Να γίνει ενιαίος ο ενεργειακός χώρος Ελλάδος-Κύπρου

Και για να προλάβουμε καλοπροαίρετες παρανοήσεις (ή και κακόβουλες προσεγγίσεις) αυτού του σκεπτικού, σπεύδουμε να υπογραμμίσουμε πως αυτές οι σκέψεις κι εκκινούν και συνάπτονται προς το καίριο γεγονός ότι Ελλάδα και Κύπρος όχι απλώς είναι θεσμικώς ενσωματωμένες στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, αλλά και συναποτελούν μέρος του σκληρού του πυρήνα. Δηλαδή της Ευρωζώνης. Και υπό το φως και τις δυναμικές αυτού του δεδομένου βλέπουμε τέτοια στρατηγική ζεύξη.

Αφήνοντας δηλαδή κατά μέρος το γεγονός ότι και υπάρχουν και συλλειτουργούν ακατάλυτοι εθνικοί δεσμοί (και κατ’ ακρίβειαν αρραβώνας αίματος) οι συγκυρίες των ομοιότυπων παθών που ανελίσσονται και οι αναγκαιότητες οι οποίες εκ των πραγμάτων αναδύονται (και πρέπει να υπηρετηθούν) οδηγούν στην αντίληψη για κοινή στρατηγική διαχείριση. Με προσδιορισμό και συντονισμό δυνατοτήτων. Και ανάταξη αναλόγων αντιστάσεων, μέσα στα πλαίσια και κοινής εθνικής αλληλοστηρίξεως και αυτονόητης συνεργασίας, υπό το φως της αυτονόητης σχέσεώς των ως ευρωεταίρων.

Δεν θα υπενθυμίσουμε το υπό καταθλιπτικόν εκφυλισμόν Δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου. Που ενώ απετέλεσε ιστορικό βήμα θωρακίσεως της Κύπρου (αλλά κι ευρύνσεως των στρατηγικών δυνατοτήτων της ίδιας της Ελλάδος σε σχέση με την αντιμετώπιση της τουρκικής κακοβουλίας στον αιγαιωτικό χώρο) εντούτοις αφέθηκε να καθηλωθεί και τελικά ν’ απαξιωθεί. Μέγα μεν, αλλ’ άλλο κεφάλαιο αυτό. Υπό τις συνθήκες όμως, όπως εν συνεχεία προέκυψαν και που σήμερα διαμορφώνουν μια νέα στρατηγική πραγματικότητα, μόνο μυωπάζουσες ηγεσίες στην Αθήνα και τη Λευκωσία και μόνον εθελότυφλοι δεν βλέπουν και τι έπεται και κυρίως τι επιβάλλεται.

Γιατί ασφαλώς Ελλάδα και Κύπρος βρίσκονται μπροστά σε διαμορφούμενο νέο γεωστρατηγικό περιβάλλον, με άξονα τις δυναμικές που τα νεόκοπα ενεργειακά δεδομένα κυοφορούν. Και που στο βραχυπρόθεσμο μέλλον θα οδηγήσουν σε ανακατατάξεις συμφερόντων και αναδιανομές επιρροών σε ολόκληρη την ανατολικομεσογειακή λεκάνη. Με την Κύπρο αφενός και τη νοτιοανατολική ελλαδική επικράτεια, αφετέρου, να εξελίσσονται σε πόλους ενεργειακών πηγών. Και σε βαθμό που μπορεί ν’ αποβεί κρίσιμος σε ό,τι αφορά τις ευρωπαϊκές (και όχι μόνον) ανάγκες.

Αυτά δεν είναι πια θεωρητικές αοριστολογίες, όπως μπορεί να ήσαν πριν από μερικά χρόνια. Εδράζονται σε απτούς δείκτες κι επιβεβαιωμένα στοιχεία. Πολύ περισσότερο καθώς η Κύπρος ήδη βρίσκεται στο προοίμιο της οριστικής εξορύξεως και αξιοποιήσεως συγκεκριμένου κοιτάσματος, ενώ ετοιμάζεται να προχωρήσει και σε άλλα. Με την Ελλάδα επίσης να κάμνει -καθυστερημένα δυστυχώς- τα δικά της βήματα. Μέσα σε συνθήκες όμως που, και για την πρώτη και για τη δεύτερη, προδιαγράφουν επαχθείς προοπτικές, λόγω κινδύνου χρεοκοπίας.

Αθήνα και Λευκωσία οφείλουν αυτήν τη φορά πιο μελετημένα και με ψύχραιμους υπολογισμούς να προχωρήσουν σε ιστορική στρατηγική ζεύξη. Ουσιαστική και περιεκτική ζεύξη. Όχι πλέον αναβιώνοντας το Δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου, αλλά προάγοντας θεσμικές δυναμικές δημιουργίας Ενιαίου Ενεργειακού Χώρου. Που να ενοποιεί το ενεργειακό πεδίο από τις παρυφές της Πάφου μέχρι τα επιβεβαιωμένα κοιτάσματα της Κρήτης. Και βεβαίως με την από πλευράς Ελλάδος ανακηρύξεως ΑΟΖ στα όρια του Καστελλορίζου. Προλαμβάνοντας βέβαιο τετελεσμένο από πλευράς της Άγκυρας. Που εάν επισυμβεί, θα διασπάσει τη φυσική γεωπολιτική ενότητα Ελλάδος και Κύπρου. Με ό,τι αυτό σημαίνει.

Και σημαίνει πολλά και κρίσιμα όσον αφορά προσδιοριστικές παραμέτρους εθνικής επιβιώσεως και ιστορικής προοπτικής και για τον κυπριακό Ελληνισμό και για την ακεραιότητα ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων σ’ αυτήν τη θαλάσσια ζώνη, όπου η Τουρκία ευθέως εκδηλώνει προθέσεις αμφισβητήσεως. Ελαυνόμενη κι ενθαρρυνόμενη από πάγια φοβικά σύνδρομα της Αθήνας.


Σχολιάστε εδώ