Να τελειώνουμε κάποτε με το παραμύθι της συλλογικής ενοχής…

Όρους που διασφαλίζουν την πληρωμή των παλαιών και των νέων δανείων, αλλά και όρους για τη χάραξη και την άσκηση της πολιτικής στη χώρα. Τόσο σε ό,τι αφορά τη διαδικασία, όσο και ως προς το περιεχόμενο, οι αποφάσεις του ελληνικού Κοινοβουλίου σε μια σειρά από τομείς, από την άνοιξη του 2010 και εξής, πρέπει να είναι προσαρμοσμένες στη βούληση των δανειστών, προκειμένου να εγκριθούν οι δόσεις. Σύμφωνα με το πιο πρόσφατο Μνημόνιο, πέρα από την επιβεβλημένη συμβατότητα των αποφάσεων, πρέπει και οι πραγματώσεις τους -η εφαρμογή του Μνημονίου- να είναι συμβατή με τη βούληση των δανειστών. Εννοείται, αλλά τώρα είναι και γραμμένο…

Εκτός από τους οικονομικούς και πολιτικούς όρους, οι δανειστές, μέσω των δημοσιογραφικών τους εκπροσώπων, επιχείρησαν να επιβάλουν και τους ορισμούς της κρίσης. Στο κέντρο αυτών των ερμηνευτικών σεναρίων είναι όχι κάποιο κακό σύστημα ή κάποια διεφθαρμένη και τριτοκοσμική ελίτ, αλλά ένα ολόκληρο έθνος: οι Έλληνες. Αντίθετα από την Πορτογαλία, την Ιρλανδία και την Ισπανία, η μόνη χώρα για την οποία προβάλλεται από την αρχή μέχρι σήμερα μια κατ’ εξοχήν εθνοφυλετική ερμηνεία της κρίσης, είναι η Ελλάδα. Τέτοιου είδους ερμηνεία είχαμε να ακούσουμε από την εποχή του Μεσοπολέμου. Τότε το «κακό» έθνος, το έθνος που θεωρήθηκε υπεύθυνο για την κρίση, ήταν οι Εβραίοι. Ογδόντα χρόνια μετά, η λέξη «κρίση» παραπέμπει στο ελληνικό έθνος και όχι απλώς στην ηγεσία του ελληνικού κράτους.

Κωλοέλληνες, Scheib Griechen, Pleite-Griechen – οι χαρακτηρισμοί κοντεύουν να φυτρώσουν στ’ αφτιά μας. Δικός μας ο παραγωγός του πρώτου συλλογικού χαρακτήρα, Γερμανοί οι εμπνευστές των άλλων δύο. Τρία χρόνια μετά την προσφυγή της χώρας στην «τρόικα» των δανειστών, η «Bild» -η γνωστή φυλλάδα, που παρέα με το «Focus» ξεκίνησαν πρώτοι την άγρια καζούρα στους Έλληνες- δικαιώνεται πλήρως. Η «θεωρία» της «Bild», αλλά και η γλώσσα της για την κρίση και τους Έλληνες, έγιναν σαλονάτες. Τις διαβάζει πλέον κανείς σε έγκυρες και σοβαρές εφημερίδες που προορίζονται για τους πεπαιδευμένους και τις ακούει από στόματα καθωσπρέπει πολιτικών – πλην Λακεδαιμονίων. Ευτυχώς που υπάρχουν και οι τελευταίοι. Ένας από αυτούς, ο Helmut Schmidt, έζησε τον πόλεμο. Υπηρέτησε στη Βέρμαχτ, γνωρίζει από πρώτο χέρι τη φρίκη των μαζικών εκτελέσεων και ξέρει ότι η πανούκλα της εθνοφυλετικής ιδεολογίας προηγήθηκε και νομιμοποίησε τη φρίκη του Ντάχαου, του Μπιάλιστοκ, του Διστόμου, του Κομμένου, του Λίντιτσε, του Οραντούρ-σιρ-γκλαν και τόσων άλλων τόπων μαρτυρίου απ’ άκρη σ’ άκρη της Ευρώπης.

Κανείς δεν μπορεί πειστικά να αρνηθεί τις κραυγαλέες στρεβλώσεις της ελληνικής κοινωνίας πριν και μετά τη μεταπολίτευση. Όμως ούτε η μεγάλη φοροδιαφυγή των εχόντων αρχόντων, ούτε η κλοπή από το ταμείο της κοινωνικής πρόνοιας μικροποσών, που αθροιζόμενα γίνονται πολλά δισ., από περιθωριακές ομάδες με τη δήλωση ανύπαρκτων προσώπων ως δικαιούχων, ούτε οι μίζες και το πολιτικό χρήμα, ούτε το πελατειακό σύστημα και η διευρυμένη ανομία, ούτε η βραδύτητα της Δικαιοσύνης και οι κλίκες στα πανεπιστήμια δικαιολογούν εθνικούς πληθυντικούς του τύπου «είμαστε κλέφτες, ψεύτες, ανίκανοι και απατεώνες». Οι στρατηγικές προσαρμογής των ατόμων που προσπαθούν να επιβιώσουν μέσα σε ένα σύστημα που επιβραβεύει την απομάκρυνση από την έννοια της συλλογικής ευθύνης, της πίστης στο κοινό καλό, της αλληλεγγύης και της δικαιοσύνης δεν μπορούν να μεταφράζονται άκριτα σε «χαρακτήρα των Ελλήνων».

Αρκετά με τον στιγματισμό ενός ολόκληρου λαού, αρκετά με το «ξεφώνισμα» και τη διαπόμπευση των Ελλήνων. Γιατί η καταφυγή στη συλλογική ευθύνη και τη συλλογική τιμωρία δεν είναι μόνο αποκρουστικά δείγματα ανθελληνικού λόγου που παραπέμπει κατευθείαν στη φυλετική σκέψη. Είναι και πονηρός λόγος συγκάλυψης των πραγματικών υπευθύνων. Εκείνων που άφησαν την ελληνική κοινωνία στο έλεος των ορέξεων των «αγορών». Αυτών που, ενώ γνώριζαν πώς λειτουργούν οι αγορές, δεν λυπήθηκαν τους Έλληνες που κλήθηκαν να τις υποστούν. Και δεν τους λυπήθηκαν επειδή ίσως δεν μπόρεσαν ποτέ να ταυτιστούν με τον «μικρό Έλληνα», με τον «λαουτζίκο».

Οι λίστες των ελλήνων καταθετών από τις ελβετικές τράπεζες μπορεί μέχρι τώρα να μην έφεραν ούτε μισό ευρώ στο δημόσιο ταμείο. Μπορεί, ακόμη και στο μέλλον, το οικονομικό όφελος για το δημόσιο ταμείο να είναι μηδενικό. Αλλά ακόμη και έτσι, οι λίστες ήταν χρήσιμες. Για έναν και μόνο λόγο: Βοήθησαν πολλούς Έλληνες να συνειδητοποιήσουν τις διαφορές στον πλούτο και τις ιδέες ανάμεσα σε όσους συγκροτούν τους «εταίρους» της ελληνικής κοινωνίας.

Πρώτο δίδαγμα, για όσους είχαν ξεχάσει ότι η κοινωνία αυτή είναι με πρωτόγονο τρόπο ταξική και ότι η συνείδηση της «ισότητας» που προβάλλουν οι τηλεοράσεις είναι μια φενάκη. Στην Ελλάδα υπάρχουν πολύ πλούσιοι πολίτες και πολύ φτωχοί πολίτες.

Οι τελευταίοι γίνονται ολοένα και περισσότεροι. Και δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα κάθονται διαρκώς με σταυρωμένα χέρια να παρατηρούν απλώς πώς οι πλούσιοι απολαμβάνουν τα προνόμιά τους, όταν τα σχολεία και τα κανάλια δεν κουράζονται να επαναλαμβάνουν ότι όλοι οι πολίτες έχουν δικαίωμα σε μια αξιοπρεπή διαβίωση. Την οποία δεν βλέπουν για τον εαυτό τους.

Δεύτερο δίδαγμα, για τις διαφορές των ιδεών και των πρακτικών. Μία και μόνο λίστα καταθετών -φανταστείτε να τις είχαμε δει όλες, μαζί και τις συμμετοχές σε εξωχώριες εταιρείες- μπόρεσε να μας δείξει ότι ο πατριωτισμός είναι κάτι ξένο για το ελληνικό κατεστημένο. Η εγχώρια «αστική τάξη» -μάλλον η λέξη «αταξία» ταιριάζει καλύτερα σε αυτό το συνονθύλευμα- ούτε τους φόρους της φαίνεται να πληρώνει, αφήνοντας έτσι το κοινό ταμείο άδειο, ούτε τα κεφάλαια αξιοποιεί εντός της ελληνικής επικράτειας για επενδύσεις και απασχόληση. Έχουμε μια «αστική τάξη» με διεθνιστικές πρακτικές σε ό,τι αφορά τη διαχείριση του πλούτου της και κυρίως μια τάξη που δεν καταλαβαίνει την έκφραση «εθνικό συμφέρον». Ούτε ευεργέτες είναι πλέον οι πλούσιοι συμπολίτες μας ούτε πατριώτες στην καταβολή των φόρων που τους αναλογούν.

Μέσα σε ένα τέτοιο σύστημα, του οποίου την ακριβή αναπαράσταση και απεικόνιση ίσως ποτέ δεν προλάβουμε να δούμε στον σύντομο βίο μιας γενιάς, ο «λαουτζίκος» προσπαθούσε και προσπαθεί να επιβιώσει. Όχι να πλουτίσει. Ούτε να φτάσει ποτέ το επίπεδο διαβίωσης των Βορειοευρωπαίων. Αλλά να κάνει κάτι σαν αυτό που λέει ο Ρασούλης, ελπίζοντας να αρρωστήσει ο άγιος Πέτρος: «Να τη βγάλουμε και φέτος». Ένοχα, λοιπόν, και αυτά τα «όνειρα» του ανθρωπάκου: Ο αγώνας για την επιβίωση.

Διαβάζοντας τις αναφορές των γερμανικών υπηρεσιών για τα μέτρα εξιλέωσης, όπως ονόμαζαν οι ναζί τις δολοφονίες αμάχων στην Ελλάδα της Κατοχής, έχω πέσει πολλές φορές πάνω σε ένα πολύ περίεργο επιχείρημα αυτής της παιδαγωγικής του τρόμου: Υπεύθυνοι για τις σφαγές, έγραφαν οι ιδεολόγοι της Βέρμαχτ, είναι οι ίδιοι οι Έλληνες, που αντί να κάτσουν φρόνιμα ευγνωμονώντας τον Φίρερ που κατέκτησε τη χώρα χωρίς να εξοντώσει πάραυτα όλον τον πληθυσμό της, αυτοί έκαναν αντίσταση παρέα με τον «Άγγλο». Για τους Έλληνες, μάλιστα, οι συντάκτες των αναφορών επεφύλασσαν τον πολύ κολακευτικό χαρακτηρισμό «χοιρολαός» (Sauvolk) – όχι και τόσο μακριά από το νεότευκτο PIIGS, παρότι οι εμπνευστές του τελευταίου δεν είναι στρατιωτικοί διοικητές της Πελοποννήσου, αλλά διοικητές μεγάλων τραπεζών.

Ποιος θα περίμενε ότι το ίδιο στον πυρήνα του επιχείρημα θα εμφανιζόταν ξανά, με διαφορετική φόρμα τώρα, για να δηλώσει τη συλλογική ευθύνη των Ελλήνων για την κρίση και να υπογραμμίσει το καθήκον τους να υποστούν αγόγγυστα τη νέα συλλογική ποινή; Και ποιος θα περίμενε, πάλι, να δει πως οι καλύτεροι ενισχυτές του ενοχικού λόγου θα ήταν ορισμένοι έλληνες «πατριώτες» που πασχίζουν για τη σωτηρία της χώρας;

Ας λυπηθούμε τουλάχιστον τα παιδιά. Κανείς μας δεν έχει το δικαίωμα να τους στερήσει μια θετική ταύτιση με την πατρίδα τους. Η διαπόμπευση, και κυρίως η αυτοδιαπόμπευση, των Ελλήνων πρέπει να σταματήσει.


Σχολιάστε εδώ