Μήπως τα πάντα «εάλω»;

Όπως όμως είναι αυτονόητο, η ιδιότητα του δικαστικού λειτουργού δημιουργεί τεράστιες ευθύνες και υποχρεώσεις, που δεν εκπορεύονται μόνον από αυτήν καθ’ εαυτήν την πιο πάνω ιδιότητα. Εκπορεύονται κυρίως και από το Σύνταγμα. Η Δικαιοσύνη αποτελεί τη μία από τις τρεις συντεταγμένες λειτουργίες του κράτους, οι οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 1 του Συντάγματος, πηγάζουν από τον λαό και υπάρχουν υπέρ αυτού και του έθνους. Υπάρχουν λοιπόν και λειτουργούν οι δικαστικοί λειτουργοί υπέρ του πολίτη και χάριν του πολίτη και του έθνους. Αν οι δικαστικοί λειτουργοί κοιτάξουν κατά πρόσωπο τον πολίτη, ένα θα τους ζητήσει. Ταχεία και ορθή απονομή δικαιοσύνης. Για να εκπληρώσουν όμως οι δικαστικοί λειτουργοί την πιο πάνω αποστολή τους και το αίτημα των πολιτών, απαιτούνται θυσίες. Θυσίες ατομικές, οικογενειακές και κοινωνικές, οι οποίες αποτελούν το αντιστάθμισμα του μεγαλείου που προσφέρει η άσκηση του λειτουργήματος του δικαστικού λειτουργού. Θυσίες με τις οποίες θα επιβεβαιώνεται αφενός ο πόνος και η αγάπη τους για τη Δικαιοσύνη και αφετέρου ο σεβασμός και η αλληλεγγύη προς τους συνανθρώπους τους, προς τους πολίτες. Θυσίες που θα τους καθιστούν αναμφίβολα αντάξιους της υψηλής αποστολής που επέλεξαν.

Με αυτές τις αρχές, αξίες και παραδόσεις πορεύθηκε και λειτούργησε η μεγίστη πλειοψηφία των δικαστικών λειτουργών μέχρι πριν από δύο ή τρεις δεκαετίες, παρά το γεγονός ότι οι μισθοί τους ήταν μισθοί πείνας (που δεν τους καθιστούσαν όμως ευάλωτους), οι συνθήκες απονομής της δικαιοσύνης άθλιες (θα ήταν αρκετή η αναφορά των κτιρίων της οδού Σανταρόζα στην Αθήνα) και ο φόρτος εργασίας δυσβάστακτος.

Τα τελευταία όμως τα κάλυπτε ο ανθρώπινος παράγοντας. Υπήρχε το αίσθημα του χρέους και της θυσίας για την επιτέλεση του καθήκοντος και της αγάπης για τη Δικαιοσύνη. Ήταν θέμα τιμής για τους δικαστές να εκδίδουν ταχέως τις πολιτικές αποφάσεις, για τους Εισαγγελείς να επεξεργάζονται ταχέως τις ποινικές δικογραφίες και για όλους μαζί να περατώνουν την εκδίκαση όλων των εγγεγραμμένων στο πινάκιο ποινικών υποθέσεων.

Όλα όμως αυτά συντελούσαν στην καταξίωση της δικαιοσύνης και των λειτουργών της και προκαλούσαν τον σεβασμό των πολιτών.

ΙΙ. Η παρακμιακή πορεία της ελληνικής κοινωνίας, τα μέλη της οποίας σιγά σιγά τις τελευταίες δεκαετίες απεμπόλησαν αρχές και αξίες στις οποίες αυτή στηριζόταν και έθεσαν ως πρωταρχικό στόχο και σκοπό αφενός τη λιγότερη προσπάθεια και αφετέρου τον γρήγορο και άκοπο πλουτισμό, ανεξαρτήτως του εάν αυτό θα επιτυγχανόταν με νόμιμο, παράνομο ή και απλώς ανήθικο τρόπο, δεν άφησε ανέγγιχτα κατ’ αρχάς και τα πολιτικά πρόσωπα. Αυτόθροος συνέπεια τούτου υπήρξε η πλήρης απαξίωση των πολιτικών, όπως αυτό προκύπτει από τη μέχρι σήμερα καθημερινή πρακτική, απαξίωση η οποία όμως επιτείνεται ακόμη περισσότερο, εκτός των άλλων, και από το γεγονός ότι οι περισσότεροι από τους πολιτικούς δεν φαίνεται να συναισθάνονται τη σημερινή τραγική οικονομική κατάσταση που βιώνει η ελληνική κοινωνία και προσπαθούν να διατηρήσουν τα κεκτημένα τους, αδιαφορώντας για το γεγονός ότι όλοι οι πολίτες έχουν υποστεί τεράστιες οικονομικές θυσίες, ενώ ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας ζει και κάτω από το όριο της φτώχειας.

Φαίνεται όμως ότι τη «δόξα» αυτήν των πολιτικών εζήλωσαν εσχάτως και οι δικαστικοί λειτουργοί και έτσι φοβούμαι ότι η απαξίωση και αυτών από τους πολίτες δεν θ’ αργήσει να έλθει.

Η επιδίωξη να διατηρήσουν και οι δικαστικοί λειτουργοί τα κεκτημένα, και μάλιστα με μεθόδους και τρόπους ελάχιστα κολακευτικούς για την ιδιότητα που φέρουν, τη στιγμή που όλοι οι πολίτες έχουν οικονομικά εξουθενωθεί, συνιστά έναν άκρατο εγωισμό, ξένο προς την ιδιότητα που φέρουν και τις υποχρεώσεις που αυτός γεννά και επιβεβαιώνει έλλειψη συναισθήματος αλληλεγγύης προς τους πολίτες.

Η εκδίκαση υποθέσεων μόνο για μία ώρα (9-10) και η στη συνέχεια διακοπή, κατ’ αρχάς των συνεδριάσεων μέχρι την 15η ώρα, εν τέλει δε ή με διάφορες αιτιολογίες αναβολή εκδικάσεως των υποθέσεων, όπως και η μη δημοσίευση αποφάσεων συνιστούν και είναι (για όσους φυσικά ακολουθούν την τακτική αυτή) απεργία, ανεξαρτήτως του πώς οι πιο πάνω ενέργειες «βαπτίζονται» από τους ίδιους τους δικαστικούς λειτουργούς.

Όμως το Σύνταγμα απαγορεύει την απεργία στους δικαστικούς λειτουργούς υπό οποιαδήποτε μορφή (άρθρο 23 παρ.2), με σκοπό τη συνεχή και απρόσκοπτη λειτουργία του κράτους και εδώ ειδικότερα της δικαιοσύνης, η οποία είναι μία από τις τρεις Λειτουργίες (άρθρο 26 του Συντάγματος), παράλυση της οποίας δεν είναι νοητή.

Συναφής προς την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 23 είναι και η διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία καθένας πολίτης έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια, το οποίο όμως φαλκιδεύεται σε περίπτωση απεργίας ή αποχής των δικαστικών λειτουργών. Και αυτό πέραν από τον σωματικό κάματο και την ψυχική και οικονομική επιβάρυνση που υφίσταται ο πολίτης , όταν πηγαινοέρχεται στα δικαστήρια.

Τέλος, το πότε μπορούν τα δικαστήρια να διακόπτουν τις συνεδριάσεις ή να αναβάλλουν την εκδίκαση των υποθέσεων προβλέπεται από σχετικούς νόμους (Κ. Πολ.Δ., Κ. Ποιν. Δ. κ.λπ.), οι διατάξεις δε αυτών όχι μόνο δεν προβλέπουν ενέργειες και αποφάσεις των δικαστηρίων όπως οι ανωτέρω, αλλ’ αντιθέτως τις απαγορεύουν.

Είναι προφανές λοιπόν ότι οι δικαστικοί λειτουργοί τεταγμένοι για την τήρηση του Συντάγματος και των νόμων, με την πιο πάνω συμπεριφορά τους παραβιάζουν το Σύνταγμα και τους νόμους και εντεύθεν παρανομούν.

Είναι εξάλλου ατελέσφορη η επίκληση από τους δικαστικούς λειτουργούς της διατάξεως του άρθρου 120 του Συντάγματος, προκειμένου να «νομιμοποιήσουν» την παράνομη συμπεριφορά τους, επειδή δήθεν και οι βουλευτές παρανομούν μη δεχόμενοι περικοπή της βουλευτικής αποζημιώσεως.

Τούτο διότι ισότητα στην παρανομία δεν είναι νοητή.

Τέλος, θα πρέπει να σημειώσω ότι ούτε ως σκέψη δεν θα πρέπει να τίθεται η συνάρτηση της εντιμότητας και ακεραιότητας του δικαστικού λειτουργού προς το ύψος των αποδοχών του.

ΙΙI. Είναι βεβαίως αληθές ότι με το άρθρο 88 παρ. 2 του Συντάγματος ορίζεται ότι «οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών είναι ανάλογες με το λειτούργημά τους». Τούτο σημαίνει ότι θα πρέπει να είναι αρκετά υψηλές και αντίστοιχες με τις αποδοχές των φορέων των άλλων δύο Λειτουργιών.

Είναι όμως προφανές ότι τ’ ανωτέρω ισχύουν (αυτό αφορά τους φορείς και των τριών Λειτουργιών) όταν οι συνθήκες είναι ομαλές και η οικονομία του κράτους υγιής. Συνεπώς δεν μπορεί να ισχύσουν στη σημερινή δύσκολη οικονομική συγκυρία, στην οποία η οικονομία του κράτους ευρίσκεται στην «εντατική», όλοι οι πολίτες έχουν υποβληθεί και θα υποβληθούν ακόμη σε τεράστιες θυσίες, ενώ αρκετοί είναι ήδη εξαθλιωμένοι.

Εκ τούτων παρέπεται ότι ούτε η διάταξη αυτή μπορεί να δικαιολογήσει αποφάσεις και συμπεριφορές των δικαστικών λειτουργών, όπως οι πιο πάνω εκτεθείσες.

Ούτε όμως υπάρχει κάποια διάταξη που να νομιμοποιεί τόσο τις προτάσεις των διοικήσεων των δικαστικών ενώσεων όσο και τις αποφάσεις των γενικών συνελεύσεων των δικαστικών λειτουργών για διακοπή λειτουργίας των δικαστηρίων ή αναβολή εκδικάσεως υποθέσεων ή μη δημοσίευση αποφάσεων. Αντιθέτως μάλιστα, οι προτάσεις και αποφάσεις για απεργία υπό οποιαδήποτε μορφή, ονομασία ή μέσον είναι πράξεις -ή ακριβέστερα κηρύγματα- τελείως άσχετα με τις αρμοδιότητες και εξουσίες των διοικήσεων των δικαστικών ενώσεων και των γενικών συνελεύσεών τους, αλλά και προς τα καθήκοντα, συλλογικά και ατομικά, των προσώπων που σχηματίζουν τα συμβούλια και τις γενικές συνελεύσεις και εν τέλει είναι αποφάσεις και πράξεις παράνομες ως αντικείμενες ευθέως στο Σύνταγμα και στους νόμους. Το λυπηρό είναι ότι στις ληφθείσες αποφάσεις για διακοπή των συνεδριάσεων κ.λπ., σε σχέση προς την τακτική δικαιοσύνη, πρωτοστάτησαν και πρωτοστατούν κυρίως δικαστικοί λειτουργοί του πρώτου βαθμού, χωρίς συγχρόνως να υπάρχει αντίδραση από τα ανώτερα κλιμάκια (εξαιρουμένων του Εισαγγελέα του ΑΠ και του προέδρου του τριμελούς Συμβουλίου Επιθεώρησης) και κυρίως από την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, η οποία θα έπρεπε να έχει συγκληθεί και να έχει λάβει θέση ως προς το ζήτημα της νομιμότητας ή μη της αποχής των δικαστικών λειτουργών από τα καθήκοντά τους.

Το ανωτέρω φαινόμενο οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η Σχολή Δικαστών απέτυχε της αποστολής της, αφού δεν επέτυχε να εμφυσήσει στους νέους δικαστικούς λειτουργούς τις παραδόσεις, αξίες και αρχές του δικαστικού σώματος.

Δυστυχώς, πάρα πολλοί από τους νέους δικαστικούς λειτουργούς (ευτυχώς όχι όλοι) εξέρχονται από τη σχολή με οίηση και αλαζονεία και συμπεριφέρονται ως συντεχνία, η οποία ενδιαφέρεται κατά πρώτο λόγο αφενός για τα οικονομικά της συμφέροντα και αφετέρου για την όσο το δυνατόν λιγότερη εργασία, ενώ θα έπρεπε να έχουν ως κύριο μέλημά τους την απονομή δικαιοσύνης στον πολίτη.

Και αυτά λαμβάνουν χώρα σήμερα, που η πατρίδα μας δοκιμάζεται και η κοινωνία δυσπραγεί και υποφέρει και θα έπρεπε οι δικαστικοί λειτουργοί να δείχνουν ακόμη περισσότερο τον σεβασμό και την αλληλεγγύη τους προς τον πολίτη, από το υστέρημα του οποίου άλλως τε σιτίζονται.

Στο τέλος τέλος, ουδείς από τους πρωτοστατούντες για την απεργία εισήλθε στο δικαστικό σώμα με εξαναγκασμό, ενώ εξάλλου ήταν ασφαλώς γνωστό ότι η ιδιότητα του δικαστικού λειτουργού απαιτεί πολλές θυσίες και η πορεία του γίνεται σε δρόμο τραχύ και ανηφορικό.

ΙV. Τι θα πρέπει να γίνει λοιπόν;

Η απάντηση για όλους όσοι κήδονται του κύρους και της υψηλής αποστολής της δικαιοσύνης δεν είναι δύσκολη.

Για να αποτραπεί η απαξίωση και των δικαστικών λειτουργών, η οποία αν συνεχισθεί η αποχή είναι βέβαιο ότι θα έλθει σύντομα (ειλικρινά απεύχομαι να δω τη σιωπή των οργισμένων πολιτών να την υποκαθιστούν οι έργω και λόγω αποδοκιμασίες), θα πρέπει οι δικαστικοί λειτουργοί να διακόψουν χωρίς χρονοτριβή την απεργία ή αποχή από τα καθήκοντα τους και να διεκδικήσουν τα, κατ’ αυτούς, δίκαιά τους με νόμιμα μέσα.

Και όχι μόνον αυτό. Θα πρέπει με αυταπάρνηση να καταβάλουν ακόμη μεγαλύτερη προσπάθεια για ταχεία και ορθή απονομή του δικαίου, ώστε αφενός να εμπεδωθεί στη συνείδηση των πολιτών η εμπιστοσύνη τους προς τη δικαιοσύνη και τους λειτουργούς της και αφετέρου να συμβάλουν και αυτοί να εξέλθει η χώρα μας από την κρίση το ταχύτερο.

Τούτο στις δύσκολες αυτές συγκυρίες δεν θα αποτελεί ήττα. Θα αποτελεί πράξη σωφροσύνης και επιστροφή των δικαστικών λειτουργών στα ιδεώδη, στις αρχές και στις παραδόσεις του δικαστικού σώματος, η οποία θα επιβραβευθεί από τους δοκιμαζόμενους πολίτες. Εύχομαι και ελπίζω να πρυτανεύσει η λογική και η σωφροσύνη, τα οποία είμαι βέβαιος ότι πλεονάζουν στην πλειονότητα των δικαστικών λειτουργών.


Σχολιάστε εδώ