Ανάγκη για νέα και σαφή στρατηγική στις ελληνοαλβανικές σχέσεις

Συνεπακόλουθα, ο έλληνας υπουργός Εξωτερικών ακύρωσε την επίσκεψή του στην Αλβανία τη στιγμή που μαθεύτηκαν οι δηλώσεις, ενώ στην κυριολεξία ανέβαινε τα σκαλιά του αεροπλάνου για να μεταβεί στα Τίρανα και να συμμετάσχει -με πλήθος ομολόγων του από την ευρύτερη περιοχή, που είχαν επίσης προσκληθεί- στους εορτασμούς. Λίγη ώρα αργότερα η εκπρόσωπος του αλβανού πρωθυπουργού ανασκεύασε για λογαριασμό του, τονίζοντας ότι οι δηλώσεις Μπερίσα αναφέρονταν στο ιστορικό πλαίσιο εκατό χρόνων πριν και δεν εκφράζουν καμία εδαφική διεκδίκηση σε βάρος των γειτόνων της Αλβανίας, στον Νότο, τον Βορρά ή την Ανατολή. Σε συνέχεια, την Πέμπτη η Ευρωπαϊκή Επιτροπή καταδίκασε εμμέσως τις δηλώσεις Μπερίσα, όταν ο εκπρόσωπος Τύπου του αρμόδιου Επιτρόπου για θέματα διεύρυνσης τοποθετήθηκε σχετικά λέγοντας ότι «είναι πολύ σημαντικό για κάθε χώρα και για κάθε πολιτικό να προβαίνουν σε δηλώσεις που ενισχύουν τις σχέσεις καλής γειτονίας και όχι το αντίθετο». Τέλος, ο υπουργός Εξωτερικών Δ. Αβραμόπουλος την Παρασκευή επανέφερε το θέμα και κλιμάκωσε την ελληνική αντίδραση, τονίζοντας ότι «οι πολιτικοί δεν σκέπτονται και μιλούν κοιτώντας εκατό χρόνια πίσω, αλλά βλέποντας εκατό χρόνια μπροστά».

Μετά το ουσιαστικό πάγωμα των ελληνοαλβανικών σχέσεων τα τελευταία τρία χρόνια, η νέα προσπάθεια αναθέρμανσης και έναρξης ενός εποικοδομητικού διαλόγου φαίνεται να κινδυνεύει από τον, για πολλούς, συνήθη κανόνα που χαρακτηρίζει τις σχέσεις των δύο χωρών και κινείται, διαχρονικά και σταθερά, ανάμεσα σε δύο σημεία υπερβολής:

Υπεραισιόδοξες εκτιμήσεις και κινήσεις για «νέες εποχές» στις σχέσεις των δύο κρατών και περιστατικά μεγάλης όξυνσης και έντασης από πλευράς Τιράνων, που ακυρώνουν την όποια προσπάθεια συνεργασίας.

Άνθρωποι με εμπειρία της περιοχής, που έχουν μελετήσει και δουλέψει για τις σχέσεις των δύο χωρών (ακαδημαϊκοί, δημοσιογράφοι με βαλκανική εμπειρία χρόνων, διπλωμάτες), τονίζουν ότι δύο είναι οι αιτίες: Κατ’ αρχάς, η ανωριμότητα και η αστάθεια που παρατηρούνται στην αλβανική πολιτική σκηνή, που οδηγούν στην έλλειψη ενός αξιόπιστου συνομιλητή που θα μείνει σταθερός σε όσα σχεδιάζει και συναποφασίζει με και για την Ελλάδα, και, από τη δική μας μεριά, η έλλειψη μιας διαχρονικής, σταθερής και επεξεργασμένης στρατηγικής για τη σχέση μας με τη γείτονα χώρα.

Στη σημερινή δύσκολη, ασταθή και ευμετάβλητη συγκυρία, όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για την Ευρώπη και την ευρύτερη περιοχή της Βαλκανικής, τα δεδομένα που έχει να αντιμετωπίσει μια οποιαδήποτε προσπάθεια σχεδιασμού μιας πολιτικής στις ελληνοαλβανικές σχέσεις περιλαμβάνουν:

– Την όξυνση του εθνικισμού στο εσωτερικό της Αλβανίας και τη μετακίνηση του συνόλου του αλβανικού πολιτικού κόσμου σε ακραία εθνικιστικές και, πολλές φορές, ανθελληνικές θέσεις.

– Την πραγματικότητα ότι μια πολιτική για τα ελληνοαλβανικά δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνει και τις σχέσεις μας με τους αλβανικούς πληθυσμούς του Κοσόβου και των Σκοπίων, καθώς, ιδιαίτερα σε επίπεδο κοινωνίας, αλλά όλο και περισσότερο και σε πολιτικό επίπεδο, το τρίγωνο Τιράνων, Πρίστινας, Τετόβου λειτουργεί ενιαία.

– Την έλλειψη αυτογνωσίας της αλβανικής πλευράς, που την κάνει να φιλοδοξεί ότι μπορεί να γίνει ο νέος ισχυρός παράγοντας των Βαλκανίων και ότι οι εξελίξεις των επόμενων χρόνων θα επιτρέψουν την ολοκλήρωση μεγαλοϊδεατικών εθνικών οραμάτων της (ένωση με Κοσσυφοπέδιο σε πρώτο χρόνο και με τους Αλβανούς των Σκοπίων σε δεύτερο – όραμα που προσκρούει στην αντίθετη διάθεση των ιδίων, καθώς εκτιμούν ότι γι’ αυτούς η παραμονή τους στο κράτος των Σκοπίων είναι επωφελέστερη).

– Το ότι η ισχύς που έδινε στην Ελλάδα ο ρόλος της ως διαμεσολαβητή ανάμεσα στα Δυτικά Βαλκάνια και την ΕΕ έχει σημαντικά μειωθεί, τόσο λόγω της ένταξης στην ΕΕ και άλλων βαλκανικών χωρών που διεκδικούν τον ρόλο αυτό (Βουλγαρία, Ρουμανία) όσο και λόγω της κρίσης που μαστίζει την ίδια την Ευρώπη και την κάνει λιγότερο πρόθυμη να εμπλακεί ουσιαστικά και να επενδύσει, σε όποιο επίπεδο, στα προβληματικά και ασταθή για πολλούς Βαλκάνια.

– Το ότι το κενό που αφήνει η Ελλάδα στην ευρύτερη περιοχή της Βαλκανικής προσπαθεί να το καλύψει η Τουρκία, χωρίς όμως αυτήν τη φορά να έχει τη στήριξη των ΗΠΑ, καθώς οι εταίροι μας στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού ούτε εγκρίνουν ούτε θέλουν να ενθαρρύνουν τη νεο-οθωμανική τουρκική φιλοδοξία, τόσο στα Βαλκάνια όσο και στη Μέση Ανατολή.

Με όλα αυτά δεδομένα, το κεντρικό ερώτημα είναι αν το συμφέρον της Ελλάδας προωθείται μέσω ενός νέου παγώματος των ελληνοαλβανικών σχέσεων, σε αναμονή καλύτερων ημερών (τόσο σε επίπεδο ελληνικής ισχύος όσο και σε επίπεδο ύπαρξης αξιόπιστων συνομιλητών στα Τίρανα), ή μέσω μιας προσεκτικής και βήμα βήμα επαναπροσέγγισης, που θα μπορούσε να γίνει υπό την προϋπόθεση ότι θα γίνουν σεβαστά τα όρια και οι «κόκκινες γραμμές» που θα θέσει η χώρα μας και θα υπάρξει κόστος για την αλβανική πλευρά όπου αυτά παραβιάζονται. Επίσης, με τον σχεδιασμό μιας συνολικής πολιτικής που αφορά τους αλβανικούς πληθυσμούς και τους πολιτικούς τους εκπροσώπους όχι μόνο στην Αλβανία, αλλά και στην ΠΓΔΜ και στο Κόσοβο, που θα έχει στόχο την εξασφάλιση ικανοποιητικής λύσης σε ζωτικά για την Ελλάδα θέματα σε όλη αυτήν την περιοχή.

Στο πλαίσιο αυτό, η επαναθέρμανση των ελληνοαλβανικών σχέσεων που επιχειρεί ο έλληνας υπουργός Εξωτερικών έχει βάση. Είναι απαραίτητο, όμως, να υπάρξει μια επεξεργασμένη και προσεκτικά σχεδιασμένη στρατηγική, όπου πριν από κάθε βήμα που θα γίνεται θα έχουν διασφαλιστεί εγγυήσεις από την απέναντι πλευρά για την επιτυχή του ευόδωση και φυσικά θα υπάρχουν άμεσες επιπτώσεις για τα Τίρανα όποτε καταπατούν τις γραμμές που θέτει η Ελλάδα, όπως συνέβη με την ορθή ακύρωση της επίσκεψης στα Τίρανα.


Σχολιάστε εδώ