Στα μέτρα των τραπεζών το σχέδιο για τα δάνεια
Πρώτος στόχος δεν είναι η οριστική εξεύρεση λύσης στο πρόβλημα δεκάδων χιλιάδων οικογενειών, που πήραν στεγαστικά δάνεια και δεν μπορούν σήμερα να τα εξυπηρετήσουν, αλλά να μετριαστεί το «τσουνάμι» των προβληματικών στεγαστικών δανείων, που συνιστά τη μεγαλύτερη, σήμερα, απειλή για τους τραπεζικούς ισολογισμούς.
Η κυβέρνηση, παρά τις προεκλογικές υποσχέσεις για γενικό «πλαφόν» στις επιβαρύνσεις από δάνεια στο 30% του εισοδήματος, έχει καταλήξει σε ένα σχέδιο μόνο για τη ρύθμιση των ενυπόθηκων δανείων, ενώ για τους υπερχρεωμένους, που βαρύνονται με υψηλότοκα δάνεια καταναλωτικής πίστης, ετοιμάζει μόνο μερικές «διακοσμητικές» τροποποιήσεις στον ήδη ισχύοντα –και εν πολλοίς αναποτελεσματικό– νόμο για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά.
Η ρύθμιση των ενυπόθηκων δανείων υπαγορεύθηκε στην κυβέρνηση από τις τράπεζες και εξυπηρετεί την προσπάθειά τους να αποσυνδέσουν την «ωρολογιακή βόμβα» των καθυστερούμενων στεγαστικών δανείων, που αποτελεί σήμερα, μετά το φιάσκο με τα κρατικά ομόλογα, τη μεγαλύτερη πηγή ανησυχίας για το τραπεζικό σύστημα.
Οι τράπεζες πρότειναν και το αρμόδιο υπουργείο Ανάπτυξης αποδέχθηκε ένα σχέδιο που έχει στόχο να «μπαλώσει» προσωρινά το πρόβλημα των καθυστερήσεων στα στεγαστικά δάνεια, ώστε για την επόμενη τετραετία ένα μέρος των δανείων αυτών, που είχαν και τον μεγαλύτερο κίνδυνο να μετατραπούν σε οριστικές επισφάλειες, να εξακολουθήσουν να λογίζονται, στα χαρτιά, ως εξυπηρετούμενα. Έτσι, αντί να εγγράψουν στους ισολογισμούς τους οι τράπεζες πλήρεις προβλέψεις για επισφαλή δάνεια, χάνοντας δισεκατομμύρια, θα υποχρεωθούν, για την τετραετία που θα διαρκέσει η προσωρινή ρύθμιση, να σχηματίσουν πολύ μικρότερες προβλέψεις, αφού τα δάνεια δεν θα θεωρούνται ως οριστικά χαμένα.
Στη στεγαστική πίστη, με ευθύνη πρωτίστως των τραπεζιτών, σημειώθηκε από τις αρχές του 2000 μια «έκρηξη», που οδήγησε σε φαινόμενα «φούσκας», καθώς μέσα σε μια δεκαετία οκταπλασιάσθηκε το υπόλοιπο των δανείων και υποτιμήθηκαν οι κίνδυνοι. Το αποτέλεσμα είναι ότι σήμερα (στοιχεία γ΄ τριμήνου 2012), το 20% των στεγαστικών δανείων, ύψους 15 δισ. ευρώ, βρίσκονται σε καθυστέρηση. Η ρύθμιση του υπουργείου Ανάπτυξης είναι προσανατολισμένη να καλύψει τα δάνεια που θεωρούνται από τις τράπεζες ως τα πιο επικίνδυνα να χαθούν οριστικά, δηλαδή τα «μικρομεσαία» στεγαστικά δάνεια, που δόθηκαν κυρίως στην εποχή της «μεγάλης φούσκας» (2004-2008) και σε δανειολήπτες που σήμερα έχουν υποστεί μεγάλη μείωση εισοδημάτων. Σε αυτήν την κατηγορία δανειοληπτών θα δοθεί μια τελευταία ευκαιρία να σώσουν τα σπίτια τους, χωρίς όμως να απαλλάσσονται, έστω και στο ελάχιστο, από το κεφάλαιο και τους τόκους του δανείου.
Για διάστημα έως και τεσσάρων ετών θα δίνεται στους δανειολήπτες η δυνατότητα να πληρώνουν μόνο τόκους του δανείου, με επιτόκιο 1,5%. Η ρύθμιση δεν θα έχει εξαρχής τετραετή διάρκεια: μετά την πάροδο της πρώτης διετίας, θα επανεξετάζεται η οικονομική κατάσταση του δανειολήπτη και θα παρέχεται παράταση για άλλη μία διετία μόνο αν δεν είναι σε θέση να επανέλθει σε κανονική εξυπηρέτηση του δανείου. Σημειωτέον ότι για την περίοδο που θα πληρώνονται μόνο τόκοι με χαμηλό επιτόκιο, η διαφορά των τόκων όπως και τα χρεολύσια θα κεφαλαιοποιούνται και θα πληρώνονται κανονικά από τον δανειολήπτη, με παράταση της διάρκειας εξόφλησης του δανείου.
Δικαίωμα για αυτήν την «τελευταία ευκαιρία» θα έχουν όσοι πληρούν τα τρία ακόλουθα κριτήρια: Είναι μισθωτοί/συνταξιούχοι ή έχουν τεκμαιρόμενη σχέση εξαρτημένης εργασίας. Το εισόδημά τους έχει μειωθεί κατά 35% τουλάχιστον κατά την τριετία 2010-2012 και έχει πέσει, το 2012, κάτω από τα 25.000 ευρώ.
Η αντικειμενική αξία του υποθηκευμένου ακινήτου δεν θα πρέπει να ξεπερνά τα 180.000 ευρώ.
Η απαξίωση των ακινήτων
Για τους δανειολήπτες που θα την επιλέξουν, το μεγάλο πρόβλημα της ρύθμισης είναι ότι δεν αντιμετωπίζει το μείζον ζήτημα της απαξίωσης των κατοικιών, που έχουν αγορασθεί με στεγαστικά δάνεια. Η μείωση των τιμών των κατοικιών, ακόμη και με τα συντηρητικά στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, πλησιάζει το 30% από την έναρξη της κρίσης και εκτιμάται ότι θα συνεχισθεί με ταχύτερους ρυθμούς, ειδικά από το 2014, όταν θα σταματήσει να εφαρμόζεται η απαγόρευση πλειστηριασμών ακινήτων για τραπεζικά χρέη και θα αρχίσουν να βγαίνουν μαζικά κατοικίες «στο σφυρί». Έτσι, όσοι επιλέξουν να μπουν στη ρύθμιση, θα παραμείνουν χρεωμένοι με ένα δάνειο μεγάλου ύψους, συγκριτικά με την τρέχουσα αξία του ακινήτου τους, η οποία είναι πιθανό να μην πλησιάσει ξανά, στο ορατό μέλλον, την εμπορική αξία που είχε όταν αγοράσθηκε. Έτσι, για τη «φούσκα» της στεγαστικής πίστης και της αγοράς ακινήτων τις συνέπειες πληρώνει μόνο ο δανειολήπτης, χωρίς να αναγνωρίζεται ο βαθμός ευθύνης της τράπεζας στη δημιουργία του προβλήματος.
Εξάλλου, ο δανειολήπτης αντιμετωπίζει τον κίνδυνο, μετά την παρέλευση της τετραετούς περιόδου χάριτος, και εφόσον δεν έχει βελτιωθεί ουσιαστικά η οικονομική του κατάσταση, να βρεθεί και πάλι μπροστά στο ενδεχόμενο να χάσει το σπίτι του.
Σε αυτήν την περίπτωση, η τράπεζα θα το βγάλει «στο σφυρί» και το τίμημα που θα αποσπάσει από την πώληση μπορεί να μην είναι καν αρκετό για να εξοφληθεί το υπόλοιπο του δανείου. Έτσι, ο δανειολήπτης, ύστερα από τέσσερα χρόνια προσπάθειας να κρατήσει το σπίτι του, θα το έχει χάσει και θα εξακολουθεί να χρωστάει στην τράπεζα τη διαφορά μεταξύ του τιμήματος πώλησης του σπιτιού στον πλειστηριασμό και του υπολοίπου του δανείου!
Στελέχη καταναλωτικών οργανώσεων τονίζουν ότι, για να αντιμετωπισθεί το πρόβλημα με την απαξίωση των κατοικιών που αγοράσθηκαν με στεγαστικά δάνεια ουσιαστικά και με ισορροπημένο τρόπο για τους δανειολήπτες και τις τράπεζες, ίσως θα είναι σκόπιμο να ακολουθήσει και η Ελλάδα τον δρόμο της Ισλανδίας: Δηλαδή, να «κουρευτούν» τα στεγαστικά δάνεια, ώστε το ύψος κάθε δανείου να έχει μια «λογική» σχέση με τη σημερινή αξία του ακινήτου.
Ν.Χ.