Μια Φορά Και Έναν Καιρό
Διατρέχαμε τον Νοέμβριο του 1967 και η κατάσταση βρισκόταν πάλιν στο «Βοήθα, Παναγιά μου». Με κυβέρνηση των Συνταγματαρχών στην Ελλάδα, κάτι τζιριτζάντζουλες έγιναν στην Κύπρο και οι Τούρκοι μάς έτριζαν τα δόντια απειλώντας με πόλεμο. Τα μαντάτα που σερβίρονταν από τα λογοκρινόμενα ΜΜΕ παρουσιάζονταν όλο και πιο μαύρα, ενώ οι υπερήφανες δηλώσεις των έτοιμων τάχατες να ξιφουλκήσουν χουνταίων αρμοδίων δημιουργούσαν ένα κλίμα που μύριζε μπαρούτι. Η Κύπρος, ως γνωστόν, είναι το μοναδικό νησί στην υφήλιο που… κινείται σαν τρόλεϊ και άλλοτε είναι κοντά, όταν κάτι προσδοκούμε από δαύτη, και άλλοτε πάλιν «κείται μακράν», πολύ μακράν, όταν χρειάζεται τη βοήθειά μας και δεν μπορούμε να της την προσφέρουμε λόγω αποστάσεως.
Οι Τούρκοι αξίωναν τελεσιγραφικά να «φύγει η μεραρχία» με την οποία, σε στιγμές εθνικής εξάρσεως, είχε εξοπλίσει μυστικά την Κύπρο ο τότε πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου, και τώρα η στρατιωτική μας ηγεσία, περιβεβλημένη και με κυβερνητικό αξίωμα, όντας άκρως φιλειρηνική, υπέκυψε στις τουρκικές αξιώσεις και, καθώς η Κύπρος σε αυτήν την περίπτωση ήταν κοντά, έβαλε την «ουρά υπό τα σκέλη», έβαλε και τον στρατό μας στα βαπόρια και άρον άρον τον έφερε πίσω, πανηγυρίζοντας πως ούτε γάτα ούτε ζημιά. Έτσι φεύγει ο Νοέμβρης και εισερχόμαστε πλησίστιοι στον χειμώνα, έναν χειμώνα ιδιαίτερα βαρύ. Ο ήλιος σπάνια κάνει την εμφάνισή του και μια γκρίζα μουντάδα απλώνεται στην Ελλάδα. Οι οιωνοσκόποι ταυτίζουν τον καιρό με την κρατούσα πολιτική κατάσταση. Η Πολιτεία ευρίσκεται φασκιωμένη στον γύψο. Οι πολιτικοί αρχηγοί τελούν υπό περιορισμό και η λειτουργία των κομμάτων ευρίσκεται σε αναστολή. Οι συλλήψεις όσων «δεν συμμορφώνονται προς τας υποδείξεις» αυξάνουν με αξιοθαύμαστη μεθοδικότητα και, το χειρότερο, ο αφανής δικτάτωρ Γ. Παπαδόπουλος εκφωνεί λόγους…
Επειδή, ως γνωστόν, «του Έλληνα ο τράχηλος ζυγόν δεν υπομένει», προσπαθεί να διακρίνει ενδείξεις αισιόδοξες ότι «όπου να ‘ναι πέφτουν» και ανταλλάσσει πληροφορίες ότι «λίγα είναι τα ψωμιά της χούντας», όπως άκουσε στο ΒΒC και στην Deutsche Welle – σταθμοί οι οποίοι απέκτησαν ξαφνικά ακροαματικότητα που ποτέ δεν ονειρεύτηκαν. Έτριβαν τα χέρια τους οι έμποροι, που ξαφνικά τα ραδιόφωνά τους έγιναν περιζήτητα, με μοναδικό ζητούμενο από τον πελάτη «να πιάνουν βραχέα». Φύσει φιλοπαίγμων, ο Έλληνας απολαμβάνει τα ανέκδοτα που κυκλοφορούν από στόμα σε στόμα και έχουν πρωταγωνιστή τον ταξίαρχο Παττακό και το… μυστρί του. Τη βεβαιότητα για την επί θύραις ανατροπή της δικτατορίας ήρθε να αμφισβητήσει μια πολιτικοποιημένη νοικοκυρά, που δογμάτισε από τα βάθη της… κουζίνας: «Αυτοί, παιδί μου, είναι σαν την κρέμα καραμελέ, που κουνιέται τρεμουλιαστά στο πιάτο, αλλά δεν διαλάει!».
Πάντως, είτε στο έτσι είτε στο αλλιώς, εκεί στις αρχές Δεκεμβρίου υπήρχαν πληροφορίες από αξιόπιστες πηγές ότι γίνονταν σοβαρές ζυμώσεις για να παραδώσουν οι συνταγματάρχες την εξουσία. Κάποιος το γρουσούζεψε κιόλας, λέγοντας πως άκουσε ότι έρχεται ο Καραμανλής. Οι συζητήσεις φούντωναν όπου αντάμωναν γνωστοί. Στις συναναστροφές, στα καφενεία, στον δρόμο, μέχρι και στα γραφεία ακόμα, ένα ήταν το θέμα: «Πότε θα φύγουν;».
Σε κάποια εταιρεία προ της 21ης Απριλίου είχε αναλάβει νέος γενικός ένας εκ καταγωγής Έλληνας της Διασποράς, θηρίο ανήμερο. Όλο φωνές, επιπλήξεις, απολύσεις υπαλλήλων, μαζί με μειώσεις μισθών σε επίπεδο «όπως ο νόμος ορίζει», ήταν ο φόβος και ο τρόμος του προσωπικού. Μπαμπούλα τον αποκαλούσαν. Συνεχώς έκραζε ότι «στην Ελλάδα οι εργαζόμενοι είναι όλο καφέ, τσιγάρο και κουβέντα εν ώρα εργασίας και άλλα ντροπής πράματα». Με την επιβολή της χούντας, άλλαξε άρδην. Αρκούσε να πας και να του ψιθυρίσεις: «Έχω μια πληροφορία» για να παρατήσει τα πάντα. Μέχρι και συμβούλια διέλυε, λέγοντας «τα λέμε, κύριοι, αργότερα», και καθόταν και άκουγε με προσοχή όποια μπούρδα τού ξεφούρνιζες σχετικά με την ανατροπή της χούντας. Άρχισε και να καπνίζει… Αποτέλεσμα αυτής της δημοκρατικής αλλαγής ήταν ότι αποκαταστάθηκαν οι καλές σχέσεις ανάμεσα στη Διεύθυνση και στο προσωπικό και οι δουλειές πήγαιναν κατά διαόλου. Η εταιρεία είχε εκείνη την εποχή το προνόμιο να συγκαταλέγει εμένα στους εργαζομένους της, το δε καφενείο του μεγάρου στους καλούς του πελάτες. Κάτι ο βαρύς, μολυβένιος χειμωνιάτικος ουρανός, κάτι η κατάθλιψη που προκαλούσαν τα πρόσφατα γεγονότα, μέχρι και η υπαλληλική μου απόδοση μειώθηκε και, από τρεις εφημερίδες που διάβαζα το πρωί στο γραφείο, τώρα μόλις και μετά βίας ξεπέταγα δύο, κι αυτές τσουρούτικα, αφού παρέλειπα τις στήλες με τα κοινωνικά και τους μέλλοντες γάμους.
Έτσι, δεν διέφερε σε τίποτα εκείνο το ιστορικό πρωινό από άλλα πρωινά, εκτός του ημερολογίου που έγραφε «Τετάρτη 13 Δεκεμβρίου 1967». Στο γραφείο μας κυριαρχούσε η συνήθης πλήξη και ανία. Οι υπάλληλοι, σκυφτοί στα κατάστιχά τους, καταπνίγανε χασμουρητά. Απέναντι από το γραφείο μου ήταν του Άρη, διευθυντού πωλήσεων, που ήταν μονίμως κατηφής και οργισμένος. Γύρω στις 12 το μεσημέρι χτύπησε το τηλέφωνό του, το σήκωσε και ξαφνικά το πρόσωπό του έλαμψε. Άρχισε κάτι περίεργα ψου-ψου-ψου και όσο άκουγε έλαμπε ολόκληρος. Ύστερα ακούστηκε να λέει ψιθυριστά: «Μη σε νοιάζει, δεν θα το πω σε κανέναν», ακούμπησε το ακουστικό, σηκώθηκε και άρχισε να τρέχει στα γραφεία φωνάζοντας: «Κίνημα… Κίνημα. Ο βασιλιάς έκανε κίνημα, μπαγλάρωσε τους ερίφηδες και πάμε σε εκλογές…». Όλοι άρπαξαν τα τηλέφωνά τους για να μεταδώσουν στους δικούς τους το μεγάλο νέο και άρχισε να γίνεται τέτοιος χαλασμός και οχλαγωγία, λες και ήμασταν εμείς το αρχηγείο των επαναστατών…
Είχα κάποιες επιφυλάξεις. Όπως είπα και στον Άρη, «Τετάρτη μεσημεριάτικα δεν γίνονται κινήματα». Πήγα στο παράθυρο. Κάτω, η οδός Ακαδημίας παρουσίαζε τη συνηθισμένη κυκλοφοριακή αναρχία, χωρίς την παραμικρή ένδειξη επαναστατικού πυρετού, εικόνα που με οδήγησε στο συμπέρασμα πως τα περί βασιλικού κινήματος ήταν διάδοση ευσεβών πόθων. Ξαφνικά, δύο μαχητικά αεροπλάνα που πετούσαν χαμηλά, σχεδόν στο ύψος των κτιρίων, πανέτοιμα, θαρρείς, να ριχτούν σε αερομαχίες, πέρασαν μπροστά από τα παράθυρα των γραφείων μας, κάνοντας τα τζάμια να τρίζουν από τον έντονο χαρακτηριστικό τους θόρυβο. Στο βάθος του ορίζοντα πήραν στροφή και ξαναπέρασαν από μπροστά μας. Η τηλεφωνήτριά μας η Φλώρα, με την πασίγνωστη οξύνοια που τη διέκρινε, αναρωτήθηκε: «Μήπως κάνουν πρόβες για την παρέλαση της 25ης Μαρτίου;». Άφωνοι έμειναν με την απορία της οι συγκεντρωθέντες στο παράθυρο συνάδελφοι, ενώ εκείνη ανήσυχη συμπλήρωνε: «Καλά. Θα τα θυμούνται ως τότε τα τσαλίμια που κάνουνε σήμερα;».
Κοίταξα ξανά στον δρόμο. Τώρα ήταν εμφανής μια νευρικότητα, σαν να βιάζονταν όλοι να εξαφανιστούν για να αποφύγουν κάποιον αόριστο κίνδυνο που ένιωθαν να τους απειλεί, καθώς οι φήμες που απλώνονταν μιλούσαν για σημεία και τέρατα. Τα μάζεψα και τράβηξα σπίτι. Από το ραδιόφωνο παρακολουθούσαμε τις εξελίξεις. Το σήμα του ΕΙΡ «τσομπανάκος ήμουνα» κάθε τόσο παρεμβάλλετο, διακόπτοντας το πρόγραμμα για να μεταδοθούνε «έκτακτες ειδήσεις». Αμίλητοι και με κομμένη την ανάσα, ακούγαμε για το βασιλικό κίνημα που φυλλορροούσε…
Τελικά, εκείνο που απέμεινε και πέρασε στην Ιστορία ήταν η φράση που μεταδόθηκε από τον Ραδιοφωνικό Σταθμό Αθηνών: «…Ο Κωνσταντίνος και οι συνωμότες περιφέρονται από χωρίου εις χωρίον!».