Να μην καταλήξουμε τραγικά υποχείριοι ευχερούς εκβιασμού
ΤΟ ΑΥΤΟΝΟΗΤΟ και για την Κύπρο και για την Ελλάδα: Όσο το φάσμα της οιονεί χρεωκοπίας -ή και απλώς της οικονομικής αποσαθρώσεως- θα πλανάται, τόσο τα δυο πολιτειακά κέντρα του Ελληνισμού θα είναι υποχείρια εκβιασμών για ζωτικά εθνικά ζητήματα, τα οποία εν πολλοίς αλληλοσυνάπτονται. Κι αυτό θ’ αποβαίνει επαχθέστερο, καθώς υπάρχουν κρίσιμες εκκρεμότητες. Για μεν την πρώτη το πολιτικό της πρόβλημα και η επαπειλούμενη μονιμοποίηση (και δυνάμει νομιμοποίηση) της γεωπολιτικής κρεουργήσεως. Για τη δεύτερη δε, ζητήματα που αφορούν αφενός αποτροπή αμφισβητήσεως μέρους της εθνικής της κυριαρχίας και αφετέρου ασκήσεως συγκεκριμένων κυριαρχικών της δικαιωμάτων. Όπως είναι η ανακήρυξη ΑΟΖ και η συνεπόμενη αξιοποίηση του υποθαλάσσιου φυσικού της πλούτου. Κάτι που αυτήν τη στιγμή εκκρεμεί και παραμένει ως περίπου αιωρούμενη προοπτική. Πέραν και του προβλεπτού κινδύνου προαγωγής τετελεσμένου από την Τουρκία, σε κρίσιμες ζώνες του εθνικού χώρου. Όπως στο Καστελλόριζο. Πράγμα που ισχύει και για την Κύπρο, σε ό,τι αφορά τις παρυφές της προς δυσμάς ΑΟΖ, η οποία εκτείνεται πέραν των ακτών της Πάφου προς Ρόδο. Χώρο που η Τουρκία θέλει να διασπάσει και να οικειοποιηθεί.
Καθώς, λοιπόν, στη μεν Ελλάδα οι πολίτες διάγουν υπό συνθήκες ζοφερής καθημερινότητας (και βαναύσου πτωχοποιήσεως) και στην Κύπρο αιφνιδιάζονται από αδυσώπητες απειλές οικονομικής καταρρεύσεως, αυτά τα μείζονα ζητήματα δεν βρίσκονται στις άμεσες προτεραιότητες. Εν πολλοίς εκτοπίζονται. Κι αυτός είναι καθαυτό άκρως επικίνδυνος περισπασμός. Τον οποίον η ενεδρεύουσα κακοβουλία και αντιλαμβάνεται και καλλιεργεί και σε δεδομένη στιγμή θα εκμεταλλευθεί, για προαγωγή ευδιάκριτων στρατηγικών στοχοθεσιών.
Εάν έτσι έχουν τα πράγματα -κι έτσι ακριβώς δυστυχώς είναι-, αυτά τα ίδια προσδιορίζουν και το δέον. Τόσο για τους θεσμικούς διαχειριστές (και το πολιτικό σύστημα γενικότερα) όσο και για τους πολίτες. Γιατί όλους (και ειδικότερα τους πρώτους) μας βαρύνουν ασήκωτες ευθύνες. Και ως προς αυτά που συμβαίνουν. Και ως προς αυτά που ενδεχομένως θ’ αναπαραχθούν, ως αποτέλεσμα. Κι αυτά τα ίδια πρέπει ακριβώς ν’ αποβούν γνώμονας αποφάσεων, αλλά και συμπεριφορών. Γιατί καθετί που αποφασίζεται και καθετί που συμβαίνει έχει, σ’ αυτήν την αδυσώπητη συγκυρία, το ειδικό του βάρος. Και αναλόγως επενεργεί. Είτε απενεργοποιώντας κινδύνους, εφόσον επικρατήσει υπευθυνότητα. Είτε, αντιθέτως, επιβαρύνοντας τις προοπτικές και άρα επιταχύνοντας απευκταία.
Αυτά δεν αποτελούν φιλολογικά θεωρήματα ή κασσανδρολογίες. Συνιστούν ευκρινή σήματα έωλων κινδύνων για συγκεκριμένα ζητήματα. Εθνικά ζητήματα, στα οποία Ελλάς και Κύπρος (ως, υπό τις περιστάσεις, οι δύο κρατικοί πυλώνες του Ελληνισμού) αυτοδήλως -ή εξ ανάγκης, έστω- συγκλίνουν κι έχουν επομένως ν’ αντιμετωπίσουν με αμοιβαιότητα πολιτικών δράσεων. Ως μέρος στρατηγικής συνδιαχειρίσεως δεινής περιστασιακής μοίρας που τις πλήττει. Όχι επί συνήθους συναισθηματικού επιπέδου.
Όχι. Αλλ’ αντιθέτως επί επιπέδου απολύτως πραγματιστικής συλλογιστικής. Πολύ περισσότερο, καθώς Ελλάδα και Κύπρος αποτελούν -πέραν ιστορικού αρραβώνος- θεσμικούς εταίρους, ενσωματωμένους στον κεντρικό πυρήνα του ευρωπαϊκού γίγνεσθαι.
Εάν σηματοδοτούνται αυτές οι παράμετροι σήμερα, είναι για να υπομνησθεί ότι αυτά που σήμερα μας περισπούν με τα καταθλιπτικά τους παράγωγα, είναι αντιμετωπίσιμα και αργά ή γρήγορα θα παρέλθουν. Αλλ’ ό,τι επέλθει ως αρνητικό στρατηγικό τετελεσμένο, «θα μας μείνει»! Είτε ως γεωπολιτικός ακρωτηριασμός είτε ως παραγραφή κυριαρχικών δικαιωμάτων. Κι αυτό είναι που δεν πρέπει να παραβλέπουμε ούτε να υποτιμούμε, ούτε κι έναντι παντός τιμήματος να επιτρέψουμε.