Μια Φορά Και Έναν Καιρό
Παραμονή Πρωτοχρονιάς και η παρέα των τεσσάρων συνταξιούχων κατέφθασε και έπιασε «στασίδι» στο απόμερο μικρό καφενεδάκι του κυρ Χρήστου που επέλεξαν για στέκι ύστερα από πολλές περιπλανήσεις σε αντίστοιχα «καφεποτεία», όπως ονόμαζε τα καφενεία ο κ. Πέτρος, πρώην φιλόλογος.
Κύριο προσόν του καταστήματος ήταν η ανεκτικότητα του καφετζή στις αγριοφωνάρες τους, καθότι λόγω ηλικίας άπαντες ήσαν βαρήκοοι και συνομιλούσαν κραυγάζοντας. Σήμερα ήρθαν φρεσκοξυρισμένοι, λαμπεροί και κοστουμαρισμένοι, σαν να πήγαιναν σε μνημόσυνο. Το γεγονός δεν διέλαθε της προσοχής του καφετζή που έσπευσε να ρωτήσει «γιατί αριβάρανε ντυμένοι γκραν;» Για να του ικανοποιήσουν την περιέργειά, του είπαν πως ως άτομα «κατάλοιπα μιας άλλης εποχής» σέβονταν και τιμούσαν τις χρονιάρες μέρες. Και ο κ. Γιάννης ο πρώην κτηματομεσίτης που συνήθιζε να μιλάει διφορούμενα, συμπλήρωσε, «Κυκλοφορούμε όλο το δωδεκαήμερο έτσι γκραν, για να σπάμε τα νεύρα των καλικάντζαρων…». Ακολούθησαν μερικά σχόλια και φαρμακερά καλαμπουράκια για τους νέους που ισοπεδώνουνε τα πάντα, και ευτελίζουν ιερά και όσια, έχοντας για θρησκεία τους την άρνηση και τον μηδενισμό. Καθώς όμως ο φιλιππικός τους σε λιγάκι ατόνησε, τον διαδέχθηκε αναπόφευκτη σιγή και μη έχοντας τίποτα άλλο να πούνε, ρούφηξαν τους καφέδες τους κοιτώντας στο άπειρον. Τη μακρά σιωπή διέκοψε ο Χαράλαμπος, έως πρόσφατα λογιστής σε ανώνυμη εταιρεία, και αθεράπευτα γκρινιάρης: -Σκεφτήκατε, κύριοι, είπε, ότι μεθαύριο μπαίνομε στο 2013; Δηλαδή ότι πέρασαν δώδεκα ολόκληρα χρόνια από τότε που γιορτάσαμε το μιλένιουμ; -Θυμάμαι που ο κύριος Κωστάκης από δω κλαψούριζε ολόκληρο το 1999 επειδή φοβόταν μην τα τινάξει τώρα που φάγαμε τον γάιδαρο και μας έμεινε η ουρά του. Έτρεμε μπας και δεν προλάβει να «πατήσει το 2000» Και που τον καθησύχαζα προφητεύοντας να ηρεμήσει, γιατί με την γκίνια που μας δέρνει θα επιζήσουμε. – Δώδεκα ολόκληρα χρόνια πέρασαν, κύριοι, από τότε, και ορίστε μας: Ζωντανοί και κατά δήλωση ακμαίοι… Όπως όμως τον πιάνανε συχνά κρίσεις κυνισμού πρόσθεσε: – Άντε να δούμε μ’ αυτά που περνάμε φέτος, αν θα υπάρξει άνθρωπος που θα αποτολμήσει να ξεστομίσει την ευχή «Και του χρόνου», χωρίς να τον τουλουμιάσουνε στο ξύλο! Χαμογέλασαν στυφά οι άλλοι με το πικρό του χιούμορ και η συζήτηση περιστράφηκε σε περασμένες Πρωτοχρονιές. Θυμήθηκαν πως τότε που ήσαν νέοι, τη νύχτα που άλλαζε ο χρόνος, λίγο πριν κοιμηθούνε, κάνανε έναν σύντομο απολογισμό των πεπραγμένων τους και γεμάτοι ελπίδες και αποφασιστικότητα σχεδίαζαν την πληθώρα των «ΘΑ» που θα έκαναν από αύριο. «ΘΑ» που δεν πραγματοποίησαν ποτέ. Ύστερα η κουβέντα γύρισε σε Πρωτοχρονιές που έμειναν χαραγμένες στη μνήμη τους. Πρώτος άρχισε να θυμάται φτύνοντας τον κόρφο του ο κύριος Γιώργος που άρχισε να διηγείται σαν να… τον μαστίγωναν εκείνη τη στιγμή: «Μόλις είχα πιάσει δουλειά σε μιαν ανώνυμη εισαγωγική εταιρεία επιφορτισμένος με τις Δημόσιες της Σχέσεις. Ο Γενικός μού τόνισε πως για κάθε ενέργειά μου έπρεπε να έχω την έγκρισή του. Έτσι από τις αρχές Νοεμβρίου τού υπενθύμισα ότι έπρεπε να αγοράσουμε τις κάρτες που θα στέλναμε στις γιορτές». «Άσε και θα δούμε», μου απάντησε. Πέρασε λίγος καιρός και επανήλθα. Η απάντησή του ήταν: «Γιατί αυτή η κ…πιλάλα, κύριε Γιώργο μας;». Και με ύφος ανθρώπου που μυρίζεται τα πάντα, μου έκλεισε με νόημα το μάτι λέγοντας χαμογελαστά: «Μην ανησυχείς κύριε Γιώργο μας. Όποτε και αν τις πάρουμε, η μίζα σου θα πέσει!». Ένιωσα βαθύτατα θιγμένος. Αυθόρμητα πήγα ν’ αρπάξω το στυπόχαρτο από το γραφείο του και να του το φέρω στη μούρη. Συγκρατήθηκα σκεπτόμενος το «ψωμάκι» μου. Καθώς οι μέρες όμως περνούσαν, συναισθανόμενος τις υποχρεώσεις μου στη δουλειά, έδωσα τόπο στην οργή και του χτύπησα πάλι την πόρτα. Σχεδόν τελεσιγραφικά ρώτησα «Τι θα κάνομε με τις κάρτες; Κοντεύουν Χριστούγεννα» Μου το ξέκοψε: «Δεν μας περισσεύουν λεφτά για τέτοιες αηδίες», είπε κοφτά. Έβαλα την ουρά υπό τα σκέλη, ψιθυρίζοντας χυδαία: «Να κι αν στείλεις, να κι αν δεν στείλεις» και λούφαξα. Και φτάνομε στο βράδυ της 30ής Δεκεμβρίου, παραμονή της… παραμονής Κάθομαι σπίτι και κάνω σχέδια για αύριο. Χτυπάει το τηλέφωνο. Είναι ο Γενικός. Ρίγος διατρέχει ολόκληρό μου το είναι». Κύριε Γιώργο -μου λέει τυπικά- παρακαλώ να έλθετε στο γραφείο αύριο πολύ πρωί. Σας χρειάζομαι!» Πριν προλάβω να ψελλίσω ένα ξεψυχισμένο «Μάλιστα» το τηλέφωνο κλείνει. Λίαν νωρίς, αυγή σχεδόν, δρασκέλιζα την πόρτα του γραφείου. Η καθαρίστρια απόρησε που με είδε και ρώτησε κουτσομπολίστικα: «Τσακώθηκες τη νύχτα με τη γυναίκα σου και μας κουβαλήθηκες αξημέρωτα;…» Γύρω στις εννέα καταφθάνει ο κύριος φορτωμένος πακέτα. Κλείνεται στο γραφείο. Του φέρνουν καφέ, και με φωνάζει.
«Κύριε Γεωργιάδη», μου λέει αυστηρά, «γνωρίζετε, πιστεύω, ότι εφέτος είναι η πρώτη χρονιά από της συστάσεώς της που η εταιρεία μας δεν έστειλε ευχετήριες κάρτες στους προμηθευτές και τους πελάτες της, και φυσικά υπεύθυνος είστε εσείς. Με απασχολούσατε συνέχεια με κοβεντολόγια για να έχετε άλλοθι για την αμέλειά σας». Και παίρνοντας ένα πολύ σκληρό ύφος συνεχίζει: «Απαιτώ να βρεθούν, να τυπωθούν και να αποσταλούν κάρτες σήμερα. Να είναι καλλιτεχνικές, καλόγουστες, και βρείτε πρωτότυπες ευχές». Ύστερα από σύντομη παύση, κοιτώντας με κατάματα σαν να με ζύγιζε, προσθέτει: «Εάν το ζητούμενο είναι πέραν των δυνατοτήτων σας, κύριε, μην ντρέπεστε, πέστε το να το κάνω και αυτό ΕΓΩ!»
Για να μην πολυλογώ, ξαμολήθηκα να βρω κάρτες αλλά τις είχαν ξεπουλήσει. Περιμάζεψα ό,τι βρήκα δεξιά και αριστερά. Πέντε από εδώ, τρεις από εκεί, μία από αλλού. Σκέτος αχταρμάς. Βρήκα κι’ ένα τυπογραφείο ανοικτό, με έναν γέρο φουκαρά τυπογράφο που λόγω πρεσβυωπίας στοιχειοθετούσε με μεγεθυντικό φακό, υποσχέθηκα να τον πληρώσω με το παραπάνω, και στρωθήκαμε στη δουλειά. Στους δρόμους όλη μέρα κάλαντα, μουσικές, τραγούδια, φώτα, χαρές, κι εγώ να κοιτάω τα τρεμουλιαστά χέρια του γέρου, και να τρέμω περισσότερο το ρολόι που με κυνήγαγε. Αργά το βράδυ, όταν πια η πόλη ετοιμαζόταν να κόψει τη βασιλόπιτα, οι κάρτες ήταν έτοιμες αλλά τα ταχυδρομεία ήσαν κλειστά. Τις φύλαξα σπίτι και τη μεθεπομένη πήγα και του τις παρέδωσα. Μου τις εκσφενδόνισε κατάμουτρα στριγκλίζοντας: «Τώρα; Τώρα τρίφʼ τες στην κασίδα σου, ηλίθιε…»
«Και;» ρώτησαν οι άλλοι, που παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον την αφήγηση. Ο Γιώργος ανασήκωσε τους ώμους: «Τι και; Με απέλυσε!»
«Εγώ πάλιν», είπε ο κύριος Κωστάκης, «πρέπει να σας εξομολογηθώ μια κλοπή που έκανα σαν νέος. Ήμουν κλητήρας όταν ο διάολος μ’ έσπρωξε και υπεξαίρεσα μιαν ατζέντα της Εθνικής, που προοριζόταν για το αφεντικό μου. Ήταν τότε πολύ της μόδας οι ατζέντες και οι εταιρείες συναγωνίζονταν ποια θα εκδώσει την καλύτερη για πρωτοχρονιάτικο μποναμά στην πελατεία της. Έτσι κάθε χρόνο τα περιεχόμενά τους όλο και πλουτίζονταν, καινούργια ύλη προσθέτανε, κάνοντάς τες τελικά σωστό Αλμανάκ. Η Εθνική Τράπεζα κυκλοφορούσε ατζέντα σε δύο εκδόσεις. Μία για την πλέμπα και μία για τους επώνυμους. Τη χρονιά εκείνη περιλαμβάνανε στις σελίδες τους σε σμίκρυνση έγχρωμο και κομματιαστό, ολόκληρο τον χάρτη της Ελλάδος. Την είδα, μου γυάλισε, ξετρελάθηκα και όταν έφερε ο ταχυδρόμος τη δική μας, έσκισα τον χοντρό μπεζ φάκελο και την τσέπωσα. Λίγες ημέρες αργότερα με φώναξε το αφεντικό. Κόπηκαν τα ποδάρια μου. Πετάξου, μου είπε, στην Εθνική και πες του βλάκα του διευθυντή: Στο πηγάδι κατουρήσαμε και δεν μας έστειλες φέτος ατζέντα;»
ΥΓ.: Οι λεγόμενες «χρονιάρες μέρες» δεν είναι οι κατάλληλες για την έκφραση συλλυπητηρίων. Η Μοίρα όμως δεν επιλέγει το πότε «θα χτυπήσει», και η απώλεια ενός επί επτά ολόκληρα χρόνια γείτονα κολλητού της παρούσης στήλης, του «Συναξαριστή» Δαμωνίδη, αυθόρμητα σε παρασύρει παραβλέποντας τις προλήψεις να πενθήσεις για την απώλεια του ανθρώπου, έστω αν δεν τον γνώρισες προσωπικά ποτέ. Είναι αρκετό πως γνώρισες τη γραφή του, το ότι σε κέντρισαν οι ιδέες του και σε γοήτευσε η αξεπέραστη «καλλιέπειά» του.
Γείτονα, Αντίο…