίας.
Ειδικά, τονίζουν, στη χώρα μας -και με πρόσχημα ή με αφορμή την οικονομική κρίση- η πολιτική και η δημοκρατία υποχώρησαν τόσο πολύ, ώστε σήμερα να αμφισβητείται ακόμα και η πρωτογενής πολιτική βούληση του ελληνικού κράτους να αποφασίζει αυτόνομα για κρίσιμα εθνικά στρατηγικά ζητήματα.
Με δυο λόγια, λένε, αμφισβητείται η ίδια η κυριαρχία του κράτους που, σε συνάρτηση με την υποχώρηση της δημοκρατίας, συνιστά το ευρύτερο έλλειμμα λαϊκής και εθνικής κυριαρχίας.
Στην Ελλάδα, ξεκαθαρίζουν, τα τελευταία χρόνια του Μνημονίου καταργήθηκε κάθε έννοια ισορροπίας -έστω και ετεροβαρούς- μεταξύ πολιτικής και οικονομικής εξουσίας και αμφισβητήθηκε -και αμφισβητείται ακόμα- και η ίδια η δημοκρατία και ο τυπικός αστικός κοινοβουλευτισμός.
Για τον ΣΥΡΙΖΑ το ίδιο το Σύνταγμα του ’75 έχει σήμερα ξεπεραστεί από τους ίδιους τους θεσμούς που συγκροτούνται για να το προστατεύουν, αφού στην πράξη έχουμε την κατάργηση του συνόλου σχεδόν των συνταγματικών εγγυήσεων των ατομικών και κοινωνικών ελευθεριών που αυτό προβλέπει, με αποτέλεσμα το ίδιο το Σύνταγμα να έχει καταστεί ένα «πουκάμισο αδειανό».
Χαρακτηριστικά, αναφέρουν ότι τα τελευταία τρία χρόνια του Μνημονίου, με την «έκτακτη» και «ειδική» νομοθεσία που έχει επιβάλει το «μνημονιακό παρασύνταγμα», έχει καταπατηθεί σχεδόν κάθε έννοια έννομης τάξης, κάτι που ξαναγυρίζει τη χώρα στην εποχή του αλήστου μνήμης «παρασυντάγματος» της προδικτατορικής εποχής.
Και σαν να μη φτάνουν όλα αυτά, είπε ο Αλ. Τσίπρας στην πρώτη συνεδρίαση της Ομάδας Εργασίας για τις Μεταρρυθμίσεις στο Κράτος και το Πολιτικό Σύστημα, οι καθεστωτικές δυνάμεις της χώρας, αυτές που έχουν την ευθύνη για αυτήν την εκτεταμένη οικονομική καταστροφή των λαϊκών τάξεων και γενικότερα της ελληνικής κοινωνίας τα τελευταία χρόνια, ετοιμάζονται τώρα να δώσουν το τελειωτικό χτύπημα και στο πεδίο των συνταγματικών εγγυήσεων.
Ετοιμάζονται, είπε, να «συνταγματοποιήσουν» το Μνημόνιο, δηλαδή να «συνταγματοποιήσουν» την πλήρη καταστροφή του κοινωνικού κράτους και τη λεηλασία του δημόσιου πλούτου από την οικονομική διαπλοκή, ξένη και ντόπια.
Έχουν, συνέχισε, θεσμική ατζέντα και αυτή καθορίζεται από τις προτεραιότητες που υπαγορεύουν οι ανάγκες του πιο σκληρού, του πιο ακραίου, του πιο «γκανγκστερικού» καπιταλισμού, έναντι της κοινωνικής συνοχής και των αιτημάτων -ακόμα και της στοιχειώδους- κοινωνικής δικαιοσύνης.
Με βάση τα παραπάνω, ο ΣΥΡΙΖΑ θα θέσει στην ημερήσια διάταξη στο θεσμικό επίπεδο την υπεράσπιση και περαιτέρω θωράκιση του δημόσιου χώρου και των δημόσιων αγαθών απέναντι στη νεοφιλελεύθερη βουλιμία της συρρίκνωσης ή και εξαφάνισης κάθε έννοιας «δημοσίου» ή δημόσιου χώρου και την υπεράσπιση και εξασφάλιση της κρατικής περιουσίας και του εθνικού πλούτου απέναντι στην επιχειρούμενη λεηλασία των καπιταλιστικών συμφερόντων.
Επίσης την υπεράσπιση της λειτουργίας των δημοκρατικών θεσμών από τη διαρκή επέκταση των ορίων εξουσίας της οικονομικής ιδιωτικής εξουσίας και την κατάκτηση μιας αυτοδιοίκησης που πρέπει να λειτουργεί ως κύτταρο συμμετοχικής αυτοδιεύθυνσης των τοπικών κοινωνιών.
Ιδιαίτερη σημασία η συζήτηση δίνει στην εκ νέου επιβολή της δημοκρατίας στους χώρους εργασίας, εκεί που τα τρία τελευταία χρόνια κορυφώνεται η πιο αντιδραστική επίθεση σε εργασιακά δικαιώματα και η οποία φέρνει την ελληνική κοινωνία δεκαετίες πίσω, αλλά βρίσκεται και σε αντίθεση με αυτό που ονομάζουμε ευρωπαϊκό νομικό κεκτημένο.
Φυσικά στην κορυφή της ατζέντας είναι η διαφύλαξη των βασικών συνταγματικών εγγυήσεων στο πεδίο των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, οι οποίες βάλλονται από τον αυταρχικό κρατισμό της σύγχρονης μνημονιακής καταστολής.
Προφανώς δεν θα μπορούσε να λείπει και το θέμα της διαπλοκής, το οποίο σηκώνει ψηλά ο ΣΥΡΙΖΑ, αφού η εκτίμηση που γίνεται είναι ότι τα καθεστωτικά μέσα ενημέρωσης αποτελούν την αιχμή του δόρατος για τη συντήρηση ενός εξαρτημένου πολιτικού προσωπικού, το οποίο εν τέλει βύθισε τη χώρα στον φαύλο κύκλο της πολιτικής διαφθοράς.