Μια Φορά Και Έναν Καιρό
Το δημοσίευμα, που θεωρήθηκε βλάσφημο, έμπνευση κάποιων σκοτεινών κύκλων που αποσκοπούσαν να αλλαξοπιστήσουν οι Έλληνες, προκάλεσε αντιδράσεις με πύρινους φιλιππικούς και με επακόλουθο οχλοκρατικές εκδηλώσεις που καταγράφηκαν στην ιστορία ως «Ευαγγελιακά», με νεκρούς και τραυματίες.
Μόλις κατ’ ανάγκην διακόπηκε η δημοσίευση, τα πνεύματα κατά κάποιον τρόπο ηρέμησαν. Οι σκουπιδιάρηδες, ή μάλλον οι… οδοκαθαρισταί, με τη σκούπα, δηλαδή «το σάρωθρον», ανά χείρας, καθάρισαν τους αθηναϊκούς δρόμους από «λίθους, πλίνθους, κεράμους», οι νεκροί πήραν τον δρόμο τους προς το υπερπέραν, ενώ οι τραυματίες, περιβεβλημένοι επιδέσμων, περίμεναν καρτερικά το επόμενο συλλαλητήριο για να ξανασπάσει το κεφάλι τους. Ο λόγω των επεισοδίων παραιτηθείς πρωθυπουργός Θεοτόκης αισθάνθηκε να επανακάμπτει στη θέση της «η καρδιά του που πήγε στη Κούλουρη», όταν οι διαδηλωτές τον πυροβόλησαν μπροστά στο σπίτι του, οι δε πρωτοστατήσαντες φοιτητές επέστρεψαν στα αμφιθέατρα και στα μαθήματά τους, άγρυπνοι φρουροί της γλώσσας, που έπρεπε να διατηρήσει ό,τι πολυτιμότερον είχε. Έτσι η ζωή κυλούσε μέσα στην απόλυτη γαλήνη, με τους δημοτικιστές συνωμοτούντες, υπό την σκιάν της περιφρόνησης των καθαρευουσιάνων, που τους λοιδορούσαν διαδίδοντας ότι τον Ιπποκράτη τον θέλουν «Αλογοβάστα», τα Ηνωμένα Βουστάσια «Ενωμένα Γελαδαριά», τον Ίππαρχο «Αλόγαρχο» και άλλα παρόμοια. Αβάστακτη και αφύσικη ήταν η ηρεμία που επικρατούσε στην Ελλάδα. Ούτε ένα κίνημα να μην έχει εκδηλωθεί ολόκληρο χρόνο, ούτε σκάνδαλο ακούστηκε, ούτε καν ένα σοβαρό έγκλημα, να το πάρουν οι εφημερίδες να το κάνουν ανάγνωσμα. Νέκρα βασίλευε σε ολόκληρη τη χώρα, μια νέκρα που οι ξένοι μελετητές άρχισαν να την εξετάζουν ως φαινόμενο και να διερωτώνται μπας και μπαστάρδεψε η φυλή των Ελλήνων. Η μπουνάτσα φαίνεται πως ανησύχησε τους αρμοδίους και άρχισαν να ψάχνουν να βρουν τρόπο που θ’ ανάψουν τα αίματα. Και τον βρήκαν, επιστρατεύοντας τον Αισχύλο. Σκέφτηκαν πως αφού ξεσηκώθηκε ολόκληρη η Ελλάδα με τη μετάφραση του Ευαγγελίου στη δημοτική, αν βάλουμε χέρι και στους αρχαίους, «θα γίνει το σώσε». Και οι πέτρες θα επαναστατήσουν… Έτσι θα έχομε και το πρόσθετο κέρδος να αποδείξουμε «τη συνέχεια του Έθνους», που αντιμετωπίζει με την ίδια οργή τόσο την ύβρη κατά της αρχαιότητας όσο και κατά του χριστιανισμού. Άμ’ έπος άμ’ έργον, λοιπόν.
Εις το Πανεπιστήμιο Αθηνών «τω καιρώ εκείνω», μεταξύ των γλωσσολόγων καθηγητών εδίδασκε και ο Γ. Σωτηριάδης, ανήκων εις τον κύκλον των ανένδοτων υποστηρικτών της καθαρεύουσας, που αποκαλούνταν «γλωσσαμύντορες». Παρά ταύτα, κάθισε και μετέφρασε την τριλογία του Αισχύλου «Ορέστεια» σε απλούστερη γλώσσα. Αυτό θεωρήθηκε βεβήλωση του κειμένου, ο μεταφραστής χαρακτηρίστηκε, όπως θα λέγαμε σήμερα, «κωλοτούμπας», αλλά το θέμα παρέμενε σε επίπεδο επιστημονικών διαξιφισμών, «το κατά πόσον επιτρέπεται να επεμβαίνομε στους αρχαίους συγγραφείς ή αν πρέπει να παραμένουν εσαεί γλωσσικά αναλλοίωτοι». Πέραν της επιστημονικής, υπήρχε και άλλη έποψις, διαδεδομένη και υποδαυλισμένη από τις εφημερίδες, ότι με τη «μαλλιαρή» αποβλέπουν βάρβαροι εχθροί στον αφελληνισμό της χώρας. Έτσι δύο μόλις χρόνια από τα Ευαγγελιακά, νέα «βόμβα» τάραξε την κάλμα της πρωτεύουσας. Το Βασιλικό Θέατρο θα «ανέβαζε» την Ορέστεια του Αισχύλου σε μετάφραση Σωτηριάδη. Η είδηση πέρασε στην αρχή απαρατήρητη, αλλά συντομότατα οι μερακλήδες άρχισαν να ρίχνουν λάδι στη φωτιά. Ξύπνησαν τους φοιτητές τα τεκταινόμενα, και έφριξαν. Μίλησαν αρχικά για την ασέβεια της Πολιτείας, που αποτόλμησε να παρουσιάσει από κρατικής σκηνής μεταφρασμένο τον Αισχύλο. Σύντομα αναβάθμισαν τη λέξη «ασέβεια» σε «ανοσιούργημα», για να καταλήξει στον χαρακτηρισμό «σκύλευση». Και ενώ οι θεατρόφιλοι αδιαφορούσαν και γέμιζαν το θέατρο, χειροκροτώντας με ενθουσιασμό την παράσταση, η οργή εξαπλωνόταν και οι υπερασπισταί της τιμής του Αισχύλου άρχισαν να δημιουργούν μικροεπεισόδια. Έσκιζαν τοιχοκολλημένες αφίσες του θεάτρου και αντιμετώπιζαν με αποδοκιμασίες τους προσερχόμενους στο Βασιλικό, αποκαλώντας τους πληρωμένους από τους Σλάβους για να εξαφανιστεί η γλώσσα μας. Καταφθάνανε τα λαντό με κομψές κυρίες, με τις καπελαδούρες, τα χρυσαφικά, τα φασαμέν, τα «lorgnon» και τα ωραία τους, συνοδευόμενες από λεπτεπίλεπτους «σικ» κυρίους, με ημίψηλα, βελάδες και μονόκλ, και αντικρίζανε οργίλες φάτσες, που τους κοίταγαν σαν να λέγανε: «Ου, να μου χαθείτε, σιχάματα…»
Δεν πέρασαν πολλές ημέρες από την πρεμιέρα της τριλογίας, όταν ο μαχητικός καθηγητής Μιστριώτης, με διάλεξη-ομιλία του στο πανεπιστήμιο, κατακεραύνωσε εκείνους που επιδεικνύουν περιφρόνηση στους προγόνους μας και με ύποπτους τρόπους υπονομεύουν τη γλώσσα μας. Φούντωσαν οι φοιτητές, πήραν αμπάριζα οι εφημερίδες και με καυστικά σχόλια καλλιεργούσαν αντιστασιακή ατμόσφαιρα, έως το απόγευμα της 16ης Νοεμβρίου, οπότε το καζάνι που έβραζε έσκασε. Από το καφενείο «Γαμβέτα», μόνιμο στέκι των φοιτητών, θερμοκήπιο επαναστατικών ιδεών και πρωταθλημάτων πρέφας, ξεπετάχτηκαν μερικοί ρήτορες και άρχισαν να ξεσπαθώνουν κατά πάσης αρχής και εξουσίας. Πρώτος και καλύτερος στόχος, ο βασιλεύς Γεώργιος Α’, που «βρήκε την ώρα ν’ απουσιάζει στο εξωτερικό, αντί, ως όφειλε, «ιππεύων το λευκόν του άτι, με το τιμωρόν ξίφος ανά χείρας, να επελάσει κατά του θεάτρου, να συλλάβει τους συνωμότας και να τους κρεμάσει εις την Πλατείαν Συντάγματος…». Σύντομα ο λόγος μετατράπηκε σε έργο. Οι φοιτητές άφησαν τις τράπουλες και ξεχύθηκαν στους δρόμους σχηματίζοντας ένα μαχητικό συλλαλητήριο. Σύμφωνα με τους χρονικογράφους της εποχής, τόσο ήταν το μένος και η ορμή των διαδηλωτών, που ανέτρεπαν ό,τι συναντούσαν στο δρόμο τους. Εμπόδιο στην ορμητικότητά τους δεν στάθηκε ούτε μια κηδεία που βρέθηκε, σαν… οδόφραγμα, εμπρός τους. Ως γνωστόν, τα χρόνια εκείνα όπως συμβαίνει σε μερικά χωριά μέχρι και σήμερα- οι πεθαμένοι, αφού διανυκτέρευαν στα σπίτια τους, όπου τους «διάβαζαν», την επομένη μεταφέρονταν στην τελευταία τους κατοικία «στα χέρια», με ξεσκέπαστη την κάσα και ακολουθούσαν ποδαράτοι, βουτηγμένοι στα μαύρα, οι οικείοι. Κάπως έτσι πρέπει να προέκυψε το πολεμικό εκείνο απόγευμα η συνάντηση διαδηλωτών και πένθιμης πομπής. Καθώς ούτε το πλήθος ανέκοψε την πορεία του, ούτε ο παπάς με το θυμιατήρι στο χέρι τη δική του, ίσως ακόμη να αισθάνθηκαν οι καρκαλέτσοι πως συμμετέχουν στο συλλαλητήριο, να πρέσβευαν δε οι βαρυπενθούντες πως ο σεβασμός στον «άνθρωπό τους» ήταν υπέρτερος του σεβασμού στην… «καθαρεύουσα», ήρθαν στα χέρια. Ο πεθαμένος κυλίστηκε στο χώμα, ποδοπατήθηκε και είναι θαύμα πως δεν αυξήθηκε επί τόπου ο αριθμός των τεθλιμμένων συγγενών διά της προσθήκης φρέσκων νεκρών. Μετά το ασήμαντο και χαριτωμένο αυτό περιστατικό, η οχλαγωγία συνεχίστηκε και στο τέλος επενέβη ο στρατός, ο οποίος, ως γνωστόν, δεν αφήνει το τουφέκι για να πάρει πέτρα, αλλά πυροβολεί στο ψαχνό. Απολογισμός: Ένας νεκρός και πολλοί τραυματίες, στα επεισόδια που καταχωρίσθηκαν στην Ιστορία ως «Ορεστειακά»
Τελικά η τριλογία κατέβηκε και τη διαδέχθηκε στη σκηνή του Βασιλικού έργο «γαλλικού βουλεβάρτου». Καταφθάνανε οι κυρίες με τις καπελαδούρες, τα χρυσαφικά, τα «lorgnon» και τα ωραία τους, παρακολουθούσαν κοκκινίζοντας τη παράσταση και χειροκροτούσαν όταν έπεφτε η αυλαία, μακαρίζοντας τις ηρωίδες του έργου, αναλογιζόμενες τι θα έκαναν αν ήταν εκείνες στη θέση τους…