Μηνύματα και ερωτήματα από το Κατάρ
Γιατί όμως δεν τελεσφόρησαν μέχρι τώρα οι πολλές προηγούμενες απόπειρες; Ένας από τους λόγους είναι, προφανώς, οι κακοί χειρισμοί και ο ανεπαρκής σχεδιασμός πολιτικής. Ο κύριος όμως λόγος, όπως δηλώνεται επισήμως από τους αξιωματούχους του Κατάρ, είναι το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να προχωρήσει σε διμερή, διακρατική συμφωνία, όπως ζητά και έχει ως πρακτική στις διεθνείς επενδύσεις του το Κατάρ. Αυτός, π.χ., ήταν ο λόγος για τον οποίο το τελευταίο αποχώρησε από τον διεθνή διαγωνισμό για το Ελληνικό.
Η αδυναμία της Ελλάδος εκπορεύεται από τον περιβόητο «ελεύθερο ανταγωνισμό», που δοξολογείται ως πρωταρχική, καταστατική αρχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο «ελεύθερος ανταγωνισμός» αναφέρεται, υποτίθεται, στις προφανείς αρχές, που αποτελούν προϋπόθεση για μια κοινή αγορά.
Με την παγκοσμιοποίηση όμως, με την οποία έχει ταυτισθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση, ο «ελεύθερος» αυτός «ανταγωνισμός» δεν περιορίζεται μόνο μεταξύ των χωρών-μελών, εντός των Ευρωπαϊκών συνόρων. Συγχέεται με τον διεθνή ανταγωνισμό, γεγονός που περιορίζει δραματικά το δικαίωμα μιας Ευρωπαϊκής χώρας να συνάπτει διακρατικές συμφωνίες ακόμη και με τρίτες χώρες.
Είναι προφανές, επίσης, ότι η φαλκίδευση του δικαιώματος αυτού δημιουργεί όρους αθέμιτου διεθνούς ανταγωνισμού, εφόσον θέτει σε μειονεκτική θέση τις Ευρωπαϊκές χώρες, έναντι των τρίτων χωρών, που δεν περιορίζονται από τις ίδιες αυστηρές δεσμεύσεις των Ευρωπαϊκών κανονισμών.
Στην περίπτωση όμως της Ελλάδος, το κώλυμα δεν είναι μόνο οι Ευρωπαϊκοί κανονισμοί. Είναι επίσης το Μνημόνιο, που συνδέεται με την υποθήκευση της δημόσιας περιουσίας και τους αυστηρούς όρους για την ιδιωτικοποίησή της.
Ανεξάρτητα από το Κατάρ, υπάρχει επίσης το θέμα των ξένων πολιτικών οριοθετήσεων σε ό,τι αφορά ειδικότερα την πώληση των Ελληνικών στρατηγικών εταιρειών ενέργειας. Η Αμερικανική πλευρά εξέφρασε ανεπιφύλακτα, με δημόσια δήλωση, ακόμη και μέσα από τους κανόνες των διεθνών διαγωνισμών, οποιασδήποτε Ελληνικής ενεργειακής εταιρείας. Επεκαλέσθη γι’ αυτό λόγους γεωπολιτικής και ενεργειακής ασφάλειας της Ευρώπης. Στο πνεύμα αυτό, άσκησε πιέσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση να στείλει μηνύματα στην Ελλάδα προς αυτήν την κατεύθυνση, όπερ και εγένετο.
Οι ΗΠΑ έχουν μεγάλο πρόβλημα και το διαλαλούν για οποιαδήποτε ανάπτυξη στρατηγικών σχέσεων μεταξύ Ελλάδος και Ρωσίας. Δεν έχουν, αντιθέτως, κανένα πρόβλημα με την ανάπτυξη τέτοιων σχέσεων με την Τουρκία, με την οποία υποβαθμίζουν συστηματικά τα προβλήματα και υποστηρίζουν αναφανδόν τη στρατηγική οικονομική συνεργασία. Το γεγονός ότι η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα στο μέσον μιας κρίσεως, που την οδηγεί, υπό την πίεση των ξένων δανειστών, στο ξεπούλημα στρατηγικών κεφαλαίων που συνδέονται με τον γεωπολιτικό της ρόλο, και με την εθνική της ασφάλεια, καθιστά άκρως επικίνδυνη την τουρκική οικονομική διείσδυση στον ελληνικό χώρο, με πρόσχημα την οικονομική συνεργασία.
Θέτει επίσης αδυσώπητα ερωτήματα σχετικά με τους λεγόμενους διεθνείς διαγωνισμούς, τη δυνατότητα διακρατικών συνεργασιών και συμφωνιών και τα βέτο, που επιχειρούν να θέσουν ΗΠΑ και Ευρωπαϊκή Ένωση σε σχέση με τη συνεργασία Ελλάδος και Ρωσίας.
Η Ελλάδα, π.χ., θα επιτρέψει, με πρόσχημα τους διεθνείς διαγωνισμούς, την αγορά από τουρκικά συμφέροντα Ελληνικών λιμανιών και αεροδρομίων; Θα παραιτηθεί από το δικαίωμά της να συνάπτει διακρατικές συμφωνίες με τρίτες χώρες, με πρόσχημα τον θεσμικό ενδοευρωπαϊκό ελεύθερο ανταγωνισμό, που έχει καταχρηστικά επεκταθεί και σ’ όλες τις τρίτες χώρες; Θα δεχθεί να έχουν άλλοι βέτο για τις ενεργειακές και άλλες σχέσεις της με τη Ρωσία, όταν δεν ίσχυσε το ίδιο, π.χ., για τον Βόρειο αγωγό φυσικού αερίου που συνδέει τη Γερμανία και άλλες Ευρωπαϊκές χώρες με τη Ρωσία; Γιατί, άλλωστε, στην περίπτωση αυτή, θεωρείται ως εφικτή η απόκλιση από τις αρχές των διεθνών διαγωνισμών και για τις άλλες περιπτώσεις προβάλλεται περίπου ως ειμαρμένη;
Η περίεργη σύμπτωση της επισκέψεως του Έλληνα πρωθυπουργού με την παρουσία του Τούρκου πρωθυπουργού στο Κατάρ, στο ίδιο ξενοδοχείο, δημιουργεί βάσιμη εντύπωση ότι η σύμπτωση δεν ήταν τυχαία. Αντιπροσωπεύει μια προσπάθεια του Κατάρ, στο πλαίσιο της ενεργού διπλωματίας που ακολουθεί το τελευταίο διάστημα στην περιοχή, να διαμεσολαβήσει μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας με Αμερικανική ενθάρρυνση.
Το δυσάρεστο στην ιστορία αυτή είναι η στενή σχέση που έχει το Κατάρ με την Τουρκία στην υπόθεση της Συρίας, αλλά και γενικότερα στην αυξανόμενη αντιπαράθεση μεταξύ Σουνιτών και Σιιτών στη Μέση Ανατολή. Είναι επίσης το γεγονός ότι το Κατάρ ενισχύει συστηματικά φιλοϊσλαμιστικά κινήματα, από την Τυνησία, τη Λιβύη και την Αίγυπτο μέχρι τη σπαρασσόμενη Συρία.
Θα έλεγε κανείς τι μας ενδιαφέρει εμάς αυτό, εφόσον η Ελλάδα δεν είναι Μουσουλμανική χώρα και δεν έχει τέτοιου είδους κινήματα. Ορίστε όμως που ο Τούρκος πρωθυπουργός άρπαξε την ευκαιρία να θέσει θέμα Μουσουλμάνων ιεροδιδασκάλων στη Θράκη και Μουσουλμανικού τεμένους στην Αθήνα. Αυτό είναι ένα προμήνυμα των προβλημάτων που μπορεί ν’ αντιμετωπίσει η χώρα, σε προοπτική, όχι πια μόνο με την Τουρκία, αλλά με όλο τον Μουσουλμανικό κόσμο, από την αθρόα εισροή και εγκατάσταση Μουσουλμάνων λαθρομεταναστών στην Ελλάδα.
Με την ίδια λογική, πρέπει ν’ αποτελεί επίσης αντικείμενο προσοχής και παρακολουθήσεως οποιαδήποτε πολιτική τουρκικής στρατηγικής οικονομικής διεισδύσεως στον ελληνικό χώρο, με ευρύτερη Ισλαμική οικονομική υποστήριξη και συνεργασία.
Τα μηνύματα από το Κατάρ θέτουν και ένα τελευταίο, αλλά καθόλου τελευταίο σε σημασία ερώτημα: Μπορεί να βασιστεί η ανάπτυξη της χώρας μόνο στις απεγνωσμένες προσπάθειες για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων; Μπορεί αυτό να είναι υποκατάστατο μιας πραγματικής εθνικής στρατηγικής; Η απάντηση, προφανώς, είναι όχι. Δεν αρκούν οποιεσδήποτε ξένες επενδύσεις για την ανάπτυξη της χώρας και την παραγωγική της ανασυγκρότηση.