Παραγραφή; Ποια παραγραφή!
Και ετίθετο το θέμα αυτό μολονότι ούτε το γράμμα ούτε πολύ περισσότερο το πνεύμα της διατάξεως του άρθρου 86 του Συντάγματος οδηγεί στο πιο πάνω συμπέρασμα. Αυτά δε ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι και εάν υπήρχε και η ελαχίστη έστω πιθανότητα να έχουν παραγραφεί τα υπό του πρώην υπουργού φερόμενα ως τελεσθέντα εγκλήματα, θα έπρεπε να αναζητείται τρόπος διαφυγής από τη «μέγγενη» του άρθρου 86 του Συντάγματος, ώστε τελικώς να μετουσιώνεται σε πράξη η συνταγματική αρχή του Κράτους Δικαίου.
Αυτό άλλωστε θα έπρεπε να επιδιώκεται ακόμη περισσότερο, αν ληφθεί υπʼ όψιν ότι η περί παραγραφής των εγκλημάτων των υπουργών, λόγω παρόδου δύο τακτικών συνόδων, διάταξη, όμοια της οποίας δεν υπάρχει σε κάποιο κράτος της ΕΕ, περιελήφθη στο άρθρο 86 του Συντάγματος το πρώτον κατά την αναθεώρηση του 2001, ότι κατά την ως άνω αναθεώρηση δεν μεταφέρθηκε η πολύ πρόσφατη και σαφής αλλά δυσμενέστερη για τους υπουργούς διάταξη του Ν. 2509/1997 περί ευθύνης υπουργών, ψηφισθέντος επί κυβερνήσεως του ιδίου κόμματος (ΠΑΣΟΚ) και υπουργού Δικαιοσύνης Ευάγγ. Γιαννόπουλου, που προέβλεπε για την παραγραφή πάροδο πέντε (5) ετών μετά το τέλος της βουλευτικής περιόδου που τελέστηκαν τα αδικήματα, αλλά εκείνη του δικτατορικού Ν.Δ. 802/71 που το 1975 είχε χαρακτηριστεί από σύσσωμη την τότε αντιπολίτευση ως επαίσχυντη, με την προσθήκη απλώς μιας ακόμη βουλευτικής συνόδου, και ότι διʼ αυτού επεδιώκετο κατʼ ουσίαν, λόγω του βραχύτατου χρόνου παραγραφής, το ακαταδίωκτο των υπουργών με συνταγματική πλέον διάταξη, (να έχει τούτο άραγε σχέση με τα τελεσθέντα κατά την εποχή εκείνη από πολιτικά πρόσωπα εγκλήματα που έρχονται στο φως εσχάτως;) ώστε να είναι δυσχερής η προσβολή της.
II. Ορίζεται λοιπόν με το άρθρο 86 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος ότι μόνον η Βουλή έχει αρμοδιότητα να ασκεί δίωξη κατά υπουργών και υφυπουργών για τα αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και ότι την αρμοδιότητά της αυτή η Βουλή μπορεί να την ασκήσει μέχρι το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση του αδικήματος. Εν όψει συνεπώς αφενός του γεγονότος ότι η εκ των εκλογών της 17ης Μαΐου 2012 προκύψασα Βουλή είχε διάρκεια τριών ημερών και αφετέρου των ως άνω διαλαμβανομένων στο άρθρο 86 του Συντάγματος, προκύπτει αβιάστως ότι ουδέ επ’ ελάχιστον δύναται να τεθεί ζήτημα παραγραφής των υπό του πρώην υπουργού Γ. Παπακωνσταντίνου τελεσθέντων εγκλημάτων. Και τούτο διότι:
Α. 1. Ο θεσμός της παραγραφής έχει θεσπισθεί με βάση κάποιους δικαιολογητικούς λόγους (κίνδυνος εκδόσεως πεπλανημένων δικαστικών αποφάσεων λόγω της εκ της παρόδου του χρόνου επερχόμενης αλλοιώσεως ή εξαφανίσεως του αποδεικτικού υλικού, εξασθένηση των σκοπών της ποινής κ.λπ.) και δεν αποτελεί χαριστική πράξη του δικαίου και της εννόμου τάξεως προς τον δράστη εγκληματικών πράξεων. Σε σχέση εξάλλου προς την υπό του άρθρου 86 του Συντάγματος καθιερούμενη συντομότατη ειδική παραγραφή των υπό των υπουργών τελουμένων εγκλημάτων, ως δικαιολογητικός λόγος προβάλλεται ότι «τα πολιτικά πρόσωπα δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζουν για πολλά χρόνια το φάσμα μιας ποινικής δίκης με όλα τα αρνητικά γι’ αυτούς συνακόλουθα», ότι «συντελεί στην προστασία των κοινοβουλευτικών θεσμών και την εξύψωση του κοινοβουλευτισμού» (πρακτικά Ολομ. Επιτροπής 1975 σελ. 191, 221, 238) και ότι «αυτό συμφέρει τη Δημοκρατία (!), το Κοινοβούλιο (!) και τον υπουργό (!)» (άνω πρακτικά, σελ. 243). Είναι προφανές ότι ο δικαιολογητικός αυτός λόγος είναι αφενός άσχετος με τους λόγους στους οποίους στηρίζεται ο θεσμός της παραγραφής του ποινικού δικαίου και αφετέρου ανεπαρκής για να στηρίξει την ιδιαίτερη αυτή μεταχείριση των υπουργών έναντι των απλών πολιτών.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο από το έτος 1985 υποστηρίζω ότι ο χρόνος παραγραφής των υπό των υπουργών τελεσθέντων εγκλημάτων θα πρέπει να είναι ο ίδιος με εκείνον που ισχύει για τους απλούς πολίτες και ότι οι διατάξεις του ΝΔ 802/1971 και στη συνέχεια του Ν 2509/1997 που καθιέρωναν συντομότατο χρόνο παραγραφής ήταν ανίσχυρες ως ερχόμενες σε αντίθεση με το άρθρο 4 του Συντάγματος (αρχή της ισότητας) και την αρχή του Κράτους Δικαίου.
2. Η παραγραφή προϋποθέτει πάντοτε την πάροδο κάποιου χρονικού διαστήματος, το οποίο πάντοτε, αμέσως ή εμμέσως, ορίζεται ημερολογιακώς (άρθρο 111, παρ. 5 ΠΚ). Παραγραφή χωρίς πάροδο κάποιου χρόνου που ορίζει ο νόμος ούτε νοητή είναι ούτε επιτρεπτή, αλλά και ούτε συμβατή προς την έννοια του θεσμού της παραγραφής.
3. Από τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 86 του Συντάγματος, όπως είναι πρόδηλο, ο χρόνος παραγραφής δεν ορίζεται αμέσως ημερολογιακά. Ορίζεται με βάση τη χρονική διάρκεια δύο τακτικών συνόδων της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση των εγκλημάτων. Η χρονική αυτή διάρκεια μπορεί να προσδιορισθεί με βάση τα άρθρα 64 και 40 του Συντάγματος, από τον συνδυασμό των οποίων προκύπτει ότι οι δύο τακτικές σύνοδοι έχουν διάρκεια κατ’ ελάχιστο όριο 18 μήνες. Αυτό άλλωστε προκύπτει και από τις αγορεύσεις βουλευτών ενώπιον της επιτροπής αναθεωρήσεως του Συντάγματος το έτος 2000, οι οποίοι μάλιστα έλεγαν ότι ο χρόνος των δύο τακτικών συνόδων, διαρκείας περίπου δύο (2) ετών, είναι βραχύς, λόγος για τον οποίο ζητούσαν την επιμήκυνσή του (Πρακτικά, σελ. 609, 611 και 612).
4. Από τη διάταξη του άρθρου 64 παρ. 3 του
Συντάγματος προκύπτει ότι η διάρκεια της τακτικής συνόδου δεν μπορεί να είναι συντομότερη από πέντε μήνες. Εκ τούτου παρέπεται ότι αν κλείσει η Βουλή για οποιονδήποτε λόγο, πριν συμπληρωθεί χρόνος μιας τακτικής συνόδου τουλάχιστον πέντε (5) μηνών, δεν έχει συμπληρωθεί ούτε η πρώτη από τις δύο τακτικές συνόδους, η πάροδος των οποίων απαιτείται, για την παραγραφή της αρμοδιότητας της Βουλής να ασκήσει δίωξη κατά υπουργού και εντεύθεν την παραγραφή των υπό των υπουργών τελεσθέντων εγκλημάτων.
5. Εκ των σε σχέση προς την παραγραφή διαλαμβανομένων στο άρθρο 86 του Συντάγματος βαρύτητα έχει ο χρόνος που καλύπτει η πάροδος των δύο τακτικών συνόδων και όχι οι λέξεις «της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση του αδικήματος». Τα τελευταία ανεγράφησαν στο άρθρο 86 με αφετηρία και βάση το γεγονός ότι in abstracto εκάστη βουλευτική περίοδος διαρκεί τέσσερα (4) έτη και περιλαμβάνει τέσσερις (4) τακτικές συνόδους και ότι οι βουλευτές εκλέγονται για τέσσερα (4) έτη (άρθρο 53 του Συντάγματος).
6. Για να θεωρηθούν παραγεγραμμένα κατά τη διάταξη του άρθρου 86 του Συντάγματος, και εφόσον ήθελε ως προς το σημείο τούτο θεωρηθεί ισχυρή, τα υπό υπουργού τελεσθέντα εγκλήματα κατά την άσκηση των καθηκόντων του, θα πρέπει μετά τη βουλευτική περίοδο κατά την οποία ο υπουργός τέλεσε τα εγκλήματα και τη διενέργεια εκλογών να συγκροτηθεί σε σώμα η νέα Βουλή, να αρχίσει να λειτουργεί ώστε να υφίσταται η δυνατότητα καταθέσεως «προτάσεως κατηγορίας» από 30 βουλευτές και να συμπληρωθεί χρονικό διάστημα οπωσδήποτε δύο τακτικών συνόδων, που κατ’ ελάχιστο όριο θα είναι 18 μήνες, μέσα στο οποίο να μην κατατεθεί «πρόταση κατηγορίας».
Είναι αδιανόητο και αντίθετο προς τη λογική, τη συνταγματική τάξη, την αρχή του Κράτους Δικαίου και το περιεχόμενο του θεσμού της παραγραφής να τίθεται θέμα παραγραφής των εγκλημάτων που τέλεσε ένας υπουργός, και άρα ατιμωρησίας, όχι μόνο χωρίς να συμπληρωθούν δύο τακτικές σύνοδοι, αλλά και χωρίς να λειτουργήσει πραγματικά και ουσιαστικά η Βουλή, ώστε να παρασχεθεί η δυνατότητα καταθέσεως της προτάσεως κατηγορίας. Και είναι αδιανόητο, αντίθετο προς τη λογική και την ύπαρξη και λειτουργία του ίδιου του Συντάγματος να στόχευε τούτο στη συγκάλυψη και ατιμωρησία των υπουργών.
7. Εάν δεν δοθεί στη διάταξη του άρθρου 86 η πιο πάνω ερμηνεία, αλλά ακολουθηθεί η θέση ότι τα υπό των υπουργών τελούμενα εγκλήματα παραγράφονται με τη διάλυση της Βουλής που έπεται εκείνης κατά την οποία αυτά τελέσθηκαν, έστω και αν η λειτουργία της διήρκεσε ολίγες ημέρες, τότε θα ευρισκόμεθα προ σκανδαλώδους ευνοίας υπέρ των υπουργών έναντι των απλών πολιτών, καθόσον π.χ., κακουργήματα που τελέσθηκαν στο τέλος μιας βουλευτικής περιόδου θα παραγράφονταν στη συνέχεια μετά πάροδο ολίγων ημερών, όταν για τους απλούς πολίτες όμοια εγκλήματα παραγράφονται μετά πάροδο 20 ή, στην καλύτερη περίπτωση, 15 ετών. Έτσι όμως η διάταξη του άρθρου 86, ως προς το θέμα της παραγραφής, δεν θα ήταν απλώς προβληματική, ως ερχόμενη σε αντίθεση προς άλλες θεμελιώδεις συνταγματικές διατάξεις και συνταγματικές αρχές, όπως αυτή της ισότητας του άρθρου 4 του Συντάγματος και της αρχής του κράτους δικαίου, αλλά σκανδαλώδης ως οδηγούσα σε ατιμωρησία και θα έπρεπε να αναζητηθεί τρόπος να κηρυχθεί οπωσδήποτε ανίσχυρη με την προσφυγή κυρίως σε θεμελιώδεις προσυνταγματικές αρχές. Αλήθεια, τι θα γινόταν εάν μία διεφθαρμένη κοινοβουλευτική πλειοψηφία σε μία αναθεώρηση όριζε με διάταξη ότι οι υπουργοί δεν έχουν ποινικές ευθύνες; Θα ήταν ισχυρή μια τέτοια διάταξη; Και πόσο απέχει αυτό από το να θεσπίζεται παραγραφή εγκλημάτων μετά πάροδο π.χ. μηνός ή ολίγων μηνών;
Β. Ανεξαρτήτως και πέραν όμως των ανωτέρω, υπάρχει και άλλος λόγος που οδηγεί στη θέση ότι δεν δύναται να τεθεί θέμα παραγραφής, τουλάχιστον για τα εγκλήματα (κακουργήματα ή πλημμελήματα) της νοθεύσεως και υπεξαγωγής εγγράφου (νοθεύσεως και υπεξαγωγής της λίστας), και αυτός είναι ότι τα πιο πάνω εγκλήματα δεν έχουν τελεσθεί υπό του πρώην υπουργού Γ. Παπακωνσταντίνου, κατά την άσκηση των καθηκόντων του ως υπουργού. Τα καθήκοντα του Γ. Παπακωνσταντίνου ως υπουργού Οικονομικών, όταν παρέλαβε τη λίστα, ήταν να διακριβώσει διά των αρμοδίων οργάνων (ΣΔΟΕ κ.λπ.) εάν τα ποσά των καταθέσεων που αναφέρονταν στη λίστα έχουν νόμιμη προέλευση και ανταποκρίνονται στις φορολογικές δηλώσεις των αναφερομένων στη λίστα προσώπων ή αποτελούν εισοδήματα παρανόμως κτηθέντα και μη φορολογηθέντα, στην τελευταία δε περίπτωση να καλέσει τους αναγραφόμενους στη λίστα να καταβάλουν τους νόμιμους φόρους.
Αυτό όμως το καθήκον το παρέλειψε, λόγος για τον οποίο επήλθε ζημία στο Δημόσιο και συνεπώς ετέλεσε το έγκλημα της κακουργηματικής απιστίας σε βάρος του Δημοσίου ή επικουρικώς αυτό της παραβάσεως καθήκοντος, συντρέχοντος φυσικά και του δόλου.
Η νόθευση όμως και η υπεξαγωγή της λίστας είναι εγκλήματα που δεν συνάπτονται με την άσκηση των υπουργικών καθηκόντων του και είναι άσχετα με αυτά, τελέσθηκαν δε από αυτόν με στόχο την παροχή βοηθείας σε συγγενικά του πρόσωπα. Ως εκ τούτου, τα εγκλήματα αυτά δεν εμπίπτουν στην κατ’ άρθρ. 86 Συντ. και του Ν. 3126/2003 ειδική δικαιοδοσία της Βουλής και του ειδικού δικαστηρίου, αλλά υπάγονται στη συνήθη δικαιοδοσία των κοινών ποινικών δικαστηρίων. Εκ τούτου παρέπεται ότι σε σχέση προς τα εγκλήματα αυτά θα εφαρμοσθούν οι περί παραγραφής διατάξεις του κοινού ποινικού δικαίου και συνεπώς θέμα παραγραφής, σε σχέση προς τα εγκλήματα αυτά, δεν δύναται να τεθεί.
Γ. Δεν γνωρίζω εάν αυτοί οι οποίοι κάνουν λόγο για παραγραφή των εγκλημάτων που φέρεται να έχει τελέσει ο πρώην υπουργός Οικονομικών (να είναι άραγε οι ίδιοι με εκείνους που το 2008 έλεγαν και έγραφαν ότι η βραχύτατη για τους υπουργούς παραγραφή θα πρέπει να ισχύσει και για τους ιδιώτες συμμέτοχους στις πράξεις των υπουργών, contra στην προσπάθεια του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να πείσει για το αντίθετο την ολομέλεια του ΑΠ ενώπιον της οποίας συζητήθηκε υπόθεση σχετική με το ανεξιλέωτο έγκλημα του χρηματιστηρίου, προσπάθεια η οποία και τελικώς ευοδώθηκε), απεύχονται τούτο ή στην πραγματικότητα εύχονται και αγωνίζονται γι’ αυτό.
Είτε όμως συμβαίνει το πρώτο είτε το δεύτερο, θεωρώ βέβαιο ότι όταν φθάσει η ώρα των δικαστών, θα δεχθούν ότι τα εγκλήματα του πρώην υπουργού δεν έχουν παραγραφεί. Έτσι θα δικαιώσουν τις προσδοκίες και τις ελπίδες του ελληνικού λαού, που τόσο δοκιμάζεται τα τελευταία χρόνια και έχει την αξίωση να λογοδοτήσουν όλοι εκείνοι, πολιτικοί ή μη, που με πράξεις ή παραλείψεις «ασέλγησαν» οικονομικά σε βάρος του και σε βάρος του έθνους, και να μην οχυρώνονται πίσω από πλασματικές παραγραφές.