Μια Φορά Και Έναν Καιρό

Ο συντάκτης της στήλης «Χαρούμενη Ζωή» τράβηξε τρεις ρουφηξιές από εκείνο το αηδιαστικό καταπότι που συνήθιζε να πίνει όταν στρωνότανε να συγγράψει το άρθρο του για το γνωστό μηνιαίο περιοδικό μεγάλης κυκλοφορίας που σεμνύνετο να τον συγκαταλέγει στους συνεργάτες του.

Το αηδιαστικό αυτό καταπότι ισχυρίζετο πως του κέντριζε την έμπνευση και ανάλογα με την ποσότητα καφέ που περιείχε στη σύνθεσή του το παρασκεύασμα ήταν και το αποτέλεσμα του πονήματός του. Το ντοπάρισμά του με το εμετικό κατασκεύασμα του επεβλήθη βιαίως από τη διεύθυνση του περιοδικού, διότι έως τότε για να αποκτήσει τη «φόρμα του» κατέφευγε σε μερικά απανωτά κονιάκ, που τα αποκαλούσε κυνικά «η βουκέντρα μου». Και πράγματι, μετά το τρίτο ή τέταρτο ποτό, που ο επίσημος προμηθευτής του καφετζής του μεγάρου χρέωνε αντιστοίχως για πέμπτο ή έκτο, τον έπιανε ασυγκράτητος οίστρος και η γραφίδα του πέταγε επάνω στο χαρτί.

Και δεν θα είχε κανέναν λόγο να επέμβει ο αρχισυντάκτης επιβάλλοντάς του ποτοαπαγόρευση αν κάποια ημέρα δεν είχε στεγνώσει τελείως το μυαλό του και ήταν αδύνατον να σταυρώσει λέξη. Αλλά όσο η γκλάβα του αδρανούσε και δεν κατέβαζε τίποτα τόσο το στόμα του κατέβαζε κονιάκ μπας και την ταρακουνήσει. Αποτέλεσμα, όντας σκνίπα στο μεθύσι, έβαλε ο διάολος το χέρι του και περιέγραψε «φωτογραφικά, ούτως ειπείν» πρακτικές εφαρμογές ερωτισμού από τον Μεσαίωνα και εντεύθεν. Και ίσως, εδώ που τα λέμε, να περνούσε η περίπτωση απαρατήρητη, διότι η φιλοσοφία του εντύπου συνοψίζετο στην αρχή «πολλοί θα το διαβάσουν και λίγοι θα το καταλάβουν», εάν δεν ανέπτυσσε ολόκληρο το κατεβατό με όρους σεξολογίας, διατυπωμένο σε ακραία δημοτική γλώσσα. Έτσι, του απαγόρευσαν τη χρήση οινοπνευματωδών κατά το γράψιμο, με αποτέλεσμα σήμερα, την επομένη μάλιστα της Πρωτοχρονιάς, να κάθεται μπροστά σε λευκές σελίδες, πίνοντας απανωτά φραπόγαλα και εκλιπαρώντας τις Μούσες να του εμπνεύσουνε θέμα. Και επειδή αυτές κωφεύουν στις εκκλήσεις του, τις περιλούζει με επίθετα ελάχιστα κολακευτικά για την ηθική τους. Είναι, βλέπεις, και ο τίτλος της στήλης, «Χαρούμενη Ζωή», που βάζει φραγμούς στις σκέψεις του. Ποια ζωή και ποια χαρά να περιγράψεις όταν κυλούν οι ώρες σου μέσα στη μαύρη κατάθλιψη; Όταν έχεις τα αντικαταθλιπτικά για ψωμοτύρι; Όταν σου κλέψανε τις όποιες πανοπλίες σου και σε ξεβράκωσαν για να σε φάνε πιο εύκολα τα θηρία που μόνος σου προσκάλεσες; Τον καθησυχάζει η σκέψη πως τουλάχιστον κερδίσαμε την αξιοπιστία μας και δεν θα μας φάνε τελευταίους. Κατοχυρώσαμε την πρωτιά, σκέφτεται… Στα πλαϊνά του γραφεία οι συνάδελφοί του βρίσκονται κυριολεκτικά σε οργασμό. Ξύνει το αυτί του με το μπικ και μουρμουρίζει πως έχουν δίκιο που λένε λαπάδες εμάς τους ποιητές. Θέλει να γράψει για τις υπόλοιπες γιορτινές ημέρες του δωδεκαημέρου, αλλά δεν βρίσκει τι το χαρούμενο μπορεί να έχουν. Είναι βέβαια ολόιδια η εικόνα της ζωής, αλλά χαρά δεν είναι. Και πώς μπορεί να είναι όταν από τη μια μέρα στην άλλη τα πολύχρωμα λαμπιόνια που στόλιζαν πόλεις και χωριά θα σβήσουν; Και θα σβήσουνε μαζί τους όλα τα φωτεινά και λαμπερά στολίδια που στολίσαμε τα σπίτια, τα μπαλκόνια, τις αυλές μας και το κατάφορτο με γυαλιστερές μπάλες δεντράκι, που μας συντρόφευε στητό πλάι στο παραθύρι. Και η λύπη μας θα γίνει πιο μεγάλη καθώς θα ξηλώνουμε ό,τι με τόση χαρά στήσαμε πριν από έναν μήνα, ακούγοντας χριστουγεννιάτικη μουσική και ανταλλάσσοντας ευχές και φιλιά. Και θα δούμε ένα ολόδροσο, κάποτε υπερήφανο έλατο να κείτεται ξερό, μαδημένο και σαφρακιασμένο στην άκρη του ακάλυπτου ή ενός πεζοδρομίου, περιμένοντας το σκουπιδιάρικο να το περιμαζέψει…

Καθώς η ώρα περνά, η… δυστοκία τον οδηγεί στον μπάρμπα του τον Παναγή, που τη χαρά της ζωής την έβρισκε στην ύπαιθρο. Δεν εννοούσε να κάτσει μέσα ούτε λεπτό, όλο έπαιρνε τους δρόμους σαν να είχε αγκάθια στον αποτέτοιον του, και συνέχεια έβρισκε προφάσεις για να ξεπορτίσει. Πότε τον έπνιγαν τα τέσσερα ντουβάρια του σπιτιού και ήθελε να αναπνεύσει λιγάκι αέρα, πότε τον έπιανε κατάθλιψη -όπως ισχυριζόταν- επειδή αναλογιζόταν τη ματαιότητα των εγκοσμίων και αναζητούσε παρηγοριά στη φυγή, και άλλοτε θεωρούσε έγκλημα να έχει τόσο ωραία μέρα κι εκείνος να κάθεται σαν φυλακισμένος στην απομόνωση. Μπορεί, βέβαια, έξω να έριχνε παπάδες ή να έψηνες αυγό στο λιοπύρι, αλλά εκείνος ήτανε ακράτητος. Και να πεις πως όλα αυτά οφείλονταν στο τωρινό του ξεμώραμα; Μπα, από τα νιάτα του τέτοιος ήτανε. Μόνον που τότε πετύχαινε κανένα ελαφρόμυαλο θηλυκό και το τραβολόγαγε να απολαύσουν -λέει- την πανσέληνο στο Σούνιο ή να μαζέψουν αγριολούλουδα σε κανένα κορφοβούνι. Κι εκείνες, αντί να τον στείλουν στον διάολο, εφάρμοζαν το ρητό: «Σιγά σιγά, κοτούλα μου, κι εγώ σε μαγειρεύω», κάνανε υπομονή, έδειχναν και ενθουσιασμένες που ήταν τόσο ρομαντικός και αισθηματίας, μέχρι που καταλάβαιναν πως άδικα έχαναν τον καιρό τους και έστριβαν αναζητώντας κάποιον πιο «ευεπίφορο» στην προσωπική τους γοητεία… Τελικά, βρέθηκε ένα κουτορνίθι του στυλ «πετάει ο γάιδαρος» και τον κουκουλώθηκε. Τώρα όμως λόγω προχωρημένης ηλικίας το πράμα παράγινε, γιατί η μανία του με το σουλάτσο έκρυβε πολλούς κινδύνους. Να χαθεί, π.χ., και να τον γυρεύουν στη Νικολούλη, να γίνουν, δηλαδή, θέαμα και ρεζίλι στα κανάλια ή να πέσει και να σπάσει κανένα ποδάρι, που -ως γνωστόν- ο ένας από τους δύο λόγους που τα τινάζει ο γέρος είναι το πέσιμο, να ‘χουν να τον νταντεύουν, με όλα τα συναφή και παρελκόμενα που… μυρίζουν. Υπάρχει και κάτι ακόμα χειρότερο. Εκείνη η ξανθιά νταρντάνα, η Μολδαβή, που φυλάει τη γριά επάνω την κατάκοιτη, που τους κουβαλιέται συνέχεια για να ρωτήσει τάχα πώς γράφεται αυτό και πώς λέγεται στα ελληνικά εκείνο, λες κι είναι ο Μπαμπινιώτης. Άσε που ήρθε η μαντάμ Παρή και τον κάρφωσε πως εθεάθη να χαριεντίζεται στη στάση με την ξανθιά και ήτανε, λέει, όλο «χα, χα, χα» και «χου, χου, χου», και δεν αποκλείεται να τον «ψειρίζει» κανονικά τέτοιος μπουνταλάς που είναι. Ύστερα από αυτό και με συνοπτικές διαδικασίες, αποφάσισε η οικογένεια να τον πάει σε ψυχίατρο, μπας και με μια καλή θεραπεία συμμαζευτεί στο σπίτι κι έχουνε το κεφαλάκι τους ήσυχο. Διότι η κυρία συμπεθέρα, που είχε ακλόνητες απόψεις περί πάντων και δυνάστευε εμμέσως πέντε σόγια, γνωμάτευσε πως «η κατάστασή του φως φανάρι είναι για τρελάδικο κι έπρεπε να τον έχουνε δέσει από καιρό…».

Σαν αστραπή πέρασε από το μυαλό του η ιδέα να κάνει τον μπάρμπα Παναγή «ανάγνωσμα». Κάτι σαν νουβέλα, να πούμε, πάνω στη «Χαρούμενη Ζωή». Ξεκίνησε να γράφει, αλλά σταμάτησε απότομα, καθώς θυμήθηκε πως τον μπάρμπα τον έχουνε μπαγλαρώσει στο Δρομοκαΐτειο…


Σχολιάστε εδώ