Αφετηρία για ριζικές ανατροπές το 35ο Συνέδριο της ΓΣΕΕ

Η κρισιμότητά του είναι προφανής, γιατί από τις αποφάσεις που θα παρθούν κατά τη διάρκεια των εργασιών του θα κριθεί εάν η ΓΣΕΕ θα εξακολουθήσει να πορεύεται στην ίδια λογική στήριξης των μνημονιακών πολιτικών ή εάν θα επιλέξει τον δύσκολο αλλά ελπιδοφόρο δρόμο του αγώνα για την ανατροπή τους.

Οι πιέσεις που θα ασκηθούν από τις δυνάμεις που δεν επιθυμούν την αλλαγή προσανατολισμού της Γενικής Συνομοσπονδίας θα είναι πολύ μεγάλες, γιατί και τα συμφέροντα που διακυβεύονται από την ενεργότερη παρέμβαση του συνδικαλιστικού κινήματος είναι τεράστια. Οι σύνεδροι όμως, με όποια παραταξιακή σημαία κι αν εκλέχτηκαν, δεν πρέπει να ενδώσουν στις πιέσεις ούτε να υποκύψουν στο δέλεαρ που ενδεχομένως θα τους προσφερθεί από τις κομματικές σειρήνες. Το 35ο Συνέδριο της ΓΣΕΕ προσφέρεται να αποτελέσει την αφετηρία για το ξεκίνημα της νέας πορείας του συνδικαλιστικού κινήματος, και την ευκαιρία αυτή οι σύνεδροι δεν δικαιούνται να την αφήσουν να πάει χαμένη.

Η απερχόμενη διοίκηση, εγκλωβισμένη στη λογική του κοινωνικού διαλόγου και στην εξυπηρέτηση στενών κομματικών συμφερόντων, δεν κατόρθωσε να αναλύσει σε βάθος τα δομικά χαρακτηριστικά της κρίσης. Το γεγονός αυτό είχε αποτέλεσμα να δεχτεί χωρίς καμία ουσιαστική αντίρρηση τις αποφάσεις της κυβέρνησης Παπανδρέου για την είσοδο της χώρας στο ΔΝΤ και την υπογραφή του πρώτου Μνημονίου. Στο σημείο αυτό να θυμίσουμε ότι ο πρόεδρος και ο τότε γενικός γραμματέας δέχτηκαν να υπογράψουν την Εθνική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας-κοροϊδία προκειμένου να ικανοποιήσουν την απαίτηση της «τρόικας». Ακόμη και όταν φάνηκε καθαρά ότι στόχος των μνημονιακών δυνάμεων δεν ήταν η μείωση του χρέους αλλά η πλήρης εξαθλίωση και η υποταγή των εργαζομένων και των συνταξιούχων στις ορέξεις των πιο αδίστακτων κύκλων του κεφαλαίου, η αντίδραση της πλειοψηφίας της διοίκησης της ΓΣΕΕ υπήρξε καθαρά συμβολική και εξαντλήθηκε σε επικοινωνιακού χαρακτήρα ενέργειες. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η προκήρυξη τριάντα περίπου πανελλαδικών απεργιών, οι οποίες δεν απέφεραν κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα λόγω της έλλειψης συγκεκριμένων στόχων και προοπτικών όσον αφορά την κλιμάκωση των κινητοποιήσεων.

Με αυτά τα δεδομένα, κάθε προσπάθεια των στελεχών της να παρατείνουν την παραμονή τους στην ηγεσία της ΓΣΕΕ θα ήταν καταστροφική για την πορεία ολόκληρου του συνδικαλιστικού κινήματος, τη στιγμή μάλιστα που καλείται με τους αγώνες του να αποτρέψει τη μετατροπή της χώρας σε αποικία χρέους και να προστατέψει τους εργαζομένους από την ολοκληρωτική καταστροφή. Η αποχώρηση, λοιπόν, από τη συνδικαλιστική δράση αποτελεί γι’ αυτούς τη μόνη διέξοδο εάν επιθυμούν να περισώσουν έστω και ψήγματα από την προσωπική τους αξιοπρέπεια. Γιατί, όπως λέει κι ο ποιητής, «Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις, τούτο προσπάθησε τουλάχιστον όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις».

Απαλλαγμένη από τα βαρίδια του παρελθόντος, η νέα διοίκηση που θα προκύψει από το συνέδριο πρέπει αμέσως να προχωρήσει στο άνοιγμα των διαδικασιών: Πρώτον, για τη δημιουργία ενός συνδικαλιστικού κινήματος με ευδιάκριτα τα ταξικά χαρακτηριστικά, πολιτικοποιημένου και ακηδεμόνευτου, ικανού να συσπειρώσει γύρω του τους εργαζομένους αλλά και το 1,5 εκατ. ανέργους και, δεύτερον, για την κατάρτιση ενός κοινά αποδεκτού από όλες τις παρατάξεις προγράμματος δράσης, το οποίο θα περιλαμβάνει την απαίτηση για την άμεση κατάργηση των Μνημονίων, τη μονομερή καταγγελία των δανειακών συμβάσεων και τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους, την ακύρωση των ιδιωτικοποιήσεων των δημόσιων επιχειρήσεων, την επαναφορά του κατώτατου μισθού στα προ του Μνημονίου επίπεδα και τον καθορισμό του μέσα από την Εθνική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, την επαναφορά του θεσμού της διαιτησίας και την ενίσχυση του ρόλου του ΟΜΕΔ, τη μείωση, μέχρι τελικής εξαφάνισης, όλων των ελαστικών μορφών απασχόλησης, την προστασία των εργαζομένων από ατομικές και ομαδικές απολύσεις, την κατάργηση των νόμων που περιλαμβάνουν περικοπές επιδομάτων, κατάργηση κατά 30% των υπερωριών, πάγωμα τριετιών και, τέλος, την επαναφορά στο καθεστώς σύναψης κλαδικών συμβάσεων.

Ταυτόχρονα, η διοίκηση θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί να κινήσει αμέσως τις διαδικασίες ενοποίησης των ομοσπονδιών που λειτουργούν στον ίδιο ή σε παρεμφερείς κλάδους και να προχωρήσει σε συνεργασία με την ΑΔΕΔΥ, μέσα από ένα οργανωτικό συνέδριο, στην ενοποίηση των δύο συνομοσπονδιών, ικανοποιώντας με τον τρόπο αυτό ένα πάγιο αίτημα του συνδικαλιστικού κινήματος.

Η οργανωτική ανασυγκρότηση είναι αναγκαίο να συνδυασθεί με την προσπάθεια μαζικοποίησης των πρωτογενών συνδικαλιστικών κυττάρων, που είναι τα σωματεία, καθώς και με την άμεση έναρξη εκλογής νέων οργάνων διοίκησης, με γνήσιες δημοκρατικές διαδικασίες σε πρωτοβάθμιο, δευτεροβάθμιο και τριτοβάθμιο επίπεδο.

Η ισχυροποίηση του συνδικαλιστικού κινήματος που θα προκύψει από την αναβάθμιση της οργανωτικής του δομής, σε συνδυασμό με τον νέο του ταξικό προσανατολισμό, είναι σίγουρο ότι θα βοηθήσει στην αναβάθμιση του κύρους του και στην αποτελεσματικότερη παρέμβασή του στις πολιτικές και κοινωνικές διεργασίες.


Σχολιάστε εδώ