Ο Μινώταυρος της κρίσεως πήρε αναστολή

Οι Ευρωπαίοι ηγέτες, για να αποφύγουν δύσκολες πολιτικές αποφάσεις, παραμένουν ακόμη προσκολλημένοι στην υποτίμηση των εξωτερικών παραγόντων.

Η υποτίμηση αυτή δεν έχει μπροστά της πολλά περιθώρια χρόνου. Ήδη η ένταση της κρίσεως και σε άλλες χώρες της Ευρωζώνης θέτει επιτακτικά την ανάγκη να αντιμετωπισθούν τα θεμελιακά προβλήματα της Ευρωζώνης, για να μην οδηγηθούν και αυτή και η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση σε σταδιακή αποσάθρωση.

Η μεγαλύτερη δυσκολία προς την κατεύθυνση αυτή βρίσκεται στο γεγονός ότι η ακραία νεοφιλελεύθερη πολιτική, που ταυτίζει την Ευρώπη με την παγκοσμιοποίηση, βολεύει και συμφέρει τις ισχυρότερες χώρες, με επικεφαλής τη Γερμανία. Η τελευταία βρίσκει στο ευρώ και στην ακραία νεοφιλελεύθερη πολιτική ένα όχημα ηγεμονικής πολιτικής στην Ευρώπη, που είναι βέβαιο ότι θα αναζωπυρώσει, σε προοπτική, παλαιούς ανταγωνισμούς, για την υπέρβαση των οποίων είχαν προβληθεί η Ευρωπαϊκή ιδέα και η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Το μεγαλύτερο μέρος του «κουρέματος» του χρέους φορτώθηκε στην Ελλάδα

Για να γίνει βιώσιμο το Ελληνικό εξωτερικό χρέος, πρέπει να αναδιαρθρωθεί κατά ένα τρίτο περίπου. Εφόσον όμως η Γερμανική πλευρά, εν όψει των εκλογών του Σεπτεμβρίου του 2013, έμεινε αμετακίνητη στην άρνησή της να δεχθεί οποιοδήποτε «κούρεμα» του επισήμου χρέους, του χρέους, δηλαδή, που αφορά τα κράτη και όχι ιδιώτες, αναζητήθηκε η λύση προς την κατεύθυνση της Ελλάδος και μιας πρακτικής που προσομοιάζει με δημιουργική λογιστική.

Ειδικότερα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, σε μια προσπάθεια επιτεύξεως συμβιβαστικής λύσεως, μείωσε σε 40 δισ. το ελάχιστο απαιτούμενο ποσό, ώστε το χρέος να καταστεί βιώσιμο μέχρι το 2020, με ποσοστό σε σχέση με το ΑΕΠ 124%. Το ήμισυ του ποσού αυτού θα προέλθει από τον συνδυασμό μιας σειράς μέτρων, όπως η μείωση επιτοκίων, η περίοδος χάριτος, η επιστροφή από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα και άλλες Κεντρικές Τράπεζες των κερδών τους από την αγορά Ελληνικών ομολόγων. Το άλλο ήμισυ θα προέλθει, εντός τακτής, μάλιστα, μικρής προθεσμίας, μέχρι τις 13 Δεκεμβρίου, από την επαναγορά Ελληνικών ομολόγων στη δευτερογενή αγορά.

Εάν λάβει κανείς υπ’ όψιν ότι τα ομόλογα που βρίσκονται τώρα στα χέρια ιδιωτών διέπονται από το Αγγλικό δίκαιο και έχουν αυξημένη εγγύηση για αποπληρωμή, είναι προφανές ότι θα βρεθούν υπό πίεση οι Ελληνικές κυρίως τράπεζες για να επιτύχει το μέτρο της επαναγοράς ομολόγων, σε μια τόσο μάλιστα μικρή προθεσμία.

Τι νόημα όμως έχει το «κούρεμα» αυτό για την ελάφρυνση του Ελληνικού εξωτερικού χρέους, όταν καλούνται να το υποστούν κυρίως το Ελληνικό τραπεζικό σύστημα, που είναι υπό διάσωση, με ανακεφαλαιοποίηση, και ενδεχομένως τα Ασφαλιστικά Ταμεία επίσης, που έχουν ήδη υποστεί 50% μείωση των αποθεμάτων τους στην Τράπεζα της Ελλάδος; Ο ίδιος προβληματισμός υπάρχει και για την εκτίμηση της αυξήσεως του εθνικού προϊόντος μέχρι το 2020. Θα ήταν πολύ θετικό και αισιόδοξο εάν η εκτίμηση αυτή αντικαθρεφτίζει πραγματικά στοιχεία και δεν αντιπροσωπεύει εύσχημες σκοπιμότητες για να υποβοηθηθεί η επίτευξη συμβιβασμού και η παρουσίαση μιας εικόνας βιωσιμότητας του χρέους, βασιζόμενη σε πολύ αισιόδοξες προβλέψεις αναπτύξεως του ΑΕΠ.

Με την προβαλλόμενη ανάπτυξη 4,5% περίπου ετησίως, μέχρι το 2020, καλύπτονται τα άλλα υπολειπόμενα 50 δισ. ευρώ περίπου για τη διαμόρφωση του χρέους στο θεωρούμενο ως βιώσιμο ποσοστό 124% του ΑΕΠ το 2020.

Η προβολή ως μεγάλης ελπίδας και επιτυχίας της επιστροφής του χρέους στο 120%, όσο ήταν δηλαδή το 2009, ύστερα από μια δεκαετία τραγικών στερήσεων, ξεπουλήματος της δημόσιας περιουσίας και υποθηκεύσεως της κυριαρχίας της χώρας, αποτελεί τραγική ειρωνεία και δείχνει το είδος της «σωτηρίας» που υπέστη και υφίσταται η χώρα με τα περίφημα Μνημόνια.

Η ανάπτυξη πρώτη
προτεραιότητα, αλλά
πώς θα γίνει;

Είναι προφανές και ομολογούμενο από τους πάντες ότι χωρίς ανάπτυξη δεν μπορεί να βγει η χώρα από τον φαύλο κύκλο της υφέσεως και της λιτότητας. Πώς μπορεί όμως να γίνει αυτή;

Μια εύγλωττη εικόνα είναι η συνεχιζόμενη στασιμότητα στην απορρόφηση των περιβόητων δισ. ευρώ του ΕΣΠΑ. Γιατί, επιτέλους, δεν απορροφούνται, όταν υπάρχει τόση ανάγκη για εισροή πόρων και επενδύσεις; Παρουσιάζεται ως κύριο εμπόδιο η πλήρης έλλειψη ρευστότητας του τραπεζικού συστήματος. Η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών θα λύσει το πρόβλημα της ρευστότητας εάν, πολύ περισσότερο, κληθούν «πατριωτικά» από την κυβέρνηση οι τράπεζες να καλύψουν, κατά κύριο μέρος, την ανάγκη για επαναγορά ομολόγων;

Προβάλλεται επίσης ως ένας άλλος λόγος για τη μη απορρόφηση των πόρων του ΕΣΠΑ η μεγάλη καθυστέρηση στην απονομή δικαιοσύνης. Τι θα γίνει όμως με τα προβλήματα της δικαιοσύνης, όταν η εξαθλίωση των όρων εργασίας των δικαστών έχει επιδεινώσει τα προβλήματα αντί να τα επιλύσει;

Η χώρα αναζητεί ελπίδα και προοπτική και αρπάζεται από την παραμικρή ένδειξη ότι μπορεί να υπάρξει πρόοδος προς μια κατεύθυνση.

Αυτό όμως που άμεσα χρειάζεται είναι μια εθνική στρατηγική, και ειδικότερα μια εθνική αναπτυξιακή στρατηγική. Δεν αρκεί η εξάρτηση από τις δόσεις και τις επιταγές του Μνημονίου, που δεν είναι, δυστυχώς, όλες ανυστερόβουλες.


Σχολιάστε εδώ