ΕΛΛΑΔΑ – ΓΑΛΛΙΑ ΣΥΜΜΑΧΙΑ

Συνεχίσθηκε, αντιθέτως, η μείωση στα κρατικά έσοδα και η μεγάλη ύφεση, που καθιστούν αναπόφευκτο, σύμφωνα με το Μνημόνιο, τον εφιάλτη νέων μέτρων μέσα σ’ ένα ρημαγμένο τοπίο.

Το πού οδηγεί αυτός ο δρόμος φαίνεται και από τις εξελίξεις στη γειτονική μας Βουλγαρία. Η τελευταία μπορεί να θεωρηθεί ως χώρα-μοντέλο για τις εφαρμοζόμενες και στην Ελλάδα θεωρίες του νεοφιλελευθερισμού και της «τρόικας». Η Βουλγαρία έγινε χώρα εξόχως «ανταγωνιστική», με μέσο μισθό 340 ευρώ περίπου και κατώτατο 154 ευρώ. Ποιο είναι το αποτέλεσμα; Η απάντηση φαίνεται στις θλιβερές διαπιστώσεις του παραιτηθέντος πρωθυπουργού της: Κάναμε τα πάντα, αλλά επενδύσεις και ανάπτυξη δεν είδαμε.

Η έλευση Ολάντ και η δήλωσή του ότι η Ελλάδα εξεπλήρωσε τις δεσμεύσεις της και ότι δεν υπάρχει περιθώριο για περαιτέρω μέτρα λιτότητας είναι βάλσαμο στην αγωνία των κυβερνώντων. Θα δούμε, βεβαίως, στην πράξη πόσο η δήλωση Ολάντ θα επηρεάσει τη στάση της «τρόικας», που εκφράζει, υποτίθεται, την κοινή Ευρωπαϊκή πολιτική και ισχυρίζεται ότι ενεργεί σύμφωνα με τις ανειλημμένες ήδη από την Ελλάδα δεσμεύσεις.

Σε κάθε περίπτωση, η στάση Ολάντ είναι σημαντική γιατί εκφράζει δημοσίως αμφιβολία για την ακολουθούμενη Ευρωπαϊκή πολιτική λιτότητας. Η τελευταία δεν αφορά μόνον την Ελλάδα. Η Ελλάδα όμως έγινε χώρα-σύμβολο της πολιτικής αυτής και πειραματόζωο.

Στον τομέα των επενδύσεων, είναι φανερό ότι η Γαλλία θέλει να αντιστρέψει την τάση των αποεπενδύσεων, που εκδηλώθηκε κατά το προηγούμενο διάστημα από Γαλλικές εταιρείες και τράπεζες, και να ενισχύσει τη Γαλλική παρουσία σε επιλεγμένους στρατηγικούς τομείς με Γαλλικές εταιρείες που είναι διεθνείς πρωταγωνιστές στους αντίστοιχους τομείς. Ο Γάλλος Πρόεδρος κατέστησε σαφές το ενδιαφέρον του για τους τομείς της ενέργειας, των μεταφορών, της διαχειρίσεως υδάτων και των έργων υποδομής.

Προφανώς, οι προσπάθειες για την ενίσχυση των διμερών οικονομικών σχέσεων είναι θετικές. Η επίπτωση όμως που μπορούν να έχουν είναι περιορισμένη γιατί η Ελλάδα είναι καθηλωμένη σε μια αποδομητική πολιτική, που δεν της επιτρέπει να διαμορφώσει και να ασκήσει μια ουσιαστική οικονομική και αναπτυξιακή στρατηγική, χωρίς δογματισμούς αγοράς και ακραίες νεοφιλελεύθερες ιδεοληψίες.

Δεν μπορεί, π.χ., να αξιοποιήσει το δυναμικό της ΔΕΗ για να προωθήσει μια δυναμική αναπτυξιακή πολιτική ενέργειας, μέσα στην οποία να ενταχθούν διεθνείς συνεργασίες και ιδιωτικές και ξένες επενδύσεις. Παρουσιάζεται ως μονόδρομος αναπτυξιακής στρατηγικής η εκποίηση της δημόσιας περιουσίας, με απαίτηση των δανειστών, και η στέρηση από το κράτος των σημαντικότερων κεφαλαίων και μοχλών μιας εθνικής αναπτυξιακής στρατηγικής. Γιατί, π.χ., η Γαλλία, μια μεγάλη χώρα με υψηλή διεθνή ανταγωνιστικότητα, εξακολουθεί να έχει υπό δημόσιο έλεγχο την ηλεκτρική ενέργεια και το φυσικό αέριο, παρά τις Ευρωπαϊκές πιέσεις για αποκρατικοποίηση και ελεύθερο δήθεν ανταγωνισμό;

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι δηλώσεις του Γάλλου Προέδρου για την έρευνα και την εκμετάλλευση υδρογονανθράκων και φυσικού αερίου στην Ελληνική ΑΟΖ. Εξέφρασε σαφώς το ενδιαφέρον της Γαλλίας για συμμετοχή στις έρευνες και για ενδεχόμενη συνεκμετάλλευση των κοιτασμάτων που θα εντοπισθούν. Αναφερόμενος στους κανόνες του διεθνούς δικαίου για την ΑΟΖ, υπεστήριξε εμμέσως τις Ελληνικές θέσεις. Σημειωτέον, η Ευρωπαϊκή Ένωση, πέρα από τις επιμέρους επικυρώσεις της Διεθνούς Συμβάσεως για το Θαλάσσιο Δίκαιο από κάθε χώρα ξεχωριστά, έχει επίσης επικυρώσει τη Σύμβαση ως συλλογικότητα, ως Ευρωπαϊκή Ένωση δηλαδή. Το γεγονός αυτό ενισχύει την Ελληνική θέση, εφόσον η εφαρμογή των προνοιών του ισχύοντος θαλασσίου δικαίου συνιστά για την Ευρωπαϊκή Ένωση μέρος του Ευρωπαϊκού κεκτημένου.

Το σαφέστατο Γαλλικό ενδιαφέρον για τους ενεργειακούς πόρους της Ελληνικής ΑΟΖ, που εκδηλώνεται, μεταξύ άλλων, με τη μορφή της συμμετοχής στις έρευνες του Γαλλικού κολοσσού Total, που ήδη συμμετέχει στις έρευνες στην Κυπριακή ΑΟΖ, αναδεικνύει την πολύ μεγάλη και στρατηγική σημασία που έχει για την Ελλάδα και την προοπτική της η ΑΟΖ και τα ενεργειακά αποθέματα που βρίσκονται σ’ αυτήν.

Η Ελλάδα, παγιδευμένη σε αδιέξοδες και ατέρμονες διερευνητικές συνομιλίες με την Άγκυρα και αντιδρώντας με φοβικά σύνδρομα, καθυστέρησε ανεπίτρεπτα στην προετοιμασία του διπλωματικού εδάφους και στην καλλιέργεια των αναγκαίων συμμαχιών, που θα της επέτρεπαν να προχωρήσει, χωρίς μεγάλες αναταράξεις και κινδύνους συγκρούσεως με την Τουρκία, στην κατοχύρωση των δικαιωμάτων της.

Επείγει σήμερα να κάνει προσεκτικά βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση, αξιοποιώντας το ενδιαφέρον και τη διεθνή στήριξη που απορρέει από τα ενεργειακά αποθέματα στην ΑΟΖ μεταξύ Ιονίων Νήσων και νοτίου Κρήτης, που συνιστούν και μια νέα πηγή ενεργειακού εφοδιασμού για την Ευρώπη. Ένας λόγος παραπάνω γι’ αυτό είναι η πρόδηλη πρόθεση της Άγκυρας να προχωρήσει από την ανάσχεση της διακηρύξεως της ΑΟΖ από την Ελλάδα, κατ’ εφαρμογή του διεθνούς δικαίου, στη δημιουργία τετελεσμένων γεγονότων, πάνω στη βάση των δικών της αυθαιρέτων ισχυρισμών και διεκδικήσεων.

Η πολιτική αυτή εκ μέρους της Ελλάδος απαιτεί τη διαφύλαξη της ελάχιστης αναγκαίας αποτρεπτικής αεροναυτικής ισχύος, παρ’ όλη την οικονομική κρίση και τις πιεστικές ανάγκες. Το θέαμα του πρόσφατου προκλητικού περίπλου της τουρκικής κορβέτας στη Μύκονο είναι μια υπενθύμιση ότι η εθνική ασφάλεια κάθε χώρας δεν κατοχυρώνεται με λόγια. Έχει ανάγκη από ισχύ. Από την άποψη αυτή, επείγει η άμεση ενίσχυση του Ελληνικού Ναυτικού και της Ελληνικής Αεροπορίας. Ένας τρόπος για να πραγματοποιηθεί αυτή υπό τις σημερινές τραγικές οικονομικές συνθήκες είναι η παραπομπή των πληρωμών σε βάθος χρόνου, όταν η χώρα θα έχει επανέλθει σε ομαλή οικονομική κατάσταση. Η ιδέα επομένως της παραχωρήσεως φρεγατών και αεροσκαφών από τη Γαλλία, με καθεστώς ενοικιάσεως, μπορεί να αποτελέσει μια κάποια προσωρινή, οριακή λύση.

Οι σχέσεις με τη Γαλλία δεν συνιστούν, προφανώς, συμμαχία με τη συμβατική έννοια. Έχουν όμως μεγάλη στρατηγική σημασία και είναι πολύτιμες.


Σχολιάστε εδώ