Η επιβράδυνση του διεθνούς εμπορίου δυσχεραίνει τις ελληνικές εξαγωγές
Είναι γνωστόν ότι, εκτός από την επενδυτική ζήτηση, το εξωτερικό εμπόριο αποτελεί βασικό στόχο του οικονομικού προγράμματος της κυβέρνησης. Ο στόχος αυτός επηρεάζεται (θετικά ή αρνητικά) εμφανώς από τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές και διεθνείς εξελίξεις. Έχει λοιπόν μεγάλη σημασία να περιγράψουμε πώς εξελίσσεται το διεθνές εμπόριο και ποιες οι προοπτικές του στο διεθνές επίπεδο. Συγκεκριμένα:
Σύμφωνα με τις συγκλίνουσες εκτιμήσεις όλων των διεθνών οργανισμών (ΕΕ, ΕΚΤ, ΟΟΣΑ, ΔΝΤ), την τελευταία διετία σημειώθηκε γενικευμένη επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης του παγκόσμιου εμπορίου. Με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία, σε ετήσια βάση ο ρυθμός αύξησης των εισαγωγών παγκοσμίως επιβραδύνθηκε τόσο στις προηγμένες όσο και στις αναδυόμενες οικονομίες της αγοράς. Στη ζώνη του ευρώ ο ρυθμός ανόδου της εξωτερικής ζήτησης, αγαθών και υπηρεσιών, περιορίστηκε στο 0,5 το πρώτο εξάμηνο του 2012.
Εκείνο που οι διεθνείς οργανισμοί σημειώνουν με έμφαση είναι ότι το 2012 ο ρυθμός αύξησης του παγκόσμιου εμπορίου δεν υποχώρησε απλώς σε απόλυτους όρους, αλλά και υπήρξε υποτονικός σε σχέση με την παγκόσμια οικονομική δραστηριότητα… Δηλαδή, το διεθνές εμπόριο μεγεθύνεται σχεδόν με τον ίδιο ρυθμό του Παγκόσμιου ΑΕΠ, κάτι που είχε να συμβεί σχεδόν από το 1982. Πριν από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, ο μέσος λόγος του ρυθμού αύξησης των εισαγωγών παγκοσμίως προς το ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ ήταν 1,8 (την περίοδο 1982-2007). Το πρώτο εξάμηνο του 2012 αυτός ο λόγος μειώθηκε σε 1,0, ενώ η υποχώρηση του ρυθμού αύξησης των εμπορικών συναλλαγών σε σχέση με τον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ ήταν ιδιαίτερα έντονη στις προηγμένες οικονομίες από τα μέσα του 2011. Στη ζώνη του ευρώ η επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης των εισαγωγών ήταν σημαντικά εντονότερη από την υποχώρηση του ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ την εν λόγω περίοδο. Ως εκ τούτου, αυτή η δυναμική της ζώνης του ευρώ επηρέασε περισσότερο αρνητικά τις συνολικές εισαγωγές στις προηγμένες οικονομίες απ’ ό,τι το συνολικό ΑΕΠ. Εξηγείται έτσι μερικώς η υποχώρηση του εμπορίου σε σχέση με την ανάπτυξη. Με τα παραπάνω υποδεικνύεται ως αιτία αυτής της κατάστασης κατ’ αρχάς η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, αλλά κυρίως ο τρόπος αντιμετώπισής της από την ΕΕ, όπου οι γνωστές πολιτικές δημοσιονομικής προσαρμογής, εκπορευόμενες κυρίως από την Γερμανία, αλλά όχι μόνο (διότι όλες οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις συμβάλλουν συμφωνώντας με αυτές), προκαλούν συστολή των μακροοικονομικών μεγεθών. Τούτο φαίνεται από το ότι για το 2013 μόνον η περιοχή της ζώνης του ευρώ και η Ιαπωνία θα παρουσιάσουν υποτονικότητα στις εισαγωγές. Όμως το μέγεθος των οικονομιών τους βαραίνει σημαντικά στο παγκόσμιο εμπόριο. Επίσης και στις αναδυόμενες οικονομίες υπήρξε εξασθένηση του εμπορίου, επηρεάζοντας ισχυρότερα την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη.
Είναι γνωστόν ότι ο βαθμός στον οποίο η δυναμική του εμπορίου ακολουθεί την οικονομική δραστηριότητα εξαρτάται εν μέρει από τις συνιστώσες της ζήτησης, οι οποίες προσδιορίζουν τις μεταβολές του ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ. Σε αρκετές προηγμένες οικονομίες, και ιδίως στη ζώνη του ευρώ, η ανάπτυξη επιβραδύνθηκε επειδή μειώθηκε η ζήτηση επενδύσεων παγίου κεφαλαίου και αποθεμάτων και η οποία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές. Έτσι η συσταλτική δημοσιονομική πολιτική μειώνει την επενδυτική ζήτηση, με αποτέλεσμα τη μείωση του ΑΕΠ και, κατά συνέπεια, τη μείωση και των εισαγωγών.
Η υποχώρηση του ρυθμού ανόδου των επενδύσεων μπορεί να συνδέεται εν μέρει με την επιδείνωση των επιχειρηματικών προσδοκιών, σε συνθήκες όξυνσης των χρηματοπιστωτικών εντάσεων στη ζώνη του ευρώ και αυξανόμενης οικονομικής αβεβαιότητας.
Όσον αφορά τις μελλοντικές εξελίξεις, τα πρόσφατα στοιχεία υποδηλώνουν ότι το παγκόσμιο εμπόριο θα εξακολουθήσει να είναι υποτονικό στο εγγύς μέλλον. Οι βασικοί βραχυπρόθεσμοι δείκτες για τις παγκόσμιες εμπορικές συναλλαγές διαμορφώνονται κοντά στα χαμηλότερα επίπεδα των τριών τελευταίων ετών. Οι νέες παραγγελίες εξαγωγών, τα στοιχεία για τη μεταφορά πετρελαίου και οι μηνιαίες διεθνείς εμπορικές συναλλαγές επί αγαθών, καταγράφουν παρόμοια, ιστορικά χαμηλά επίπεδα. Όλες αυτές οι εξελίξεις είναι βέβαιον ότι δυσκολεύουν περαιτέρω την εξαγωγική προσπάθεια της ελληνικής οικονομίας, μάλιστα σε μια περίοδο όπου δεν υπάρχουν χρονικά περιθώρια.