Μια Φορά Και Έναν Καιρό

Κάθισαν αμίλητοι αφού ανταλλάξανε μεταξύ τους χειραψίες, μια και τις ευχές και ό,τι άλλο είχανε να πούνε το λέγανε αυτές τις μέρες τηλεφωνικά, με αποτέλεσμα να βουίζουν συνέχεια τα τηλέφωνά τους και να βλαστημάνε… ολοψύχως όσοι τους καλούσαν. Παρήγγειλαν τσάι αντί καφέ για να ζεσταθεί το κοκαλάκι τους και κοίταξαν ερωτηματικά τον καφετζή, μπας και τους πει κανένα νέο της γειτονιάς. Στα συν του καταστήματος ήταν πως πλούτιζαν τις γνώσεις τους πληροφορούμενοι από τον Χρήστο με λεπτομέρειες τα συμβαίνοντα στην περιοχή, που τα μάθαινε από «πρώτο χέρι» καθώς πήγαινε με τον δίσκο καφέδες στα μαγαζιά. Σαν το μερμήγκι, συνέλεγε κάθε λογής κουτσομπολιά, τα οποία, αφού τα αλάτιζε δεόντως, έκανε βούκινο στα πέριξ. Τελευταίως, καθώς έπεσε πολύ «λουκέτο», στέρεψαν οι πηγές του φυσικά και το μόνο που άκουγε ήταν βλαστήμιες και βρισιές για το Μνημόνιο… Έτσι, νιώθοντας μειωμένος επειδή δεν υπήρχε τίποτα νεότερο, ούτε καν κακοήθειες, ανασήκωσε τους ώμους και είπε με έκφραση απόλυτης αηδίας: «Ξεραΐλα, κύριοι… Σιτζιμούσι!».

Κοίταγαν λοιπόν τον δρόμο αμίλητοι και, καθώς η σιωπή παρατεινόταν, μπροστά στον κίνδυνο να το διαλύσουνε νωρίς νωρίς, ο Γιώργος το ‘ριξε στη φιλοσοφία και άρχισε να μονολογεί: «Υπάρχει, που λες, μια τσουλήθρα απαράλλαχτη μ’ αυτές της παιδικής χαράς, μονάχα που είναι λιγάκι μεγαλύτερη. Εκείνο στο οποίο βασικά διαφέρει είναι το μήκος προς τα κάτω, που κανένας δεν ξέρει πόσο μακρύ είναι ούτε μέχρι πού φτάνει, καθώς χάνεται μέσα στο στόμιο ενός σκοτεινού βάραθρου, που πολλοί έσκυψαν να δούνε το τέρμα του, αλλά τελικά κατάπιε κι αυτούς. Πάνω στο πλατύσκαλο στην κορυφή της περίεργης αυτής τσουλήθρας ανεβαίνει λίγα δέκατα του δευτερολέπτου πριν από τα μεσάνυχτα εκάστης 31ης Δεκεμβρίου ο γερο-Χρόνος και, χωρίς να κοιτάξει τι αφήνει ξοπίσω του, παίρνει την κατάλληλη θέση με ελαφρύ σκύψιμο και προβολή των ευτραφών του… οπισθίων, συγχρόνως δε ένα πανίσχυρο πόδι, σαν βλάχου ποδοσφαιριστή άρτι αφιχθέντος από το… Καϊμακτσαλάν, του τραβάει ένα ξεγυρισμένο σουτ, εξαποστέλλοντάς τον στα Τάρταρα με συνοδεία ένα βροντερό «άι σιχτίρ»… Η αιώνια αυτή ιστορία επαναλήφθηκε πάλιν και φέτος με ακρίβεια. Ένας κακός χρόνος πήρε τον δρόμο προς τον αγύριστο και διάβηκε το κατώφλι ο καινούργιος. Ένας καινούργιος ολόφτυστος με τέρας της Αποκαλύψεως, δείχνοντάς μας τα κοφτερά του δόντια…».

Διέκοψε τον μονόλογο προς στιγμήν προσπαθώντας να διαγνώσει τις εντυπώσεις της παρέας του και ετοιμάστηκε να αρχίσει να αραδιάζει προβλέψεις και προφητείες για τις πληγές του Φαραώ που μας περιμένουν στο εγγύς μέλλον, αλλά ο Χαράλαμπος του έκοψε τον βήχα: «Σταμάτα πια, γρουσουζλαμά, χρονιάρες μέρες. Για ποιο μέλλον μάς τσαμπουνάς; Με το ένα πόδι στον τάφο είμαστε όλοι μας. Βούλωσ’ το πια επιτέλους». Κι ενώ ο Κωστάκης έφτυνε τον κόρφο του στο άκουσμα της λέξης «τάφος», ο Γιώργος μαζεύτηκε ελαφρά τσατισμένος. Τότε παρενέβη στην κουβέντα ο Γιάννης, ο συνταξιούχος κτηματομεσίτης, λέγοντας πως, όσα φαρμάκια κι αν μας πότισε ο Χρόνος, φεύγοντας μας αφήνει τουλάχιστον κληρονομιά μερικά γεγονότα που μας σημάδεψαν στο διάβα του, που αποκαλούνται «αναμνήσεις». Φωλιάζουν στα βάθη της μνήμης και ο καιρός που περνά τα εξωραΐζει. Και έρχεται ώρα που με κάτι τυχαίο ανακαλούνται στην επιφάνεια. Είναι η στιγμή όπου θυμάσαι, αναπολείς και μελαγχολείς. Ψιθυρίζεις στον… εαυτό σου: «Τι ωραία που ήτανε τότε…» και, αν ήταν μάλιστα δυνατόν, θα έδινες το παν για να τα ξαναζήσεις πάλι για λίγο…

Ο Κωστάκης, όπως πάντα, συμφώνησε και άρχισε να διηγείται μια ιστορία ξεχασμένη από χρόνια, που του τη θύμισε ένα πράγματι τυχαίο συμβάν: «Μια μέρα ακούσαμε έναν περίεργο θόρυβο στο πατάρι του σπιτιού. Φοβηθήκαμε μπας φώλιασε κανένας ποντίκαρος κι είπαμε να το ξεσαβουρώσουμε. Ανάμεσα στα τόσα άχρηστα που φυλάγαμε ήταν παραπεταμένο κι ένα μεταλλικό κουτί από σοκολατάκια ΙΡΙΣ. Συγκινήθηκα φυσικά όταν το είδα, γιατί θυμήθηκα πώς γιορτάζονταν οι ονομαστικές εορτές τα χρόνια εκείνα. Κάποιος, φαίνεται, από τους επισκέπτες που καταφθάνανε για να ευχηθούνε με το σχετικό πακέτο στο χέρι έφερε σοκολατάκια. Καθώς το κουτί τους ήταν τσίγκινο, κρίθηκε χρήσιμο και δεν πετάχτηκε. Το άνοιξα. Ήταν γεμάτο βελόνες, κλωστές, κόπιτσες και διάφορα άλλα ραπτικά. Εκείνο που με ταρακούνησε ήταν που υπήρχε ανάμεσά τους ένα Καλμόλ, φυλαγμένο προφανώς «για ώρα ανάγκης». Το θυμάστε βέβαια το Καλμόλ, το παυσίπονο στο πράσινο κουτάκι με τα δύο δισκία που θεράπευε τους πόνους στο λεπτό». Ο Γιάννης τον διόρθωσε. «Δεν ήταν δισκία», είπε. «Ήταν κάψουλες σαν τις «όστιες της μετάληψης των καθολικών». Βάζοντάς τες στο στόμα, η ζύμη της κάψουλας μαλάκωνε με το σάλιο κι έτσι γίνονταν τα χάπια ευκολοκατάπιοτα…». Ο Κωστάκης δεν έδωσε σημασία στη διόρθωση, καθώς μιλούσε σαν ονειροπαρμένος, και συνέχισε: «Το Καλμόλ επιβλήθηκε στο κοινό επειδή ήτανε εύληπτο, δραστικό και σε απλή συσκευασία, αλλά κυρίως επειδή, κοντά στα λιγοστά φαρμακεία εκείνης της εποχής, το έβρισκες στα περίπτερα, στα ψιλικατζίδικα, μέχρι και σε μερικά απόμερα μπακάλικα. Με δυο λόγια, το έβρισκες παντού. Νομίζω πως το κατασκεύαζε η φαρμακοβιομηχανία FAREL, η οποία το προωθούσε με συνεχείς διαφημίσεις. Εν πάση περιπτώσει, θυμάμαι ένα απόγευμα που κατηφορίζοντας προς τα Χαυτεία με έπιασε ένας τρομερός πονοκέφαλος. Σταμάτησα στο πρώτο περίπτερο που συνάντησα στην Πανεπιστημίου. Αντί όμως τον συνηθισμένο βλοσυρό περιπτερά, αντίκρισα μια χαμογελαστή κοπελούδα. Ήταν ιδιαίτερα ελκυστική, με παιχνιδιάρικο ύφος και μάτια που κάρφωναν. Κεραυνοβολημένος από τη γοητεία της, εζήτησα ένα Καλμόλ. Μου το έδωσε λέγοντάς μου «περαστικά». Έμεινα ακούνητος γιατί σκέφθηκα να κάνω παιχνίδι. Χαζά χαζά, άρχισα τις… χαζές ερωτήσεις κι εκείνη, που αντελήφθη λόγω εμπειρίας τις ανευλαβείς προθέσεις μου, απαντούσε με ετοιμότητα, γεμάτη χιούμορ, υποδεικνύοντάς μου εμμέσως πως έπρεπε να της αδειάσω τη γωνιά. Ξαναπέρασα. Ξαναγόρασα Καλμόλ και ξανά και ξανά. Άρχισα στενή πολιορκία, βλέποντας το περίπτερο σαν τα τείχη της… Ιεριχούς. Λόγω της μεγάλης κίνησης των Χαυτείων, δεν ήταν εύκολο το κουβεντολόι διαρκείας. Άσε που με πήραν πρέφα από το γειτονικό τυροπιτάδικο και πέταγε σπόντες ο τυροπιτάς όταν περνούσα. Έτσι, αποφάσισα να λύσω τον γόρδιο δεσμό χωρίς άσκοπους διαλόγους και πιθανές αντιρρήσεις. Απλώς της έγραψα ένα λακωνικό σημείωμα, ζητώντας της ραντεβού: «Θέλω να σε συναντήσω. Πες μου πότε και πού». Πέταξα το μπιλιετάκι στο περίπτερο και ξαναπέρασα αργότερα για να πάρω απάντηση. Μαζί με το Καλμόλ, μου πάσαρε ένα μυρωδάτο σημείωμα. Τρέμοντας και «με την καρδία πάλλουσα» πήγα σχεδόν τρέχοντας παρακάτω και το άνοιξα. Έγραφε: “Κι εγώ θέλω να συναντηθούμε. Να με περιμένεις την Κυριακή το βράδυ στις 8 στην Εκκλησία της ενορίας μου. Για να με ξεχωρίσεις μέσα στον κόσμο, θα φοράω νυφικό”»…

Ήταν το πιο άδοξο τέλος.


Σχολιάστε εδώ