Μια Φορά Και Έναν Καιρό

Ισχυρίστηκε ο Μάνος Ελευθερίου, γράφοντας τους στίχους, πως «στα χρόνια της υπομονής δεν μας θυμήθηκε κανείς», ενώ συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Και η ΔΕΗ και η εφορία και οι τράπεζες και ένα κάρο «άλλοι», με το χέρι στη τσέπη μας, «δεν μας ξεχνούν ποτέ», όπως έλεγε μια διαφήμιση καλτσοβιομηχανίας. Έπαψε λοιπόν η λέξη «υπομονή» να είναι στίχος τραγουδιού και έγινε συνετή προτροπή της καθημερινότητας. Είναι δε εντελώς ανώφελο να την εξορκίζεις με το άλλο αισιόδοξο τραγουδάκι, που σε συμβούλευε «κάνε υπομονή ώσπου να ʼρθει καλοκαίρι», διότι το καλοκαίρι θα είναι ακόμα πιο μαύρο. Εν πάση περιπτώσει, τώρα που όλοι μας καταπίνουμε τη μιζέρια και την κατάντια σκύβοντας το κεφάλι, καλόν είναι να ρίχνομε ματιές προς τα πίσω, «σε άλλους καιρούς», για να αντλούμε δόσεις αυτογνωσίας και να θυμόμαστε «ποιοι είμαστε». Δεν θʼ αναφερθώ σε πασίγνωστα πολεμικά τετριμμένα. Ούτε για το Σαράντα, όπου σε 12 μόλις ημέρες ανατρέψαμε τον εισβολέα και τον πήραμε φαλάγγι πέρʼ από τα σύνορα. Ούτε για τα οχυρά ούτε για την… «υπεξαίρεση της γερμανικής σημαίας από την Ακρόπολη», κατά την ανακοίνωση του Γερμανικού Φρουραρχείου, που την κατέβασαν σκαρφαλώνοντας στον Ιερό Βράχο δυο δεκαοκτάχρονα παιδιά, ο Γλέζος και ο Σάντας. Δεν θα μιλήσω για τις αλλεπάλληλες απεργίες που έγιναν στην πρωτεύουσα στα πιο μαύρα χρόνια της κατοχής, οι μόνες απεργίες που κηρύχτηκαν στην κατεχόμενη Ευρώπη, όπου απήργησε ως και η Αστυνομία Πόλεων και νέκρωσε η πόλη παρά τις απανωτές εκτελέσεις, ματαιώνοντας την πολιτική επιστράτευση που διέταξε ο κατακτητής. Ούτε θα εξάρω τον άθλο μερικών «φαντασμάτων» που διείσδυσαν στον υπό γερμανικό έλεγχο Ραδιοφωνικό Σταθμό Αθηνών, απʼ όπου μετέδωσαν μεσημεριάτικα μήνυμα ελευθερίας του ΕΑΜ. Όλα αυτά και πολλά άλλα –αμέτρητα άλλα πολλά– μπορεί να τα προσπερνούμε, μπορεί να ανασηκώνομε αδιάφορα τους ώμους λέγοντας «ποιος τα θυμάται και ποιον ενδιαφέρουν αυτά» και να βολευόμαστε στον καναπέ μας όσο πιο αναπαυτικά μπορούμε, αλλά, όπως αποδεικνύεται, οι Γερμανοί δεν τα ξεχνούν και μας τα ξεπληρώνουν. Στο σημερινό σημείωμα, όπως προανέφερα, θα αφηγηθώ ένα συμβάν των χρόνων εκείνων με το οποίο ακριβώς, όπως «εξ όνυχος τον λέοντα», αποδεικνύεται τι σόι ράτσα είναι ο Έλληνας. Είναι το περιστατικό με το αντιτορπιλικό «Αδρίας».

Έγραψε κάποιος ποιητής πως «μερικά άψυχα αντικείμενα έχουν κι αυτά ψυχή που αγγίζει την ψυχή μας» και οι στίχοι θα ήσαν «έπεα πτερόεντα ποιητική αδεία», αν δεν τους επαλήθευε ένα άψυχό πλεούμενο που απέκτησε ψυχή και ταυτίστηκε με την ψυχή του πληρώματός του.

Το «Αδρίας», λοιπόν, ήταν ένα νεότευκτο αντιτορπιλικό ναυπηγημένο στη Μεγάλη Βρετανία, που μετά την καθέλκυσή του, καθώς συνεχίζονταν ο αγώνας κατά του Άξονος, παραχωρήθηκε στο ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό από τη βρετανική κυβέρνηση για να επουλωθούν οι πληγές του από τις απώλειες που υπέστη με την εισβολή των Γερμανών. Υπενθυμίζεται ότι η Ελλάς, κρατώντας ψηλά το κεφάλι, συνέχιζε τον πόλεμο εκτός των συνόρων της και ήταν ο μοναδικός σύμμαχος της Μεγάλης Βρετανίας. Το αντιτορπιλικό, μόλις συμπλήρωσε τον εξοπλισμό του, απέπλευσε από τη βάση του Σκάπα Φλόου, κύριο ναύσταθμο των Βρετανών στη Βόρειο Θάλασσα, και συνοδεύοντας νηοπομπή κατέπλευσε μαχόμενο στο Γιβραλτάρ. Έτσι το «Αδρίας» πήρε το βάπτισμα του πυρός κυριολεκτικά μέσα στο στόμα του λύκου, διότι στη Μάγχη λυσσομανούσαν τα γερμανικά υποβρύχια, ελέγχοντας την περιοχή, στην προσπάθειά τους να κρατήσουν τη Βρετανία σε αποκλεισμό. Με ορμητήριο το Γιβραλτάρ, η δράση τού αντιτορπιλικού περιορίστηκε στην αρχή να συνοδεύει νηοπομπές μέχρι τη Μάλτα, ναυμαχώντας με τους Ιταλούς και δεχόμενο συνεχείς επιθέσεις από γερμανικά βομβαρδιστικά που αγωνίζονταν να εξουδετερώσουν τα δύο αυτά αγγλικά φρούρια-πολεμικές βάσεις και παράλληλα να ενισχύσουν τον ανεφοδιασμό του Ρόμελ, που έδρεπε νίκες στη Βόρειο Αφρική. Έτσι είχαν τα πράματα μέχρι την άνοιξη του ʼ43, που το βρετανικό ναυαρχείο διέταξε το «Αδρίας» να πλεύσει και να συνενωθεί με τον υπόλοιπο ελληνικό στόλο που ναυλοχούσε στην Αλεξάνδρεια και δρούσε στη νοτιοανατολική Μεσόγειο. Η διαταγή όριζε ότι ο πλους δεν θα ακολουθούσε τα έως τότε δρομολόγια, δηλαδή περιπλέοντας την Αφρική, αλλά θα έπλεαν κατευθείαν προς τη Μάλτα. Θα ξανάμπαιναν δηλαδή πάλι μέσα στο στόμα του λύκου, διότι η περιοχή αποτελούσε, κατά κάποιο τρόπο, κομμάτι της mare nostrum του Μουσολίνι… Πέρασε κι αυτή τη δοκιμασία το πολεμικό και κατέφθασε σώο και αβλαβές στην Αλεξάνδρεια, παρά τις επιθέσεις που δέχθηκε σε όλη τη διαδρομή του. Η μοίρα τού επιφύλαξε, λίγο καιρό αργότερα, τη μεγάλη τιμή να συνοδεύσει στην αιχμαλωσία τον παραδοθέντα ιταλικό στόλο μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας. Σαν παρένθεση, χάριν της Ιστορίας, ας εξιστορήσουμε, για όσους δεν το γνωρίζουν, το τελετουργικό της παράδοσής του. Ενώπιον ελληνικού πολεμικού σκάφους με υψωμένη μια τεράστια γαλανόλευκη, παρήλασε ο παραδοθείς ιταλικός στόλος αποδίδοντας τιμές στη σημαία μας, με τα τηλεβόλα των πολεμικών εστραμμένα προς τα κάτω, σε ένδειξη υποταγής…

Ας το πάρει κι αυτό το ποτάμι κι ας ξαναγυρίσομε στο «Αδρίας» που συνέχιζε την πολεμική του δράση στη Μεσόγειο και στις ελληνικές θάλασσες. Σε μια επιχείρηση ρουτίνας, περιπολώντας μαζί με ένα βρετανικό αντιτορπιλικό, προσέκρουσε σε νάρκη και τινάχτηκε η πλώρη του στον αέρα. Ο επικεφαλής τής μοίρας άγγλος κυβερνήτης, βλέποντας το συμβάν, νόμισε ότι το «Αδρίας» βυθίζεται, διέταξε την εγκατάλειψη του σκάφους, ενημερώνοντάς τους ταυτόχρονα πως σπεύδει να παραλάβει για να διασώσει το πλήρωμά. Δεν πρόφθασε όμως να προσεγγίσει, όταν προσκρούει και αυτός σε νάρκη και τινάζεται στον αέρα. Έτσι μένει μόνο, βαριά τραυματισμένο, ανάμεσα σε νάρκες το «Αδρίας», χωρίς να περιμένει πια βοήθεια από πουθενά. Και τότε ξυπνάει μέσα τους ο Έλληνας. Αποφασίζουν να επιστρέψουν στη βάση τους στην Αλεξάνδρεια με το μισό καράβι που απέμεινε σώο, πλέοντας χωρίς… πλώρη. Αναφέρουν σχετικά στο Ναυαρχείο και παίρνουν οδηγίες, προφανώς από… ψυχίατρο, διότι πρέπει να συμπέραναν, εκεί στα γραφεία, πως με την έκρηξη σάλεψε το λογικό των ανθρώπων και το καράβι διαθέτει μεν σωστικά μέσα, αλλά όχι και ζουρλομανδύες. Κούτσα κούτσα, και πλέοντας μονάχα τη νύχτα, προσάραξαν πρώτα σε μια τούρκικη ακτή, όπου και έκαναν μερικές βασικές επισκευές. Κατόπιν, και πάλι κούτσα κούτσα το ανάπηρο πλοίο, αντιπαλεύοντας με αναρίθμητες πολύμορφες Σκύλες και Χάρυβδες, κατέπλευσε επιτέλους μέσω Κύπρου στην Αλεξάνδρεια, όπου τους υποδέχθηκε με ζητωκραυγές και χειροκροτήματα όλος ο συμμαχικός και ελληνικός στόλος που ναυλοχούσε εκεί, για το μοναδικό κατόρθωμά τους.

Αυτή ήταν σε συντομία η μεγάλη ιστορία ενός άθλου, χρήσιμου «τα χρόνια της υπομονής» για να θυμόμαστε τι μπορούμε να πετύχουμε, όταν μέσα μας ξυπνήσει ο Έλληνας..


Σχολιάστε εδώ