Μια Φορά Και Έναν Καιρό

Κοκκίνισε το πρόσωπο του παππού από θυμό και είναι θαύμα πώς δεν του ήρθε κανένας ταμπλάς, καθώς πετάχτηκαν έξω τα μάτια του λες και προσεβλήθη ξαφνικά από εξοφθαλμία, όταν, τρέμοντας ολόκληρος, έδωσε τέλος στη συζήτηση που είχε με τους φίλους του, λέγοντας το προσφιλές του: «Άι στο διάολο, πρωί πρωί…».

Οι δυο συνομιλητές του κοιτάχτηκαν μεταξύ τους με νόημα, ενώ ένα αδιόρατο χαμόγελο πήγε να σκάσει στα χείλη τους που, φρονίμως ποιούντες, το κατέπνιξαν. Έριξαν μια ματιά στο ρολόι τους, ανήσυχοι τάχατες μην αργήσουν σ’ ένα σπουδαίο ραντεβού τους, φόρεσαν τα… τζάκετ τους και είπαν ένα ξερό: «Άντε, πάμε». Αντί για κατευόδιο, ο παππούς σιγοψιθύρισε, πάντοτε νευριασμένος, το προσφιλές του «στα τσακίδια» και την ώρα που η πόρτα έκλεινε πίσω τους, έτεινε ανοιχτή την παλάμη προς τα κει, κάνοντας την προσφιλή του χειρονομία με… λεζάντα:

«Πάρ’ τα να μη σʼ τα χρωστάω!». Ήταν ένα περιστατικό τόσο ανιαρό και τόσο κοινότοπο, που χασμουριέσαι μόνον που το σκέφτεσαι. Φίλοι και οι τρεις από τα παιδικά τους χρόνια, από τότε δηλαδή που με κοντά πανταλονάκια όλο τσακώνονταν, πότε χαρτοπαίζοντας «ξερή» και άλλοτε όταν κάναν ζαβολιές στο τάβλι. Κατά τα άλλα, όμως, παρέμεναν αχώριστοι. Μεγάλωσαν, σταδιοδρόμησαν, και τώρα, γερόντια πια, οι μόνοι επιζώντες από την κάποτε πολύτεκνη… γειτονιά, συναντιόνταν κάθε τόσο, αντάλλασαν απόψεις και αρπάζονταν πάνω στην κουβέντα, καλή ώρα σήμερα. Έντονα διαφορετικοί χαρακτήρες, σε ένα μόνον συνέπιπταν: Στην ξεροκεφαλιά. Μια ξεροκεφαλιά ποικίλης διαβαθμίσεως, όπου -πρέπει να το παραδεχθούμε- μοναδική εξαίρεση στους τρεις αποτελούσε ο παππούς, που ήταν ήρεμος και πράος, ένα «αρνάκι του Θεούλη». Με προωθημένες μοντέρνες ιδέες ο ένας τους, απέρριπτε καθετί «παλιομοδίτικο» και έσπευδε πρώτος να προμηθευτεί οτιδήποτε λανσαριζότανε στην αγορά, πιστεύοντας ακράδαντα στις διαφημίσεις σαν σε «ευαγγέλιο»… Έτσι, όταν η μάνα του «μας άφησε χρόνους», εκτός από το παχουλούτσικο κομπόδεμά της, άφησε και μερικά βαριά προπολεμικά έπιπλα, που του έκατσαν στο στομάχι και δεν έβλεπε την ώρα να τα ξεφορτωθεί. Τον είχαν μαγέψει κάτι σούπερ μοντέρνες πολυθρόνες, ίδιες στραβοχυμένοι λουκουμάδες, κατασκευασμένες από ξύλο και πλαστικό, που είδε σε κάποια χλιδάτη βιτρίνα. Ήταν σχεδιασμένες από κάποιαν αδελφάρα του κερατά – «Designed by Joulis», όπως έγραφε μια πλακίτσα που τους κοτσάρισαν πλάι. Τα πόδια τους έφερναν κάτι ανάμεσα σε ποδάρι γαλοπούλας και μοσχαριού, η δε πλάτη τους έμοιαζε με διαστημόπλοιο. Μια σκέτη αηδία δηλαδή, που έσπευσε ν’ αγοράσει, αξιοποιώντας το κομπόδεμα που λέγαμε. Για τα παλιά, υπήρχε έτοιμη η λύση. Φώναξε τον «παλιατζή», τα είδε, έλαμψαν τα μάτια του στο αντίκρισμά τους και, πριν προλάβει να αρχίσει να λέει τα τετριμμένα για να ελαχιστοποιηθεί η προσφορά του, τον πρόλαβε ο… δικός σου. Με συγκινητική ειλικρίνεια είπε επί λέξει στον παλιατζή: «Θέλω ν’ απαλλαγώ απ’ όλη αυτήν την παλιατζούρα». Καρατάρισε ο γύφτος τι ψωνάρα έχει απέναντί του και θρασύτατα είπε: «Θα μου δώσεις διακόσα να τα πάρω, να σου αδειάσουνε τη γωνιά». Πονηρός ο φίλος, για να μην πιαστεί κορόιδο, άρχισε παζάρια στα πόσα θα έδινε για να τον απαλλάξει από τη… σαβούρα. Καθώς ήταν δεινός στα επιχειρήματα, έπεισε τον παλιατζή να κάνει σκόντο. Συμφώνησαν τελικά, έσκασε τρία μπλε πενηντάρικα, ήρθε αυθημερόν το φορτηγό και τα… ξεφορτώθηκε. Επί πολύ καιρό κομπορρημονούσε πως ήταν ο μοναδικός άνθρωπος επί γης που «έριξε γύφτο» και θαύμαζε τον εαυτό του. Αλλά κι ο τρίτος της παρέας δεν πήγαινε πίσω. Τα ίδια μυαλά, περίπου, κουλάντριζε και άντε μετά εσύ, ο λογικός, να συνεννοηθείς μαζί τους.

Σήμερα πλάκωσαν πουρνό πουρνό, με πρόθεση να στρώσουν κανένα ψιλό να περάσει η ώρα, αλλά το ρίξανε στο κουβεντολόι με τις σχετικές αντιλογίες τους και η πρόθεση της χαρτοπαιξίας δεν υλοποιήθηκε. Η συζήτηση πήγαινε ομαλά, κοντραρίσματα ζωηρά πάνω στην επικαιρότητα δεν υπήρχαν και ρουφούσαν γουλιά γουλιά «το τσάι του βουνού» που τους κεράσανε… Ξάφνου ο ένας τους, ο μοντέρνος, που το ‘παιζε «αναχωρητής» κατοικώντας σε μακρινό προάστιο, ξεφούρνισε ότι «χρειάζεται υδραυλικό για μια διαρροή και εκείνος που φώναξε, όλο τον κοροϊδεύει πως θα ‘ρθει κι όλο δεν έρχεται». Τι ήθελε ο παππούς και άνοιξε το στόμα του; Τι ήθελε να ρωτήσει αν θυμούνταν τα χρόνια εκείνα τα παλιά, που η μαστοράντζα την άραζε στα καφενεία γύρω από την πλατεία Ομονοίας καρτερώντας να τσιμπήσει πελάτη; Ο τρίτος της παρέας, που του άρεσε να λεπτολογεί, έσπευσε να τον διορθώσει: «Η μαστοράντζα», είπε, «έκανε πιάτσα στην Αθηνάς, απέναντι από το Δημαρχείο». Αλλά ο παππούς αμφισβήτησε τη μνήμη του: «Στην Αθηνάς» είπε, «στην άλλοτε πλατεία Λουδοβίκου, απέναντι από το δημαρχείο, ήταν το στέκι των ασπριτζήδων. Πριν ακόμα φέξει, παρατάσσονταν ο ένας πλάι στον άλλον, με έναν γκαζοτενεκέ παρά πόδας γεμάτον ασβέστη και με το κοντάρι της ταβανόβουρτσας στη θέση «παρουσιάστε αρμ», περίμεναν να βρεθεί μουστερής να βγάλουν μεροκάματο. Οι υπόλοιποι, την άραζαν, όπως είπα, στα καφενεία της Ομόνοιας. Τα είχαν σαν προσωπικά τους… γραφεία. Εκεί τους ζητούσαν στο τηλέφωνο, εκεί τους άφηναν ένα σημείωμα, εκεί πολλές φορές παίρνανε την αλληλογραφία τους και εκεί θα τους αντάμωνε το πατριωτάκι όταν ερχότανε από το χωριό. Και ολ’ αυτά με έναν καφέ και όχι πάντα. Φυσικά, όταν το καφενείο λειτουργούσε σαν «γραφείο ευρέσεως εργασίας», η κάθε ειδικότητα σύχναζε στον καφενέ, που τον είχε για… υποκατάστημά του το σινάφι. Σπάνια σχηματίζονταν αχταρμάς επαγγελματιών. Αλλού σύχναζε ο εργολάβος οικοδομών με τα «παιδιά του», τους κτιστάδες, με παρακεντέδες διάφορους μαστόρους σχετικούς με την οικοδομή. Σε άλλο μαζεύονταν οι θεράποντες της Τέχνης. Οι κομπάρσοι για να πούνε μιαν ατάκα ή για να συμμετάσχουν σ’ ένα μπουλούκι. Ανάμεσά τους διασκορπίζονταν οι μουζικάντηδες, ανάλογα με το όργανο και το είδος μουσικής που εκτελούσαν».

Τι ήθελε και μίλησε για «τότε που ζούσαμε» ο παππούς; Χίμηξαν να τον κατασπαράξουν. Τον κατηγόρησαν για… «τυμβωρύχο», ενώ τριγύρω η ζωή καλπάζει. «Εκσυγχρονιστήκαμε», είπε ο ένας. «Έγινε η Αθήνα επιτέλους πρωτεύουσα», είπε ο άλλος, συμπληρώνοντας εκ περιτροπής οι δυό τους: «Τα τεμπελχανεία οι καφενέδες έκλεισαν και στη θέση τους άνοιξαν τράπεζες, όπως συμβαίνει σε όλες τις πολιτισμένες χώρες…».

Λες και πάτησαν τον κάλο του παππού. Σίγουρα έπαθαν τα ανθρωπάκια παράκρουση, θεοποιώντας όσα δολοφόνησαν την Αθήνα – την Αθήνα του, όπως την έλεγε τρυφερά κάθε φορά που πρόφερε το όνομά της. Άκου, τα κτήνη! Αποκαλούν τεμπελχανεία τα αγαπημένα μας «στέκια». Στέκια που θυμόμαστε, που νοσταλγούμε, και που μένουνε σαν οπτασίες αποτυπωμένα στη μνήμη μας.

Εκείνοι συνέχισαν, κοροϊδεύοντας πρόσωπα και πράματα της παλιάς Αθήνας. Τους δανδήδες με το μουστακάκι, τα κοντόχοντρα θηλυκά που κούναγαν σε όλους την ουρά τους και ξανά λάσπη για τα τεμπελχανεία, όπου αερολογούσαν και… «ξύνονταν» οι αιωνίως σελέμηδες… και άλλα πολλά και χειρότερα.

Δεν άντεξε άλλο τον λίβελό τους ο παππούς. Το πρόσωπο του κοκκίνισε, πετάχτηκαν έξω τα μάτια του και τρέμοντας ολόκληρος έδωσε τέλος στη συζήτηση με το προσφιλές του: «Άμετε στο διάολο, πρωί πρωί παλιοτόμαρα!».


Σχολιάστε εδώ