Ασκήσεις ισορροπίας Τσίπρα
Οι ξένοι διπλωμάτες, προκειμένου να επικοινωνήσουν αποτελεσματικά τα ελληνικά δρώμενα στην ηγεσία των χωρών τους, προσπαθούν να σχηματίσουν μια άμεση, από πρώτο χέρι εικόνα του ποιος είναι ο ΣΥΡΙΖΑ και πώς θα σταθεί απέναντι σε κρίσιμα ζητήματα που τους αφορούν. Την ίδια στιγμή η Κουμουνδούρου, θέλοντας να ενισχύσει την κυβερνητική της προοπτική και να αναιρέσει την εικόνα ενός ΣΥΡΙΖΑ που ερχόμενος στην εξουσία θα λειτουργούσε ως… ταύρος σε υαλοπωλείο (η οποία είχε δημιουργηθεί τόσο εξαιτίας δικών της ατυχών χειρισμών όσο και από τους πολιτικούς της αντιπάλους), καλλιεργεί προσεκτικά και η ίδια τις επαφές αυτές.
Στο πλαίσιο αυτό εντάσσονται τόσο οι συναντήσεις του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ μέσα στον Νοέμβριο με τον γερμανό και τον βρετανό πρέσβη, έπειτα από αίτημα των ιδίων, όσο και η συμμετοχή του Αλέξη Τσίπρα στα τέλη Νοεμβρίου σε πρόγευμα εργασίας με τους πρέσβεις των κρατών-μελών της ΕΕ που διοργάνωσε η κυπριακή Προεδρία. Στη συνάντηση αυτή οι ερωτήσεις που έθεσαν οι ευρωπαίοι πρέσβεις στον πρόεδρο της αξιωματικής αντιπολίτευσης αφορούσαν κυρίως τη θέση της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και, ιδιαίτερα, στην Ευρωζώνη, καθώς και το «καυτό» ζήτημα των ιδιωτικοποιήσεων.
Στο ευρωπαϊκό μέτωπο ο Αλέξης Τσίπρας ξεκαθάρισε σε όλους τους τόνους ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θεωρεί την παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ ως στρατηγικό πλεονέκτημα και ότι δεν πρόκειται να βάλει ούτε ο ίδιος ούτε το κόμμα του την υπογραφή τους για έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ. Τόνισε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, ως ευρωπαϊκό κόμμα, έχει συγκεκριμένη πρόταση για την ανασυγκρότηση της Ευρωζώνης, προκειμένου να διορθωθούν οι στρεβλώσεις που οδηγούν σε έναν ελλειμματικό Νότο και έναν πλεονασματικό Βορρά, και ότι η επιτυχία μιας τέτοιας πρότασης θα έπειθε τους ευρωπαίους πολίτες ότι με την ψήφο τους μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα και θα τους έφερνε πιο κοντά στην Ένωση. Για το ζήτημα της απόφασης του Eurogroup για τη δόση-μαμούθ υπενθύμισε ότι για να δοθούν 44 δισ. η Ελλάδα καλείται να κάνει περικοπές 13-18 δισ., με το πρωτογενές έλλειμμα να κυμαίνεται στα 2 δισ., συνταγή που δεν διασφαλίζει την ανάπτυξη, αλλά τη συνέχιση του σπιράλ της ύφεσης. Τόνισε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θεωρεί την καταβολή της δόσης αυτής ως λύση. Έβαλε πάλι στο τραπέζι την πρόταση του κόμματος για μορατόριουμ, αντίστοιχο με αυτό που είχε δοθεί στη Γερμανία την περίοδο 1953-59, με τα ποσά που θα πήγαιναν στην αποπληρωμή του χρέους να διατίθενται για την ανάπτυξη, ώστε να μπορέσει να ορθοποδήσει η χώρα και να αποπληρώσει μετά το πέρας της περιόδου αυτής το χρέος της, αφού όμως δημιουργηθεί διεθνής επιτροπή για τον δημόσιο λογιστικό έλεγχο του ελληνικού χρέους και τον καθορισμό του τμήματός του που είναι επαχθές.
Πεποίθηση του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι ένα προσωρινό μορατόριουμ στην αποπληρωμή του χρέους είναι η μόνη λύση που μπορεί να επιτρέψει στην ελληνική οικονομία να ανασάνει πραγματικά ξανά και ότι, αντίθετα, δεν είναι λύση να δοθούν στην Ελλάδα τώρα δάνεια από τα χρήματα των ευρωπαίων φορολογουμένων, που σε μερικούς μήνες θα «κουρευτούν», ενώ την ίδια στιγμή θα χρησιμοποιείται η στήριξη της Ελλάδας και του ευρωπαϊκού Νότου γενικότερα ως πρόσχημα και επιχείρημα για τη συνέχιση και τη σκλήρυνση προγραμμάτων λιτότητας και στον ευρωπαϊκό Βορρά. Αντίθετα, είναι απαραίτητη η αύξηση των μισθών στον Βορρά, προκειμένου να υπάρξει ζήτηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο για τις εξαγωγές του Νότου και να αποκατασταθεί μια επωφελής για όλους κυκλοφορία του χρήματος στην ήπειρο.
Στο θέμα των ιδιωτικοποιήσεων, απαντώντας στις αναφορές των πρέσβεων της Σλοβακίας και της Λετονίας για τα επιτυχημένα προγράμματα εσωτερικής υποτίμησης και ιδιωτικοποιήσεων που έγιναν στις χώρες τους, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ σχολίασε ότι κάθε χώρα έχει τη δική της ιστορική διαδρομή. Τόνισε ότι δεν είναι λύση για την Ελλάδα η ιδιωτικοποίηση σημαντικών τμημάτων του δημόσιου πλούτου σε τιμήματα που στην πραγματικότητα αντιπροσωπεύουν τα κέρδη μιας χρονιάς, καθώς και δεν θα φέρουν σημαντική πρόσοδο στη χώρα και θα τη στερήσουν από κρίσιμα εργαλεία για τη μελλοντική της ανάπτυξη. Ανέφερε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ προκρίνει να υπάρξει ένα πρόγραμμα εκχώρησης leasing, με την κυριότητα να μένει στο ελληνικό κράτος, και το ζήτημα της εκχώρησης ή μη του management υπό διαπραγμάτευση, ανάλογα με τη φύση της κάθε περίπτωσης ξεχωριστά. Θέση του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι είναι κρίσιμο να διαφυλαχθούν τα δικαιώματα του ελληνικού λαού έναντι των μελλοντικών κερδών σε όλες τις περιπτώσεις και ότι δεν θα πρέπει να γίνουν ιδιωτικοποιήσεις που θα υποθηκεύσουν την όποια μελλοντική δυνατότητα ανάπτυξης της Ελλάδας.
Την ίδια στιγμή, υπάρχουν επαφές σε χαμηλότερο επίπεδο και με την αμερικανική πλευρά, όπου, παρότι οι αφετηρίες είναι διαφορετικές, οι εκτιμήσεις για το ζήτημα της κρίσης χρέους και του πώς θα πρέπει να αντιμετωπιστεί, τόσο σε ελληνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, συγκλίνουν σε μεγάλο βαθμό. Ενδιαφέρον υπάρχει επίσης για το ζήτημα των επενδύσεων στην Ελλάδα, ιδιαίτερα στο κομμάτι της αξιοποίησης των πλουτοπαραγωγικών της πηγών, ενώ κρίσιμες είναι για τον ΣΥΡΙΖΑ οι εξελίξεις στο ΝΑΤΟ σχετικά με τον εμφύλιο στη Συρία και μια πιθανή επέμβαση, καθώς πρέπει να διασφαλιστούν ζωτικά ελληνικά συμφέροντα στην περίπτωση αυτή.
Γενικότερα, ο ΣΥΡΙΖΑ στην προσπάθειά του να χαράξει και να διατυπώσει προς όλους τους ενδιαφερομένους, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό της χώρας, μια συγκροτημένη στρατηγική για την ευρωπαϊκή και εξωτερική πολιτική της Ελλάδας, φαίνεται να προσπαθεί να επιτύχει μια απαιτητική άσκηση ισορροπίας. Κατ’ αρχάς, να πείσει ότι η πρότασή του για τη λύση της ευρωπαϊκής και ελληνικής κρίσης χρέους είναι ρεαλιστική και μπορεί να φέρει αποτελέσματα και να χτίσει τις συμμαχίες εκείνες, εντός και εκτός Ευρώπης, που θα του επιτρέψουν να την κάνει πραγματικότητα. Επιπλέον, να οικοδομήσει σχέσεις συνεργασίας, όπου υπάρχουν κοινά συμφέροντα, διατηρώντας όμως την αυτονομία στις επιλογές του και ξεκαθαρίζοντας πέραν πάσης αμφιβολίας ότι δεν θα παραβεί τις «κόκκινες γραμμές» που θέτει σε ζωτικά για τη χώρα ζητήματα. Τέλος, απευθυνόμενος στην κοινή γνώμη της χώρας, να προωθήσει μια εξωτερική πολιτική που πείθει τμήματα του πληθυσμού που δεν ήταν μέχρι σήμερα φιλικά προς την Αριστερά ότι προτάσσει και υπερασπίζεται σε κάθε περίπτωση το εθνικό συμφέρον, χωρίς όμως να χάσει τον κόσμο που ανήκει χρόνια στον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς και είναι υπέρ πολιτικών που προωθούν τη συνεργασία και τη φιλία των λαών.