Οι μεγάλες προκλήσεις του νέου χρόνου που έρχεται

Το νέο έτος βρίσκει την Ελλάδα σε μια εφιαλτική θέση, που λίγα χρόνια πριν κανείς δεν μπορούσε να φαντασθεί και να διανοηθεί για καιρό ειρήνης. Είναι όμως σήμερα οδυνηρή πραγματικότητα, από την οποία πρέπει να βγει, με θυσίες και αγώνες, χωρίς να χάσει την καρτερία και τον σταθερό προσανατολισμό της προς ένα ελπιδοφόρο εθνικό μέλλον.

Η πρώτη μεγάλη πρόκληση που έχει ν’ αντιμετωπίσει είναι, προφανώς, η ανακοπή και η αναστροφή της ολέθριας υφέσεως που καταστρέφει τη χώρα, με στόχο, υποτίθεται, τη δημοσιονομική εξυγίανση. Η μονόπλευρη αυτή πολιτική οδηγεί, με τις συνέπειές της, σ’ έναν πραγματικό φαύλο κύκλο. Συνεχίζεται, όμως, γιατί η εσωτερική υποτίμηση προβάλλεται ως η μόνη «λύση», εφόσον η απουσία εθνικού νομίσματος δεν επιτρέπει διαφυγή μέσω μιας πληθωριστικής διεξόδου και η ανυπαρξία κοινής Ευρωπαϊκής αναπτυξιακής πολιτικής, με μια Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προσαρμοσμένη σ’ έναν τέτοιο ρόλο, αφήνει να παρουσιάζεται η πολιτική της λιτότητας ως μονόδρομος.

Στο πλαίσιο αυτό, παρουσιάζεται ως αδήριτη ανάγκη και το ξεπούλημα του δημόσιου πλούτου, για να καλυφθούν οι απαιτήσεις των ξένων δανειστών. Καλλιεργείται όμως παραλλήλως η ελπίδα ότι μέσ’ απ’ αυτό θα επιτευχθεί επίσης μια νέου τύπου, «παγκοσμιοποιημένη», ανάπτυξη, με ξένα κεφάλαια και επενδύσεις.

Τονίσαμε και σε άλλες περιπτώσεις ότι μια τέτοια πολιτική δεν μπορεί να είναι υποκατάστατο μιας εθνικής αναπτυξιακής στρατηγικής, που θέτει εθνικούς στόχους, διαφυλάσσει και προασπίζει ζωτικά εθνικά συμφέροντα και κινητοποιεί τον λαό σε μια προοπτική εθνικής επανορθώσεως, αναπτύξεως και προόδου.

Η χάραξη και η εφαρμογή μιας τέτοιας στρατηγικής δεν είναι καθόλου εύκολη, κάτω από τις σημερινές συνθήκες. Για λόγους πρακτικούς, αλλά και ιδεολογικούς.

Οι ιδεολογικοί λόγοι δεν είναι καθόλου λιγότερο σημαντικοί, γιατί επηρεάζουν τον τρόπο σκέψεως και τις πολιτικές των κυβερνώντων. Γιατί αποτελούν επίσης κυρίαρχη ιδεολογία στην Ευρωπαϊκή Ένωση και αντλούν ισχύ και επιρροή από την παγκοσμιοποίηση, την αναφορά του διεθνούς νεοφιλελευθερισμού. Παρ’ όλ’ αυτά, η Ελλάδα πρέπει να βρει τρόπους για να διαμορφώσει μια εθνική στρατηγική, που θα εγγυάται τον πυρήνα των εθνικών συμφερόντων της και θα διασφαλίζει για το μέλλον τα στρατηγικά της πλεονεκτήματα. Ο στόχος αυτός μπορεί να επιτευχθεί, με τολμηρές πρωτοβουλίες, σκληρή διαπραγμάτευση, δημιουργική δράση και ενημέρωση και κινητοποίηση του ελληνικού λαού. Δεν μπορεί να δεχθεί η Ελλάδα συνταγές εθνικής αποδομήσεως, εθνικής υποβαθμίσεως και υφαρπαγής του εθνικού της πλούτου ως προοπτική για το μέλλον της.

Αναπόσπαστο μέρος μιας τέτοιας στρατηγικής είναι η εθνική άμυνα. Δεν μπορεί να περιμένει η εθνική άμυνα τη βελτίωση των οικονομικών συνθηκών για να πάρει σειρά προτεραιότητας. Η σημερινή κατάσταση οικονομικής αδυναμίας επιτείνει, αντιθέτως, τις εξωτερικές απειλές, παλαιές και ορθόδοξες ή νέες και ασύμμετρες.

Η Ελλάδα συμμετέχει στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Είναι γνωστό όμως ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση συμπλέει με το ΝΑΤΟ στον αμυντικό τομέα και ότι το τελευταίο προσδιορίζεται από τους στόχους της Αμερικανικής στρατηγικής στην περιοχή, σε ό,τι αφορά, τουλάχιστον, τα Ελληνοτουρκικά, αλλά και γενικότερα τα Βαλκάνια, που ενδιαφέρουν ιδιαίτερα την Ελλάδα.

Η Ελλάδα έχει ανάγκη από παράλληλες πολιτικές και στρατηγικές συμμαχίες στο τρίγωνο Παρίσι – Μόσχα – Τελ Αβίβ. Η Ελλάδα πρέπει να προωθήσει και ν’ αναβαθμίσει τις σχέσεις της με τους τρεις αυτούς πόλους, σ’ ένα πλαίσιο προσεκτικής ισορροπίας και πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής.

Είναι προβλεπτές οι Αμερικανικές αντιδράσεις σε σχέση με τη Μόσχα. Η Αμερικανική πλευρά παραμένει, δυστυχώς, ακόμη προσκολλημένη σε μια παρωχημένη ψυχροπολεμική στάση απέναντι στη Μόσχα.

Η Ελλάδα όμως έχει αμυντικό πρόβλημα, για το οποίο δεν βρίσκει την αναγκαία κατανόηση από πλευράς ΗΠΑ. Είναι αδιανόητο επίσης η Ελλάδα να μην αναπτύξει στρατηγικές σχέσεις σε όλους τους τομείς, με μια μεγάλη φιλική δύναμη της περιοχής, που μπορεί να είναι πολύ σημαντική γι’ αυτήν.

Οι νέες αυτές στρατηγικές συμμαχίες και ισορροπίες μπορούν να βοηθήσουν τη χώρα ν’ αντιμετωπίσει το σχετικό αμυντικό κενό που δημιουργήθηκε από το ουσιαστικό πάγωμα των εξοπλισμών από την πλευρά της Ελλάδος και τους υπερεξοπλισμούς της Τουρκίας. Μπορούν επίσης ν’ αποτελέσουν πολύτιμα ερείσματα κατά των απειλών και προκλήσεων της Τουρκίας, σε σχέση με την ανακήρυξη και αξιοποίηση της Ελληνικής ΑΟΖ.

Η Ελλάδα πρέπει επίσης ν’ αντιμετωπίσει, μέσα στο τρέχον έτος, δύο άλλες μεγάλες προκλήσεις, στις οποίες δεν επιτρέπεται αφέλεια, υποτίμηση κινδύνων και έλλειψη διορατικότητας. Είναι η Τουρκική οικονομική διείσδυση στον ελληνικό χώρο, ιδιαίτερα στο Αιγαίο και στην περιοχή της Θράκης και Ανατολικής Μακεδονίας, και η λαθρομετανάστευση.

Σε ό,τι αφορά το πρώτο, είναι ήδη ορατός ένας Τουρκικός σχεδιασμός για οικονομική διείσδυση στις παραπάνω στρατηγικά ευαίσθητες περιοχές της χώρας, με αφορμή τη σημερινή οικονομική κατάσταση και τις αδιάκριτες ιδιωτικοποιήσεις, που επιβάλλει η πολιτική των Μνημονίων και της «τρόικας». Μέσα από την Τουρκική οικονομική επέλαση και την πρόθυμη συνεργασία Δήμων και μεταπρατών Ελλήνων επιχειρηματιών, αναφαίνεται η ζημιά αφ’ ενός που προκάλεσε ιδεολογήματα για Ελληνοτουρκική «φιλία» χωρίς προηγούμενη επίλυση των υπαρχόντων προβλημάτων, και το κατάντημα Ελλήνων επιχειρηματιών και της Ελληνικής επιχειρηματικότητας. Ευτυχώς, δεν αντιπροσωπεύουν αυτοί το σύνολο των Ελλήνων επιχειρηματιών. Το κράτος όμως δεν μπορεί να παραμένει απαθές, και να συνεργεί σε μια κατάσταση που κρύβει πολλούς κινδύνους για τη χώρα.

Το ίδιο ισχύει για τη λαθρομετανάστευση που αντιπροσωπεύει ασύμμετρη απειλή, με γεωπολιτικές διαστάσεις, για την Ελλάδα. Η σχετική πρόοδος που σημειώθηκε στον έλεγχο της εισροής δεν πρέπει να οδηγεί ούτε σε παραγνώριση του μεγέθους του προβλήματος, ούτε σε σύγχυση και αποπροσανατολισμό σχετικά με τον χαρακτήρα και τη δυναμική του.


Σχολιάστε εδώ