από το Περιστύλιο…

Όπως είναι γνωστό, στο διαβιβαστικό του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου για την υπόθεση της λίστας Λαγκάρντ δεν αναγράφονται ονόματα πολιτικών και ζητείται να αξιολογηθεί από τη Βουλή αν υπάρχουν ενδεχόμενες ποινικές ευθύνες μελών τής τότε κυβέρνησης που παρέλαβαν και διαχειρίστηκαν το εν λόγω CD. Προς το παρόν, όμως, στη Διάσκεψη των Προέδρων αλλά και μεταξύ τους οι βουλευτές ερίζουν για το αν θα πρέπει να δοθούν αντίγραφα της δικογραφίας αυτής και της άλλης που συντάχθηκε με αφορμή τις καταγγελίες του πρώην εκπροσώπου της Ελλάδας στο ΔΝΤ Π. Ρουμελιώτη στους βουλευτές ή μόνο στους αρχηγούς των κομμάτων, αν οι βουλευτές θα εξακολουθήσουν να έχουν πρόσβαση απλώς και μόνο στη μελέτη της φυλασσόμενης δικογραφίας, αν η Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας θα επανεξετάσει την υπόθεση της λίστας Λαγκάρντ καλώντας εμπλεκομένους σε ακρόαση, αν η Επιτροπή αυτή θα μετατραπεί σε Εξεταστική ή η λίστα θα διερευνηθεί από την Επιτροπή «Πόθεν Έσχες» της Βουλής…

• Η… ομφαλοσκόπηση στο εσωτερικό του Κοινοβουλίου καλά κρατεί, καθώς στην τελευταία της συνεδρίαση η Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής αποφάσισε κατά πλειοψηφία, επικαλούμενη απόφαση του Επιστημονικού Συμβουλίου της Βουλής, να μη δοθούν στους βουλευτές, αλλά ούτε και στα κόμματα αντίγραφα των δικογραφιών για τις υποθέσεις της λίστας Λαγκάρντ και Ρουμελιώτη. Διαφοροποιήθηκε ο εκπρόσωπος των Ανεξάρτητων Ελλήνων Κ. Μαρκόπουλος, ζητώντας να δοθεί αντίγραφο της δικογραφίας και της λίστας στα κόμματα. Ο εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ στη Διάσκεψη Π. Λαφαζάνης απέφυγε να τοποθετηθεί, παρά το γεγονός ότι η βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Ζωή Κωνσταντοπούλου έχει κατ’ επανάληψη θέσει το θέμα της χορήγησης αντιγράφων στους βουλευτές. Όπως εξήγησε ο ίδιος στη συνέχεια στους δημοσιογράφους, ο ΣΥΡΙΖΑ θεωρεί ότι πρέπει να δοθούν αντίγραφα στα κόμματα, αλλά χαρακτήρισε θέμα με λεπτές πτυχές ό,τι αφορά τα στοιχεία της λίστας και τη δημοσιοποίησή τους. Ιδιαίτερα τη στιγμή που πολλοί αμφισβητούν τη γνησιότητα της λίστας και το κατά πόσον έχει αλλοιωθεί στο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από την παράδοσή της στον τότε υπουργό Οικονομικών Γ. Παπακωνσταντίνου και μετά, ενόσω αναμένεται η ανταπόκριση των γαλλικών αρχών στο αίτημα του υπουργού Οικονομικών Γ. Στουρνάρα να σταλεί εκ νέου το πρωτότυπο υλικό.

• Από την άλλη πλευρά, φαίνεται ότι η Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής προσανατολίζεται να μεταβιβάσει στην Επιτροπή «Πόθεν Έσχες» της Βουλής το περιεχόμενο της λίστας Λαγκάρντ για επεξεργασία, προκειμένου να διαπιστωθεί αν υπάρχουν στοιχεία για πολιτικούς ή για παρένθετα πρόσωπα που μπορεί να σχετίζονται με αυτούς. Την ίδια ώρα, όμως, η Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας σκοπεύει να θέσει σε ψηφοφορία εάν θα ζητήσει από την Ολομέλεια της Βουλής να αποφασίσει τη μετατροπή της Εξεταστικής Επιτροπής, ώστε να συνεχίσει τη διερεύνηση της υπόθεσης της λίστας Λαγκάρντ και τις ακροάσεις προσώπων.

• Στην περίπτωση που η Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας συνεχίσει την έρευνα, οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ Ζ. Κωνσταντοπούλου και Θ. Δρίτσας ζήτησαν την εξέταση του πρώην πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου, με αφορμή τα τελευταία δημοσιεύματα που εμπλέκουν στη λίστα τη μητέρα του, Μαργαρίτα Παπανδρέου. Επίσης, ζήτησαν να καταθέσουν ο νομικός σύμβουλος του υπουργείου Οικονομικών Τάσος Μπάνος, ο πρώην διοικητής της ΕΥΠ Κωνσταντίνος Μπίκας, η πρώην διευθύντρια του γραφείου του Γιώργου Παπακωνσταντίνου στο υπουργείο Οικονομικών Χρύσα Χατζή, ο πρώην επικεφαλής της ΕΛΣΤΑΤ Ηλ. Πλασκοβίτης, ο πρέσβης της Ελλάδας στο Παρίσι Κ. Χαλαστάνης, ο πρώην γγ του ΥΠΟΙΚ Δ. Γεωργακόπουλος αλλά και ο πρώην υπουργός του ΠΑΣΟΚ Γ. Ραγκούσης εξαιτίας των δηλώσεών του περί «ανεξήγητων πολιτικών συμπεριφορών στο κέντρο της κυβέρνησης Παπανδρέου» από τότε που περιήλθε η λίστα στις ελληνικές αρχές.

• Σε σχέση με τη δικογραφία Ρουμελιώτη, η κ. Κωνσταντοπούλου ζήτησε να κληθεί ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γ. Προβόπουλος, επειδή, σύμφωνα με τη δικογραφία, γνώριζε ότι το πρόγραμμα δεν βγαίνει χωρίς «κούρεμα» των ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου. Επιπροσθέτως πρότεινε η Επιτροπή να ασχοληθεί με την υπόθεση της Siemens, αναφέροντας ότι η γερμανική δικηγορική εταιρεία που ασχολήθηκε με αυτήν αμείφθηκε με 900.000 ευρώ και με αποτέλεσμα να παραιτηθεί το ελληνικό Δημόσιο από αξιώσεις δύο δισ. ευρώ.


Σχολιάστε εδώ