Πώς εξασφαλίζεται η βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους;

Αλλά και το κυριότερο για τον ελληνικό λαό είναι ότι τα μέτρα που θα ληφθούν στο μέλλον για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας θα είναι συνάρτηση των εξελίξεων στο δημόσιο χρέος. Όσο η εξασφάλιση της βιωσιμότητας θα απομακρύνεται, τόσο τα μέτρα θα είναι δυσμενέστερα και επαχθέστερα για τη μεγάλη πλειονότητα του ελληνικού λαού. Η πρόσφατη απόφαση του Eurogroup για τη χορήγηση της δόσης του δανείου είναι μια αναμφισβήτητη ανάσα για την ελληνική οικονομία και τη διατήρηση του σημερινού status quo, αλλά επ’ ουδενί λόγω μπορεί να θεωρηθεί ότι εξασφαλίζει τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Σημειώνουμε ότι σήμερα το χρέος βρίσκεται στα 340 δισ. ευρώ ή στο 176% του ΑΕΠ, ενώ το 2005 το χρέος ήταν στα 195,4 δισ. ή στο 101,2% του ΑΕΠ.

H ύφεση που μαστίζει την οικονομία μας από το 2009 και μέχρι σήμερα, χωρίς να μπορεί να προσδιοριστεί ο χρόνος της υποχώρησής της, έχει συρρικνώσει το ΑΕΠ περίπου κατά 15% (ΑΕΠ 2009=231 δισ., ΑΕΠ 2012 εκτιμάται στα 203 δισ.). Όσο το ΑΕΠ μειώνεται, τόσο το χρέος αυξάνεται ως ποσοστό του, έστω κι αν παραμένει στο ίδιο επίπεδο. Αυτό σημαίνει ότι εάν ακόμη καταφέρουμε να μηδενίσουμε τις δανειακές ανάγκες του κράτους (εντελώς απίθανο βέβαια) και σταματήσει ο δανεισμός μας, αν δεν ξεφύγουμε από την ύφεση, το δημόσιο χρέος θα ανεβαίνει, καθώς θα μειώνεται το ΑΕΠ (ως ποσοστό του βέβαια).

Έχει γίνει δεκτό ότι ένα χρέος θεωρείται βιώσιμο όταν φτάνει μέχρι το 120% του ΑΕΠ. Βέβαια αυτό είναι ένα πλαφόν θεωρητικό, το οποίο όμως δεν δέχονται οι αγορές και οι οίκοι αξιολόγησης. Αυτοί έχουν ως κριτήρια το σύνολο των μακροοικονομικών εξελίξεων μιας οικονομίας και τις προοπτικές της. Και φυσικά και το ύψος του χρέους και τις δυνατότητες της μελλοντικής εξυπηρέτησής του. Το ΔΝΤ δέχεται ότι ένα δημόσιο χρέος που είναι κάτω από το 120% του ΑΕΠ είναι βιώσιμο. Και για τον λόγο αυτό η κ. Λαγκάρντ επέμενε σε ένα γενικό κούρεμα του ελληνικού χρέους, ώστε το 2020 ή το αργότερο το 2024 το ποσοστό του χρέους να φτάσει στο 120% του ΑΕΠ.

Όπως είναι γνωστό, το Eurogroup αποφάσισε διαφορετικά. Επαναγορά ενός τμήματος του χρέους και μια δέσμη μέτρων που πιθανόν να οδηγήσει σε μείωσή του. Αυτό όμως το πλάνο αντιμετώπισης δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα οδηγήσει στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Δεν είναι η λύση του προβλήματός μας. Απλώς είναι ένας συμβιβασμός μεταξύ της απαίτησης της κ. Λαγκάρντ για κούρεμα και της άποψης της κ. Μέρκελ για αποφυγή του κουρέματος, εν όψει των γερμανικών εκλογών. Η επαναγορά ενός τμήματος του δημοσίου χρέους, σύμφωνα με τα σενάρια της Ευρωζώνης, θα πρέπει να αποδώσει 40 δισ. ευρώ στη μείωση του χρέους. Για τον σκοπό αυτό θα διατεθούν τώρα από τον Μηχανισμό Στήριξης (EFSF) 10,2 δισ. Τα οποία θα φτάσουν για επαναγορά ίσως 30 δισ. από το ελληνικό χρέος. Ήδη η διαδικασία αυτή άρχισε από το υπουργείο Οικονομικών της Ελλάδος. Αυτή η χρηματοδότηση από τον EFSF δεν θα προστεθεί στο δημόσιο χρέος. Ό,τι απομείνει για να φτάσουμε στην επαναγορά συνολικά 40 δισ., θα πρέπει να εξαγοραστεί με ελληνικούς πόρους. Δηλαδή με τα έσοδα από κρατικοποιήσεις και από πλεονάσματα του ελληνικού κρατικού προϋπολογισμού. Εάν ο στόχος αυτός δεν επιτευχθεί, τότε η κ. Λαγκάρντ είναι υποχρεωμένη να προχωρήσει στην αποχώρηση του ΔΝΤ από τη δανειοδότηση της χώρας μας. Και αυτό σημαίνει ότι θα δημιουργηθεί σε βάρος της Ελλάδας ένα κενό χρηματοδότησης ύψους 28 δισ. ευρώ, που είναι η συμμετοχή του ΔΝΤ στη δανειοδοτική μας «τρόικα». Με όλα τα παραπάνω δεδομένα γεννάται το ερώτημα: θα μπορέσει τελικά η Ελλάδα να αποφύγει τη λήψη αντιλαϊκών μέτρων σε βάρος των εργαζομένων;

Δυστυχώς χωρίς τη λήψη νέων μέτρων οι λογαριασμοί δεν βγαίνουν, καθώς οι υποχρεώσεις που ανέλαβε η Ελλάδα και οι στόχοι στους οποίους έχει συμφωνήσει είναι τέτοιοι που δεν επιτρέπουν καμία αισιοδοξία. Έτσι η Κομισιόν σε σχετική έκθεσή της προβλέπει ότι στο νέο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα, που θα εφαρμοστεί τη διετία 2015-2016, θα καταστεί αναγκαία η λήψη νέων συμπληρωματικών μέτρων ύψους 16 δισ. ευρώ, ενώ το ΔΝΤ σε σχετική έκθεσή του υπολογίζει ότι τα μέτρα αυτά θα φτάσουν στα 19 δισ. Το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα για τη διετία 2013-2014 προβλέπει, ως γνωστόν, τα μέτρα αυτά που ψηφίστηκαν από τη Βουλή και τα οποία συμπληρώνονται με το φορολογικό νομοσχέδιο που θα ψηφιστεί από τη Βουλή αυτές τις μέρες. Οι προβλέψεις και της ελληνικής κυβέρνησης και της Ευρωζώνης είναι ότι δεν θα χρειαστεί η λήψη και άλλων συμπληρωματικών μέτρων κατά την προσεχή διετία. Όμως ή σφάλλουν ή ενσυνείδητα πέφτουν έξω στις προβλέψεις τους, για να βρουν δικαιολογία για επιβολή νέων εξοντωτικών μέτρων. Με αυθάδεια και οι έλληνες αξιωματούχοι (πρωθυπουργός, Στουρνάρας, Προβόπουλος) υπολογίζουν ότι η ύφεση θα υποχωρήσει το 2013 στο 4,2-4,5% του ΑΕΠ. Το ίδιο ποσοστό έχει υιοθετήσει και η Ευρωζώνη. Όμως το 2013, με την εφαρμογή αυτών των μέτρων και την αύξηση της ανεργίας, θα έχουμε διπλάσιο ποσοστό ύφεσης εάν προσθέσουμε τις επιπτώσεις και από την αύξηση του φορολογικού βάρους. Ίσως όλοι αυτοί οι έλληνες και ξένοι αξιωματούχοι έχουν αποφασίσει να καταστρέψουν την οικονομία μας για να εξοντωθεί ο ελληνικός λαός. Στο μεταξύ όλοι αυτοί οι ξαφνικά και αδικαιολόγητα πλουτίσαντες εξακολουθούν να απολαμβάνουν ανενόχλητοι τη χλιδή που τους προσφέρει η καταλήστευση της ελληνικής κοινωνίας και του ελληνικού πλούτου. Και όλο το βάρος της αντιμετώπισης της κρίσης πέφτει στους ώμους των ειλικρινών φορολογουμένων και ο πέλεκυς είναι βαρύτερος για όσους έχουν πάνω από δύο παιδιά. Ελληνική πρωτοτυπία και παγκόσμια πατέντα φορολογικής δικαιοσύνης μπορεί να διεκδικήσει το δίδυμο Σαμαρά-Στουρνάρα. Και έχουμε και τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ να χύνει κροκοδείλια δάκρυα, ενώ είναι αυτός που μας έβαλε μέσα σ’ αυτό το τούνελ της αφόρητης φορολογικής επιβάρυνσης.

Με την ύφεση να σκαρφαλώνει τον ανήφορο και να παρουσιάζει σοβαρή απόκλιση από τις προβλέψεις των «σοφών» εμπειρογνωμόνων, με τις σημαντικές αποκλίσεις που θα παρουσιάσει ο κρατικός προϋπολογισμός του 2013 και με τα μειωμένα έσοδα που θα εισπραχθούν από τις κρατικοποιήσεις, η λήψη συμπληρωματικών μέτρων κατά τη διετία 2013-2014 καθίσταται αναγκαία. Και πέραν αυτών, υπάρχουν και τα προβλήματα των διαφόρων ασφαλιστικών ταμείων, που η συνέχιση της λειτουργίας τους απαιτεί γενναία επιχορήγηση από το κράτος.

Πώς θα λειτουργήσει το ΕΟΠΥΥ χωρίς χρήματα; Πώς θα συντηρηθούν τα κρατικά νοσοκομεία που είναι καταχρεωμένα; Υπολογίζεται ότι οι ανάγκες για τη συνέχιση της παροχής ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και χορήγησης συντάξεων θα απαιτήσουν την προσεχή διετία περίπου 30 δισ. ευρώ. Πόσα θα μπορέσει να εισπράξει το ΙΚΑ και ο ΟΓΑ για να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους αυτές; Άλλη μια μαύρη τρύπα που πρέπει να καλυφθεί. Όλα αυτά οδηγούν στο συμπέρασμα ότι την προσεχή διετία θα πρέπει να περιμένουμε και καινούργια δέσμη μέτρων. Βιάστηκε ο κ. Σαμαράς να μας διαβεβαιώσει ότι τα μέτρα που ψηφίστηκαν, των 11,5 δισ., θα είναι τα τελευταία. Καλή είναι η αισιοδοξία, αλλά πρέπει να υπάρχει και σοβαρότητα. Και οι πολιτικοί πρέπει να μάθουν ότι δεν μπορούν επ’ άπειρον να παραμυθιάζουν τον λαό και τελικά με τις επιλογές τους να τον οδηγούν στην εξόντωση.

Μια πρόσφατη μελέτη του υπουργείου Οικονομικών καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το 2020 και μετά την επαναγορά τμήματος του δημοσίου χρέους ύψους 60 δισ., το χρέος στην καλύτερη περίπτωση θα κυμανθεί στο 130% του ΑΕΠ και στη χειρότερη περίπτωση στο 140% του ΑΕΠ. Χωρίς να υπολογιστεί το κόστος της επιμήκυνσης που η ελληνική κυβέρνηση θεωρεί ότι δεν υφίσταται, ενώ η Κομισιόν και το ΔΝΤ έχουν υπολογίσει ότι θα στοιχίσει 13-15 δισ. ευρώ. Όλα αυτά σημαίνουν ότι είναι πάρα πολύ δύσκολο να πετύχουμε να φτάσουμε σε βιώσιμο χρέος. Και για να το πετύχουμε αυτό μέχρι το 2020 (ή έστω μέχρι το 2024) πρέπει να συντρέξουν συγχρόνως οι παρακάτω προϋποθέσεις:

α) Πλήρης επιτυχία της επαναγοράς μέρους του χρέους που η σχετική διαδικασία ολοκληρώθηκε την περασμένη βδομάδα.

β) Το κούρεμα του χρέους φαίνεται ότι αποτελεί μία λύση, εφόσον τελικά η επαναγορά δεν επιτύχει σε μεγάλο βαθμό. Και έχουμε τη γνώμη ότι μετά τις γερμανικές εκλογές που θα διεξαχθούν το 2013 η Γερμανία θα συγκατατεθεί για ένα κούρεμα του χρέους.

γ) Κούρεμα επίσης χρειάζεται και για τους τόκους που έχουν κερδίσει μέχρι τώρα από τα ελληνικά ομόλογα η ΕΚΤ και οι επίσημοι δανειστές μας, δηλαδή τα κράτη μέλη της Ευρωζώνης και το ΔΝΤ που συμμετείχαν στον δανεισμό μας. Είναι αδιανόητο τα κράτη αυτά να κερδοσκοπούν σε βάρος ενός άλλου κράτους μέλους της ίδιας ένωσης.

δ) Πέρα από αυτά πρέπει να επιδιώξουμε και τη μείωση των επιτοκίων και από το ΔΝΤ και από τα κράτη μέλη της Ευρωζώνης που μας δάνεισαν. Κλείνοντας τη σημερινή μας παρουσίαση θα πρέπει να πούμε ότι οριστική απόφαση για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους θα πρέπει να περιμένουμε στο τέλος της επόμενης χρονιάς.


Σχολιάστε εδώ