Η ανάπτυξη έχει ανάγκη από Εθνική Στρατηγική

Η δόση όμως είναι ήδη λογοδοσμένη. Δεν αναμένεται ν’ αλλάξει ουσιαστικά το στεγνό κλίμα στην αγορά από την έλλειψη ρευστότητας. Αλλάζει όμως σημαντικά τη διεθνή εικόνα της χώρας. Από την άποψη αυτή, δεν είναι άσχετη η αναβάθμιση προσφάτως της Ελλάδος από τον διεθνή οίκο αξιολογήσεων Standard and Poor’s, ύστερα από συνεχείς υποβαθμίσεις. Τα καλά νέα όμως της δόσεως συμβαδίζουν με τα κακά νέα των μέτρων, που θέτουν σε πολύ μεγάλη δοκιμασία μια κοινωνία, που τα όρια των αντοχών της έχουν εξαντληθεί.

Βλέπει, τουλάχιστον, η κοινωνία φως στην άκρη της σήραγγας; Οι πολιτικοί ιθύνοντες το διαβεβαιώνουν και το υπόσχονται, υποστηρίζοντας ότι όλη η προσοχή και η προτεραιότητα στρέφεται τώρα προς την ανάπτυξη. Η τελευταία προεξοφλείται μάλιστα σε υψηλούς ρυθμούς (4,6%), μετά το 2015, ως προϋπόθεση για να διασφαλισθεί η προβλεπόμενη για το 2020 βιωσιμότητα του εξωτερικού χρέους.

Πώς μπορεί όμως αυτό να γίνει πραγματικότητα; Χρειάζονται, ασφαλώς, επενδύσεις. Σε μια κίνηση προς την κατεύθυνση αυτή, ο πρωθυπουργός κάλεσε σε σύσκεψη τους εκπροσώπους των πολυεθνικών στην Ελλάδα για να τους παρακινήσει να λάβουν υπ’ όψιν τις μεγάλες αλλαγές που συντελούνται στη χώρα και να προχωρήσουν σε νέες επενδύσεις.

Η κίνηση είναι εξόχως σημειολογική και συμβολική των καιρών. Σε άλλες περιόδους, ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση συγκαλούσαν σε σύσκεψη ή ιδιαίτερες συνομιλίες τους εγχώριους οικονομικούς παράγοντες, επιχειρηματίες, τραπεζίτες, εκδότες, για να συζητήσουν μαζί τους την οικονομική κατάσταση και την ανάπτυξη της χώρας. Κύριοι συνομιλητές τώρα της κυβερνήσεως, εκτός από την «τρόικα», είναι οι εκπρόσωποι των πολυεθνικών.

Ασφαλώς, οι πολυεθνικές και οι διεθνείς επενδύσεις έχουν να παίξουν πολύ σημαντικό ρόλο, ιδιαίτερα μέσα στο σημερινό διεθνές περιβάλλον και κάτω από τις συνθήκες στις οποίες βρίσκεται η χώρα. Μπορεί όμως να περιμένει η χώρα την ανάπτυξή της κυρίως από τις ξένες επενδύσεις και τις πολυεθνικές; Ακόμη όμως και στην περίπτωση αυτή, μπορεί να προωθηθεί ουσιαστικά η ανάπτυξη χωρίς ένα πλαίσιο εθνικής στρατηγικής, που να θέτει και να επιδιώκει εθνικούς στόχους;

Ειπώθηκε και σε άλλες περιπτώσεις, ότι η απουσία μέχρι τώρα ενός τέτοιου πλαισίου ή σχεδίου εθνικής στρατηγικής, δεν οφείλεται μόνο, δυστυχώς, σε ανεπάρκεια πολιτικού σχεδιασμού και προγραμματισμού. Οφείλεται επίσης σε αντικειμενικές δυσκολίες που απορρέουν από την εφαρμογή των Μνημονίων και από το πνεύμα του ακραίου νεοφιλελευθερισμού που τα διέπει. Πώς θα γίνει στρατηγικός προγραμματισμός για ανάπτυξη, όταν οι κυριότεροι πόροι του κράτους, που αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο αναπτυξιακό δυναμικό της χώρας, προορίζονται για το Ταμείο Ιδιωτικοποιήσεων (ΤΑΙΠΕΔ); Όταν επίσης εκμηδενίζονται οι δημόσιες επενδύσεις και εξορκίζεται ιδεολογικά ως μέγα δήθεν κακό ο ρόλος του κράτους στην οικονομική ανάπτυξη;

Προβάλλεται η νεοφιλελεύθερη ιδέα ότι η ανάπτυξη θα προέλθει ως αποτέλεσμα ενός αυτοματισμού της αγοράς, με τη δημιουργία ενός ευνοϊκού για επενδύσεις κλίματος. Η ιδέα αυτή πρέπει ν’ αντιμετωπίζεται με πολλή προσοχή και επιφύλαξη γιατί στην ουσία προϋποθέτει την κατεδάφιση κάθε έννοιας εθνικής οικονομίας και την πλήρη απώλεια εθνικού ελέγχου πάνω στις αναπτυξιακές δυνατότητες, στους παραγωγικούς πόρους και στην εφαρμογή μιας αναπτυξιακής στρατηγικής, που έχει εθνικούς στόχους.

Η «ανάπτυξη» του είδους αυτού μπορεί να σημαίνει για τη χώρα αποικιακού τύπου εκμετάλλευση των σημαντικότερων πόρων της και την προδιαγραφή ενός μέλλοντος χαμηλού επιπέδου ζωής, χαμηλού επιπέδου κυριαρχίας και απογυμνώσεως από τα γεωπολιτικά πλεονεκτήματα που της παρέχει η θέση της.

Η χώρα, καθ’ όλες τις ενδείξεις, που θα επιβεβαιωθούν σύντομα, με τις διεξαγόμενες έρευνες στο Ιόνιο και Νότια της Κρήτης, έχει πολύ σημαντικά ενεργειακά αποθέματα στον βυθό των θαλασσών της και στην ΑΟΖ, που δικαιούται με βάση το διεθνές δίκαιο. Έχει επίσης άλλα αποθέματα στην ξηρά, ανεξάντλητες πηγές ηλιακής και αιολικής ενέργειας, μεγάλα αποθέματα ορυκτού πλούτου (χρυσού, αργύρου, ουρανίου, βωξίτη, λιγνίτη, ευγενών μετάλλων). Μπορεί με αυτά, σε συνδυασμό με το άλλο συμβατικό αναπτυξιακό δυναμικό της, να έχει λαμπρό και ελπιδοφόρο μέλλον, με μια αναπτυξιακή στρατηγική αντάξια του ονόματός της.

Η χώρα δεν πρέπει να υποθηκεύσει το μέλλον της, κάτω από την πίεση και το βάρος της σημερινής ανάγκης. Πρέπει να διαφυλάξει ανοικτές τις στρατηγικές προοπτικές της.

Η ανάπτυξη, άλλωστε, θα προέλθει όχι μόνο από κάποιες μεγάλες επενδύσεις που θα σηματοδοτήσουν μια νέα συγκυρία, αλλά και από το πλήθος των μικρών επενδύσεων σε όλους τους τομείς.

Η χώρα έχει ανάγκη ν’ ανασυγκροτήσει αμέσως την εθνική της παραγωγή, πρώτ’ απ’ όλα στους πρωτογενείς τομείς της γεωργίας και της κτηνοτροφίας. Δεν είναι δυνατόν να εισάγει το 73% των αγαθών για τη διατροφή της. Πρέπει, όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, η σχέση αυτή ν’ αντιστραφεί. Να εισάγει δηλαδή το 25% ή το 30%. Να ενισχύσει τις δικές της εξαγωγές. Πώς μπορεί όμως να γίνει αυτό, με ανοικτά τα σύνορα, όχι μόνο με τις Ευρωπαϊκές χώρες, πράγμα που είναι κατανοητό και λογικό, αλλά και με όλες σχεδόν τις τρίτες χώρες, με τις οποίες η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει υπογράψει συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου στο πνεύμα της παγκοσμιοποιήσεως; Μήπως θα χρειασθεί, όπως προτάθηκε επανειλημμένα από τον καθηγητή Χρυσόγονο, να επικαλεσθεί η Ελλάδα το άρθρο 347 της Ευρωπαϊκής Συνθήκης και να θέσει περιορισμούς στις ανεξέλεγκτες εισαγωγές για ένα περιορισμένο διάστημα;

Παρόμοια, συγκεκριμένη στρατηγική αναπτύξεως χρειάζεται σε όλους τους τομείς, περιλαμβανομένων των νέων τεχνολογιών, της βιομηχανίας σ’ ορισμένους τομείς, της ενέργειας, του τουρισμού, της πολεμικής βιομηχανίας. Χρειάζεται παραλλήλως επανάσταση στην Παιδεία. Πρέπει να σταματήσει επιτέλους εκεί αυτό το κακό που συνεχίζεται επί δεκαετίες εις βάρος της πραγματικής παιδείας και έρευνας.

Η αποδυνάμωση της χώρας δεν υποθηκεύει μόνο το μέλλον της. Απειλεί τη συνοχή και την ασφάλεια της, γιατί την υπονομεύει σε γεωπολιτικό επίπεδο.


Σχολιάστε εδώ