Δεν υπάρχουν χαμένες γενιές, αλλά χαμένοι άνθρωποι!

Με το βιβλίο του «Ανεμώλια» -το οποίο πήρε το Βραβείο Κοινού από το ΕΚΕΒΙ- μας βάζει σε σκέψεις για τα λόγια τα αστόχαστα, τα επιπόλαια και για την έλλειψη ωριμότητας του σύγχρονου ανθρώπου! Αλλά δεν μένει εκεί. Ως εκπαιδευτικός, μιλά για την αποξένωση των παιδιών από το χώμα «γιατί οι νεοέλληνες έχουν τη μανία να τσιμεντάρουν το κάθε τι, ακόμα και τις αυλές».

Η συζήτηση όταν γίνεται πιο φιλοσοφική φτάνει και στο σημείο της αυτογνωσίας: «Το να είσαι αυτός που είσαι νομίζω πως είναι αρκετό από μόνο του» μας λέει ο συγγραφέας με νόημα, ενώ όταν του μιλάμε για χαμένες γενιές δεν συμφωνεί: «Δεν πιστεύω ότι υπάρχουν χαμένες γενιές, αλλά χαμένοι άνθρωποι και ξανακερδισμένοι φυσικά». Τέλος, όταν τον προκαλέσαμε με το δυνατό γενετικό DNA του Έλληνα μας είπε: «Δεν πιστεύω σε καμία αξιολόγηση γενετικού υλικού, αλλά στους δεσμούς μιας κοινωνίας με τον πολιτισμό της».

// Έχετε γράψει αρκετά βιβλία, «Φράουστ», «Η ψίχα εκείνου του καλοκαιριού», «Στη σκιά της πεταλούδας», «Η αηδονόπιτα» κ.ά. Τι είναι αυτό που πυροδοτεί τη φαντασία σας;
Η ίδια η ζωή με όλα αυτά που εγγράφονται μέσα μας κάθε λεπτό -ευχάριστα, δυσάρεστα, οικτρά μερικές φορές, άλλοτε τραγικά. Η ανάγνωση, επίσης, άλλων βιβλίων είναι συχνά επιταχυντής της λογοτεχνικής φαντασίας. Συμβαίνει πολύ συχνά κάποια μυθιστορήματα να γίνονται μήτρες, όπου μέσα τους γεννιούνται νέα βιβλία.

// Τι σας ενέπνευσε για τα «Ανεμώλια» και τι σημαίνει η λέξη;
Το οπισθόφυλλο του βιβλίου νομίζω πως κατατοπίζει αρκετά. Ανεμώλια στη γλώσσα του Ομήρου είναι τα λόγια που τα καταστρέφει και τα σκορπίζει ο άνεμος, κατ’ επέκταση είναι τα αστόχαστα λόγια, τα επιπόλαια. Στο ομώνυμο μυθιστόρημα εύκολα διακρίνει ο αναγνώστης γιατί τα λόγια των βασικών ηρώων είναι ανεμώλια. Δραπετεύοντας πάνω σ’ ένα ιστιοπλοϊκό, οι βασικοί χαρακτήρες του βιβλίου, έχοντας το όνειρο μιας άφθαρτης νεότητας, διαπλέουν το Αιγαίο ως κακέκτυπα των παλιών ομηρικών ηρώων. Μέσα από τα λόγια τους ξεδιπλώνεται η ιστορία μιας ολόκληρης γενιάς, αυτής που ανδρώθηκε μετά τη Μεταπολίτευση και σήμερα βρίσκεται γύρω στα πενήντα.

// Πόσο επηρεάζει η επικαιρότητα τη συγγραφή; Και σας ρωτώ γιατί η ανδρική παρέα του «Ανεμώλια» δραπετεύει μέσω ενός ιστιοπλοϊκού από το νεοελληνικό μηδενισμό. Τα τελευταία τριάντα χρόνια πώς θα τα χαρακτηρίζατε για την Ελλάδα;
Μπορεί να την επηρεάσει έμμεσα ή και άμεσα. Οι περισσότεροι όμως συγγραφείς είναι κάπως επιφυλακτικοί με την επικαιρότητα, γιατί η λογοτεχνία έχει πάντα τη φιλοδοξία να νικήσει τον χρόνο και οι χρονικές εξαρτήσεις από τα εκάστοτε μεγάλα γεγονότα της εποχής τής φαίνονται βαρίδια. Τα τελευταία τριάντα χρόνια η ελληνική κοινωνία αργά, αλλά σταθερά προσχώρησε στις αγκάλες ενός γενικότερου μηδενισμού, παρά τα παχιά λόγια και τις πανταχόθεν κούφιες διακηρύξεις. Πριν από την επίσημη έναρξη της οικονομικής κρίσης, η χώρα είχε νοσήσει θεσμικά, κοινωνικά, πολιτικά και πολιτισμικά. Κάποια στιγμή αντικρίσαμε το κενό που με τόση ζέση πολλοί από εμάς, αθέλητα, είχαμε υπηρετήσει.

// Φιλίες δυνατές υπάρχουν στις μέρες μας, όπως αυτή μεταξύ των ηρώων, ή μόνο συμφέροντα;
Υπάρχουν, και γι’ αυτό είμαι απόλυτα πεπεισμένος. Ωστόσο, η φιλία είναι σαν τον έρωτα, θέλει νοιάξιμο και συντήρηση, μην το ξεχνάμε αυτό.

// Ο Όμηρος πάντα επίκαιρος για τους Έλληνες… Θα βρούμε την Ιθάκη μας; Θα κλείσουμε τα αυτιά στις Σειρήνες; Τους Λαιστρυγόνες και τους Κύκλωπες τους κουβαλάμε μέσα μας;
Φαντάζομαι θα συμφωνείτε ότι θα μπορούσαμε να μιλάμε ώρες ολόκληρες για τον ομηρικό κόσμο. Το ίδιο θα μπορούσαν να κάνουν και οι περισσότεροι άνθρωποι χωρίς να είναι ειδικοί. Αυτό συμβαίνει με όλα τα μεγάλα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, γιατί ένα μέρος τους έχει γίνει κομμάτι της συνείδησης του καθενός. Κατά μία ανάγνωση η «Οδύσσεια» δεν είναι παρά μια μυθική εξιστόρηση του εσωτερικού αγώνα του ανθρώπου προς την ωριμότητα. Εάν αυτό ισχύει, τότε οι περισσότεροι Λαιστρυγόνες και Κύκλωπες υπάρχουν μέσα μας.

// Για εσάς τι νόημα έχει το ταξίδι;
Μέσα σε όλα μου τα βιβλία το ταξίδι υποδύεται πολλούς ρόλους, πότε όχημα αυτογνωσίας, πότε υπαρξιακή περιπλάνηση, άλλοτε έλξη της νοσταλγίας, άλλοτε δράση και συνάντηση με τον Άλλο που στέκει δίπλα μας ή και απέναντι.

// Από μικρός γράφατε ιστορίες;
Πάντα μου άρεσε να ακούω ιστορίες, μάλιστα με μια βουλιμία που δεν είχε τελειωμό. Κάποια στιγμή ήρθε η ώρα να πάρω τον ρόλο του αφηγητή, χωρίς αυτό να σημαίνει πως έχω σταματήσει να ακούω ιστορίες. Είμαι πάντα ένας πρόθυμος ακροατής.

// Πάντως, «πατρίδα» σας πρέπει να έχετε τα παιδικά σας χρόνια… Το ένιωσα έντονα με την «Ψίχα εκείνου του καλοκαιριού»… Το ανυπέρβλητο ελληνικό καλοκαίρι… Τα παιδιά ζουν πλέον τέτοια καλοκαίρια;
Έχετε δίκιο, «πατρίδα» όλων μας είναι η παιδική μας ηλικία, αυτή η φράση είναι πλέον κλασική. Θα συμφωνείτε φαντάζομαι πως εκείνο που φωτίζει με θαυμαστό τρόπο την κάθε παιδική ηλικία είναι η παντελής έλλειψη υποψίας του παιδιού απέναντι στη φθορά και στον θάνατο. Η παιδική ηλικία μάς εντυπωσιάζει ασταμάτητα, γιατί είναι η πιο χειροπιαστή αίσθηση αθανασίας. Στην «Ψίχα εκείνου του καλοκαιριού» προσπάθησα να δώσω αυτό ακριβώς μέσα στην ατμόσφαιρα του ελληνικού καλοκαιριού, μια σκιαγράφηση του έπους της παιδικής ηλικίας, του ηρωικού αγώνα της ζωής απέναντι στη φθορά και στον θάνατο. Ο βασικός χαρακτήρας του βιβλίου υποψιάζεται τη φθορά με την πρώτη υπόνοια της ήβης, η οποία και οδηγεί αναπόφευκτα έξω από την Εδέμ. Εννοείται βέβαια πως μια τέτοια θεώρηση της παιδικής ηλικίας δεν ταιριάζει με τα παιδιά εκείνα που δυστυχούν από καταστροφές, πολέμους, γιατί αυτά υφίστανται σημαντικές παραμορφώσεις στον ψυχισμό τους, κάτι εξαιρετικά τραγικό. Με ρωτάτε ακόμα αν τα παιδιά ζουν πια τέτοια καλοκαίρια. Μάλλον όχι, αυτό δεν σημαίνει όμως πως ζουν μέσα σε λιγότερο φως. Στερούνται βέβαια τη σχέση με πράγματα που για μας τότε ήταν πρωταρχικά, όπως το χώμα, για παράδειγμα, που τους είναι ξένο. Αυτό δεν συμβαίνει μόνο στα παιδιά των πόλεων αλλά και στις κωμοπόλεις και στα χωριά, γιατί οι νεοέλληνες έχουν τη μανία να τσιμεντάρουν το κάθε τι. Πόσες αυλές με χώμα έχετε δει;

// Δάσκαλος και συγγραφέας. Κάθε φορά που γράφετε ένα νέο βιβλίο έχετε στο πίσω μέρος του μυαλού σας το μήνυμα που θα θέλατε να στείλετε;
Πολύ συχνά σε συναντήσεις με αναγνώστες δέχομαι αυτό το ερώτημα. Οι δύο αυτές μου ιδιότητες πρέπει να μένουν ξέχωρα η μία από την άλλη. Δάσκαλος σημαίνει βεβαιότητες σε αλήθειες και αρχές, σημαίνει στιβαρός λόγος με σαφή στόχευση. Ο συγγραφέας συχνά αμφιβάλλει, έχει το δικαίωμα και την πολυτέλεια να μετεωρίζεται ως ένας από τους χιλιάδες αναζητητές της αλήθειας και του εαυτού του. Μεταφέρει όχι μηνύματα ξεκάθαρα αλλά αγωνίες, μπορεί και εφιάλτες. Είναι άλλο ένα απολωλός στον μεγάλο κάμπο της τέχνης και αναζητεί μια ήρεμη λίμνη να καθρεφτίσει το είδωλό του. Ο δάσκαλος υπηρετεί την κοινωνία, ο συγγραφέας πρώτιστα τη δική του αγωνία. Έμαθα, λοιπόν, να ανοιγοκλείνω τον διακόπτη και να μεταπηδώ από τον ένα ρόλο στον άλλο, δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς.

// Το εκπαιδευτικό σύστημα δίνει ώθηση στα παιδιά να ασχοληθούν με το εξωσχολικό βιβλίο;
Η ανάγνωση είναι από τις μεγαλύτερες απολαύσεις και συντροφιά… Τα παιδιά γιατί το αποστρέφονται;
Τα τελευταία χρόνια έχουν υπάρξει πολλές πρωτοβουλίες προς την κατεύθυνση της φιλαναγνωσίας. Στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση μπορούμε να προχωρήσουμε, όπως και στο γυμνάσιο. Στο λύκειο όμως κάτω από τη σπάθα των Πανελλαδικών Εξετάσεων όλα αυτά πάνε περίπατο, δυστυχώς…

// Πιστεύετε ότι ζούμε σε εποχές που οι άνθρωποι των τεχνών και των γραμμάτων πρέπει να σιωπούν;
Είμαι από αυτούς που πιστεύουν πως οι συγγραφείς μιλάνε κυρίως μέσα από τα βιβλία τους, αυτή είναι η κατάθεση, η προσφορά τους στον κόσμο. Εφόσον υπάρχει διάθεση από την πλευρά του συγγραφέα για πολιτικό ακτιβισμό ή απλά παρεμβάσεις στις δημόσιες υποθέσεις, έχει καλώς. Όμως, σε μακροσκοπική προοπτική, αυτά είναι πάρεργο, το σημαντικό για τους ανθρώπους είναι η προσφορά του συγγραφικού έργου. Ελάχιστοι νομίζω θυμούνται σήμερα την πολιτική δράση που ανέπτυξε ο Βίκτωρ Ουγκό, αντίθετα θα κηλιδώνει για πάντα τη μνήμη του Έζρα Πάουντ η ανάμειξή του στον ιταλικό φασισμό. Ήταν ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές του εικοστού αιώνα κι όμως έδειξε αφέλεια στην εκφορά του δημόσιου λόγου του.

// Ο Βασίλης Βασιλικός σε συνέντευξή του είπε «Είμαι ευτυχισμένος γιατί είχα κοντά μου τον απλό αναγνώστη και όχι τον διανοούμενο». Είναι και δικός σας στόχος αυτός;
Θα συμφωνήσω απόλυτα με τον Βασίλη Βασιλικό. Γράφω για όλους τους ανθρώπους, αυτή είναι η πρόθεσή μου. Αυτό δεν σημαίνει πως όλα τα βιβλία μου μπορούν να διαβαστούν από όλους, αυτό θα ήταν ο απόλυτος λαϊκισμός. Γράφω όμως χωρίς προδιαγεγραμμένους αποκλεισμούς και γνωστικές προϋποθέσεις κατανόησης, που θα έστρεφαν αναγκαστικά τα βιβλία μου προς τους διανοουμένους ή τους εξαιρετικά ασκημένους αναγνώστες. Αγαπώ να γράφω βιβλία που στηρίζονται κυρίως στη δύναμη του λόγου, στις ανατροπές, στη δράση και στο συναίσθημα. Θέλω όμως να προσθέσω πως ως αναγνώστη με ενδιαφέρει πολύ εκείνη η ιδιαίτερη λογοτεχνία που μερικές φορές αναδύει μια μυρωδιά εργαστηρίου, γιατί έχει την αξία της, όμως δεν θα ήθελα να την υπηρετήσω, δεν αισθάνομαι να το κάνω.

// Έχετε πάρει και το βραβείο του δήμου και των σοφιστών. Τι σημαίνει για εσάς το Βραβείο Κοινού από το ΕΚΕΒΙ;
Θα ξεχωρίσω μια φράση από τη δήλωσή μου ύστερα από τη βράβευση και θα την επαναλάβω: «Σημαίνει ένα φιλικό χτύπημα από τους ανθρώπους στην πλάτη που μου λέει να συνεχίσω».

// Διαβάζει ο Έλληνας σήμερα ή φοβάται να ανοίξει το βιβλίο; Η τηλεόραση πόσο φταίει που δεν διαβάζει ο Έλληνας;
Θυμάμαι μια φράση του Κονδυλάκη από τον 19ο αιώνα. Έλεγε λοιπόν εκείνος ο Κρητικός με το πολύ χιούμορ πως οι χειρότεροι εχθροί των βιβλίων είναι τα ποντίκια και οι Έλληνες. Βλέπετε, αυτή η αίσθηση που μου μεταφέρετε είναι από παλιά. Σήμερα έχουν αλλάξει από τότε αρκετά, διαθέτουμε άλλωστε και μετρήσεις. Νομίζω πως δεν είμαστε σε απογοητευτική κατάσταση, αλλά δεν έχουμε και λόγους να είμαστε ευχαριστημένοι. Έχουμε, είναι αλήθεια, τον περισσότερο χρόνο τηλεθέασης από κάθε άλλο Ευρωπαίο πολίτη και η χρήση του διαδικτύου εξαπλώνεται ραγδαία. Όλοι εμείς οι συγγραφείς καλούμαστε να ανατρέψουμε λίγο αυτήν την κατάσταση γράφοντας βιβλία που θα επανατοποθετήσουν στο προσκήνιο το δέλεαρ της ανάγνωσης.

// Οι ήρωες του «Ανεμώλια» ψάχνουν την ομορφιά που καταλύει το χρόνο; Ποια είναι αυτή; Η μαγεία της φύσης; Η δύναμη της αγάπης;
Ο κάθε αναγνώστης θα βρει μόνος του και θα ορίσει αυτήν την ομορφιά. Το γοητευτικό παιχνίδι της νοηματοδότησης του κειμένου από τον κάθε αναγνώστη πρέπει να είναι πάντα ανοιχτό και σε εξέλιξη.

// Η δίψα για νεότητα είναι μια παράμετρος στα «Ανεμώλια». Μήπως γιατί ο νέος είναι αυτός που αντιδρά στο σύστημα λόγω ηλικίας; Και η σοφία και η ωριμότητα δεν είναι στοιχεία που πρέπει να επιδιώκει ο άνθρωπος;
Η αντίδραση απέναντι σε ένα οποιοδήποτε αξιακό σύστημα είναι χαρακτηριστικό της νεότητας. Η όποια σοφία και ωριμότητα που συσσωρεύεται από τον πλούτο της εμπειρίας έρχεται αργότερα. Οι ήρωες στα «Ανεμώλια» θα μπορούσε να πει κανείς ότι ζουν σε μια υβριδική κατάσταση ύπαρξης. Απ’ τη μια, είναι πολύ κουρασμένοι για κάθε είδους νεανική παρόρμηση, αλλά την ίδια στιγμή παρουσιάζουν δυσανεξία στην ωριμότητα.

// Προσόν ή μειονέκτημα να είσαι Έλληνας σήμερα;
Το να είσαι αυτός που είσαι νομίζω πως είναι αρκετό από μόνο του.

// Ο άνθρωπος αλλάζει με τα χρόνια;
Νομίζω μόνο κάποιες φορές το δέρμα του, κατά τα άλλα οδεύει με την ιδιοπροσωπία του μέχρι τέλους.

// Ποια είναι η μεγαλύτερη ευτυχία στη ζωή;
Μήπως η δημιουργία;
Θα μπορούσε ίσως να είναι ένα καλό τροχιοδεικτικό της ευτυχίας.

// Και η αλήθεια;
Η αναζήτησή της, γιατί όχι; Ανάκατη όμως με αγωνία…

// Υπάρχει φως στο τούνελ; Τα παιδιά που μεταναστεύουν είναι μια χαμένη γενιά;
Δεν πιστεύω ότι υπάρχουν χαμένες γενιές, αλλά χαμένοι άνθρωποι και ξανακερδισμένοι φυσικά. Στο πέρασμα των χρόνων υπάρχουν διακυμάνσεις στις δυσκολίες, αυτό όμως δεν το αντιλαμβάνομαι επ’ ουδενί ως απώλεια.

// Εκατό χρόνια από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, ενενήντα χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Έχουμε ζήσει δύσκολες εποχές οι Έλληνες. Δυνατό DNA. Και σας ρωτώ γιατί στο βιβλίο σας «Στη σκιά της πεταλούδας» περνά όλη η σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας…
Δεν πιστεύω σε καμιά αξιολόγηση γενετικού υλικού, αλλά στους δεσμούς μιας κοινωνίας και στην αυτοσυνειδησία του πολιτισμού της. Ο νεότερος ελληνισμός εκτιμώ πως είχε ανθεκτικούς αρμούς και άντεξε πολλά. Έγραψα τη «Σκιά της πεταλούδας» γιατί ήθελα να μιλήσω για τα πρόσωπα των παππούδων και των γιαγιάδων μας μέσα από τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες που μας κληροδότησαν. Ήθελα να μιλήσω για αυτούς ανθρώπινα, έξω από το λεξιλόγιο της επίσημης ιστορίας. Θέλησα να μιλήσω για χαραγμένα πρόσωπα, για μυρωδιές που πια σπανίζουν, για ορμές ζωής που έχουν γίνει δυσεύρετες.

// Τους δράκους, τα ξωτικά πλάσματα και τα τέρατα -δανείζομαι την υπόθεση από το βιβλίο σας «Αποσπάσματα από το βιβλίο του ωκεανού»- πώς τα πολεμάμε; Τoν θάνατο, τους φόβους, τη μοναξιά;
Διαβάζοντας, ελπίζοντας, βοηθώντας, αγαπώντας.

// Ύστερα από είκοσι χρόνια επανεκδίδεται το πρώτο σας μυθιστόρημα «Φράουστ». Η αλήθεια βρίσκεται στα μεγάλα κλασικά έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας ή τη σοφία για το καλό και το κακό την έχει ή ίδια ή ζωή;
Μα, η ίδια η ζωή γέννησε τα μεγάλα έργα της λογοτεχνίας και αυτά βρίσκονται πάντα μαζί της σε μια συνεργατική σχέση. Όταν θα σταματήσουν να συνομιλούν μαζί της, θα πάψουν να είναι κλασικά και θα αποχωρήσουν για τα καμαρίνια της ιστορίας.


Σχολιάστε εδώ