Μια Φορά Και Έναν Καιρό
Εκεί, γύρω στα τέλη της δεκαετίας του ʼ50 και καθώς βαδίζαμε πλησίστιοι για το εξήντα, χαμογέλασε δειλά δειλά το χειλάκι μας. Με δάκρυα στα μάτια ακόμη νωπά, αρχίσαμε να γευόμαστε τις μικρές εκείνες χαρές που ούτε μπορούσαμε να ονειρευτούμε πως θα χαιρόμαστε κάποτε, όταν ζούσαμε βουτηγμένοι μέσα στον ζόφο. Ένα ατέλειωτο «λούκι» που κράτησε κοντά 20 χρόνια, με πολέμους, κατοχή, πείνα, εκτελέσεις, εξαθλίωση, συν έναν αδικαιολόγητο αιματηρό εμφύλιο που ακολούθησε. Και για επιδόρπιο οι καταστροφικοί σεισμοί των Ιονίων Νήσων και της Μαγνησίας. Χρόνια γεμάτα αίμα και ερείπια.
Και τώρα, που όλα καταλάγιασαν, μια καινούργια ζωή ανοιγόταν μπροστά μας. Μια ζωή… «χλιδάτη» και ανέλπιστη. Στα μαγαζιά φιγουράριζαν φορέματα και κοστούμια μοδάτα για να πετάξουμε από πάνω μας τα αποφόρια, βοήθεια της ΟΥΝΡΑ. Παπούτσια κρεπ με δυο δάχτυλα σόλα φόραγαν ανδρικά και γυναικεία ποδάρια. Φυσικά τα γυναικεία πρόβαλλαν ωραιότερα μέσα σε κάλτσες «νάιλον», που τότε ήσαν πανάκριβες, και αβίαστα γινόταν παραφθορά του γνωστού αξιώματος ότι οι «νάιλον κάλτσες θέλουν και… επιδέξιες γάμπες». Κομψοί νεαροί κάλυπταν το απαστράπτον από «μπριγιόλ» τριχωτό μέρος της κεφαλής τους με καπέλα πλατύγυρα, αντιγράφοντας τον Κλαρκ Γκέιμπλ ή τον Τάιρον Πάουερ, που έβλεπαν στα αμερικάνικα φιλμ στον «Ορφέα», τον «Έσπερο» και τα «Τιτάνια». Οι ίδιοι αυτοί νεαροί κομψευόμενοι, πάντα φρεσκοσιδερωμένοι και ατσαλάκωτοι, αποκτούσαν επαξίως τον τίτλο του «σνομπ» και κοκορεύονταν. Η άρση των περιορισμών απελευθέρωσε την εισαγωγή ΙΧ αυτοκινήτων, που λαμποκοπούσαν στις αντιπροσωπείες. Στη σειρά φιγουράριζαν μάρκες που πολλές δεν υπάρχουνε πια, προκαλώντας όσους είχαν εξασφαλισμένο εισόδημα να αποκτήσουνε «ρόδα» με μικρή προκαταβολή και πολλές δόσεις. Επιβραδυντικός παράγοντας στην εξάπλωση του ιδιωτικού αυτοκινήτου ήταν η επιβολή «έκτακτης εισφοράς», με δικαιολογία τους σεισμούς του Βόλου. Πάνω στους καινούργιους ασφαλτοστρωμένους δρόμους κυκλοφορούσαν «αφεντάδικα» Όπελ, Τάουνους, Κόνσουλ και άλλα, ενώ τους νεότερους κατακτούσαν παιχνιδιάρικα Saab, mini Cooper, τρεχαλιτζίδικα καμπουριαστά Volvo 544 και στρουμπουλές Τζουλιέτες, αστέρια της Alfa Romeo, με ασυγκράτητους σπορτίφ οδηγούς, που έσπαγαν συνέχεια τα μούτρα τους. Στους αντίποδες ήσαν τα συντηρητικά, για τους «πτωχούς και όχι ανοήτους», δηλαδή κυρίως τα οικονομικά σε κατανάλωση βενζίνης. Ένα που έγινε ιστορικό από διαφήμιση του Μποστ στο περιοδικό «Ταχυδρόμος» ήταν η Dauphine της Ρενό, όπου «Νέος τίμιος και εργατικός προτείνει γάμον» με γράμμα που έστειλε σε κοπελιά, και που ανάμεσα στα προσόντα του προβάλλει το πόσο οικονόμος είναι. Γράφει «αγόρασα αφτοκίνιτον ακούων ις το όνομα Ντωφίν, 5 θέσεων, πλήρη κονφόρ, κέων το δοχείον εις τα 280…» Η επιστολή άρχιζε:- «Αγαπηιτή Δεσποινίς Σοφία, Ποθό να συνεβρεθό μετά του σεβαστού πατρός σας με σκοπόν τον γάμον…» Για την ιστορία, η απάντησή της ήταν ενθαρρυντική…
Το πολυπόθητο αυτοκίνητο ήταν η κυριαρχούσα συζήτηση στις παρέες. Ανταλλάσανε οι νέοι πληροφορίες για την τάδε μάρκα, την ανώτατή της ταχύτητα και τη ρεπρίζ της, με βασική ερώτηση στα «πόσα δευτερόλεπτα πιάνει τα 100 χιλιόμετρα την ώρα» και αν τα καθίσματα γίνονται κρεβάτι. Οι οικογενειάρχες, πάλι, ρωτούσαν για την κατανάλωση, τους φορολογήσιμους ίππους, τη χωρητικότητα του πορτμπαγκάζ και άκρως… εμπιστευτικά και χαμηλόφωνα, μιας και οι τοίχοι έχουν αυτιά, αν τα καθίσματα γίνονται κρεβάτι…
Οι συναναστροφές είχαν χωριστεί σε… ανδρών και γυναικών, όπου οι μεν αρσενικοί, μαζεμένοι σε μιαν άκρη, κουβέντιαζαν ώρες συγκρίνοντας ίππους και στροφές, οι δε γυναίκες παραπέρα μιλούσανε για φλεξ-φόρμ, για συνταγές φαγητών που δεν παχαίνουν και έπλητταν θανάσιμα.
Ήσαν ανεπανάληπτα εκείνα τα χρόνια με το ξεπέταγμα της χώρας μας σε όλους τους τομείς. Η πανίσχυρη δραχμούλα μας ήταν περιζήτητη στο εξωτερικό, καθώς είχαν αρχίσει τα ταξίδια με αυτοκίνητο στην Ευρώπη, που έγιναν προσιτά με το δρομολογημένο Πάτρα-Ηγουμενίτσα-Μπρίντιζι φέρι «Εγνατία» και το κόκκινο εκατοντάδραχμο ήταν παντού καλοδεχούμενο. Ο Έλληνας πρωτογνώρισε τα μεγάλα σουπερμάρκετ και επισκέφθηκε μέρη που είχε ακουστά ή που διάβασε σε βιβλία. Συνάντησε άλλους πολιτισμούς, επισκέφτηκε μουσεία και συνεννοήθηκε με λίγες ξένες λέξεις και πολλή παντομίμα. Έστειλε καρτ ποστάλ «με αγάπη από…» και επιστρέφοντας έφερε μικρά δωράκια, σουβενίρ από το ταξίδι του για να τον ζηλεύουν περιγράφοντας εντυπώσεις.
Αλλά και εδώ, στην Ελλαδίτσα μας, ζούσαμε κάτι πρωτόγνωρο, καθώς είχε γίνει επίκεντρο του παγκόσμιου ενδιαφέροντος. Οι επισκέψεις μεγάλων ηγετών ακολουθούσαν η μία την άλλη. Ο Ντε Γκολ, ο Αντενάουερ, ο Τίτο, ο Αϊζενχάουερ επισκέπτονταν ο ένας μετά τον άλλον τη χώρα μας, και ο ερχομός τους καταλάμβανε τα πρωτοσέλιδα του ξένου Τύπου. Ακόμα, κάτι οι «βασιλικές κρουαζιέρες» με ξένους εστεμμένους, κάτι ο βασιλικός γάμος της πριγκίπισσας Σοφίας με τον Δον Χουάν της Ισπανίας, οι προβολείς του παγκόσμιου… «life style» φώτιζαν την Ελλάδα, προβάλλοντας ταυτόχρονα τις ομορφιές της. Ο τουρισμός κάλπαζε. Μοντέρνα ξενοδοχεία, τα «Ξενία», φύτρωναν σε όλα τα γραφικά μέρη μας και χολιγουντιανές ταινίες γυρίζονταν στον τόπο μας. Συγκινηθήκαμε ακούγοντας τη Σοφία Λόρεν να τραγουδάει ελληνικά «Τι είναι αυτό που το λένε αγκάπη» των Μωράκη»- Φερμάνογλου στο «Παιδί και το δελφίνι», γυρισμένο, νομίζω, στην Ύδρα. Τι να πρωτοθυμηθείς και τι να νοσταλγήσεις πρώτο από τα χρόνια εκείνα που η Ελλαδίτσα μας πραγματικά κάλπαζε.. Η Σουηδική Ακαδημία τιμούσε με το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας τον έλληνα διπλωμάτη Γεώργιο Σεφεριάδη, τον γνωστό μας Γιώργο Σεφέρη, ενώ λίγο πρωτύτερα κέρδιζε το βραβείο Όσκαρ ο Μάνος Χατζιδάκις για τη μουσική του στην ταινία «Ποτέ την Κυριακή». Θριάμβευε η Μαρία Κάλλας και από τη Σκάλα του Μιλάνου κατακτούσε τις όπερες της υφηλίου, ο δε «δικός μας» Δημήτρης Μητρόπουλος, που ξεκίνησε από το Παλαιό Φάληρο, έγινε διευθυντής της Συμφωνικής Ορχήστρας Μετροπόλιταν της Νέας Υόρκης, μέχρι που κάποιος καλαμπουρτζής τη βάφτισε… «Μητροπούλιταν», ενώ ο ερευνητής καθηγητής Ενεπεκίδης αποκαλύπτει σε γραπτά του ότι ο μεγάλος μαέστρος Φον Κάραγιαν προέρχεται από τους Καραγιάννηδες της Καστοριάς. Και δεν πρέπει να παραβλέψομε (αδιαφορώντας για το τι του προσάπτουν) πως ένας κάποιος Αναγνωστόπουλος ξεκίνησε μετανάστης από τους Γαργαλιάνους με τρύπιο βρακί και ότι ο γιος του έφτασε αντιπρόεδρος -δηλαδή εν δυνάμει Πρόεδρος- των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Και πως λίγα χρόνια αργότερα ένας άλλος γιος μετανάστη, ο Μάικλ Δουκάκης, όντας ήδη γερουσιαστής, διεκδίκησε σαν ίσος προς ίσο από τον Μπους την Προεδρία της Αμερικής, χάνοντας πάνω στο τέρμα. Στα σημερινά χρόνια της κατάντιας και της καταφρόνιας είναι ασύλληπτο ότι υπήρξε στιγμή που μπορούσε να είναι πλανητάρχης ένα παιδί της Ελλάδας..
Αλλά ας γυρίσομε πάλιν στο υπέροχο εδώ του «τότε». Ας θυμηθούμε την άνθηση του θεάτρου, ας σταθούμε στον «Τρελό του Λούνα Παρκ» ή στην ανεπανάληπτη «Οδό Ονείρων», αλλά και στον κινηματογράφο. Με τη σέσουλα γυρίζονταν οι ελληνικές ταινίες, που τότε τις σνομπάραμε και τώρα τις βλέπομε και τις ξαναβλέπομε, και δεν βαριόμαστε να ξαναδούμε πάλιν απόψε στην τηλεόραση. Και κρατάμε στη θύμησή μας τον «Δράκο», που κάτι παρόμοιο δεν γυρίστηκε από τότε.
Μόνον οι πολιτικοί μας, όπως πάντα, ασχολούνταν και πάλευαν με τα μικρά κι ασήμαντα. Με εκλογονοθείες ο ένας, με «ανένδοτους αγώνες» ο άλλος, τάιζαν το σαράκι που θέριεψε και κατέφαγε τα πάντα, βγαίνοντας στην επιφάνεια εκείνη την απριλιανή νύχτα.
Κι από τότε, όλα στάχτη και μπούλμπερη…