Μια Φορά Και Έναν Καιρό

Φίλος αναγνώστης της στήλης, περιδιαβάζοντας στην αφήγηση της παρελθούσης εβδομάδος, κοντοστάθηκε στα ξεφαντώματα του παππού Νικολή στην ταβέρνα της γειτονιάς, όπου κάποιος εύθυμος κιθαρωδός εξυμνούσε τα κάλλη της Ριρίκας και τη δράση της πολυτραγουδισμένης «Τιριτόμπας» και σκόρπαγε κέφι στις παρέες. Προφανώς, ο αναγνώστης, όντας της ίδιας κληρουχίας με τον παππού, κουβαλά στην ψυχή του βιώματα από γεγονότα που άκουγε στα παιδικά του χρόνια και που, γερόντιο τώρα, τεκμηριώνει αναδιφώντας εφημερίδες εκείνης της εποχής.

Πολλά συνέβαιναν εν Αθήναις τα χρόνια του Μεσοπολέμου, τα αποκαλούμενα στις μέρες μας με δόση ρομαντισμού «τα χρόνια της αθωότητας». Μιας όμως όχι και τόσο «αθώας»… αθωότητας, που καλλιεργούσε κινήματα ανήσυχων αξιωματικών, τα οποία χαρακτηρίζονταν «προνουντσιαμέντα», με αιματηρές συνήθως συνέπειες. Αλλά και οι πολιτικοί, όπως και σύμπας ο Τύπος, έριχναν συνέχεια λάδι στη φωτιά, δημιουργώντας αιτίες αναταραχής. «Μαιευτήρια Ιστορίας» ήσαν τα «παραπήγματα» στη θέση που τώρα υψώνεται το Χίλτον, το Α’ Σώμα Στρατού -παρά τους στύλους του Ολυμπίου Διός- και το καφενείο Ζαχαράτου στην Πλατεία Συντάγματος.

Γράφει ο φίλος αναγνώστης πως, πιτσιρικάς τότε, έβλεπε να επιστρέφουν σπίτι οι γονείς του και με τον τρόμο ζωγραφισμένο στη μούρη να περιγράφουν ασθμαίνοντες ότι «τη γλίτωσαν στο παρά τρίχα», καθώς είχαν βρεθεί ανάμεσα σε τσολιάδες που εφορμούσαν ακάθεκτοι με εφ’ όπλου λόγχη να καταλάβουν το κεντρικό τηλεγραφείο… Εκτός όμως από τους αρειμάνιους αξιωματικούς, αιμοχαρή ήταν και τα ερωτικά τραγούδια εκείνης της εποχής, που ακούγονταν από βραχνά γραμμόφωνα που όλο τούς κόλλαγε η βελόνα. Τραγουδιστάδες με ιδιόμορφες σοροπιαστές φωνές τραγουδούσαν γλυκά: «Θα σε εκδικηθώ όπου κι αν θα ‘σαι / θα σ’ εκδικηθώ να το θυμάσαι…» και άλλα παρεμφερή σουξέ. Θυμάται ακόμα τραγούδια «αγορανομικού ενδιαφέροντος», όπως το περίφημο «Πόσο πουλιέται το φιλί / στη Δύση, στην Ανατολή», με τον σχετικό τιμοκατάλογο που ακολουθούσε: «Της παντρεμένης τέσσερα / της χήρας δεκατέσσερα / της λεύτερης είναι φτηνό / το παίρνεις και στο χωρατό». Άσμα σωστά μετρημένο και ζυγισμένο σύμφωνα με τη διατίμηση προ επικρατήσεως της ελεύθερης αγοράς, που το ψιθύριζε σφουγγαρίζοντας η ψυχοκόρη η Λεμονιά.

Όπως συμβαίνει πάντα, άλλα «κομμάτια» γίνονται σουξέ και επιβιώνουν μέσα στον χρόνο και άλλα πηγαίνουν άπατα. Κανένας δεν ξέρει τι είναι εκείνο το καθοριστικό που κάνει μερικά να κυριεύουν τις καρδιές και τα αυτιά του κοσμάκη, σαν να έχουν το «Νακ», ενώ κανένας «ειδικός» ούτε να τα ακούσει δεν ήθελε. Ανάμεσα στις τότε επιτυχίες συγκαταλεγόταν και η αγνώστων λοιπών στοιχείων «Τιριτόμπα», καντσονέτα μάλλον ιταλικής προελεύσεως, μεταφερθείσα στα καθ’ ημάς από τον μονοπωλιακό μεταφραστή στίχων στα ελληνικά Πολ Μενεστρέλ, και σύντομα απλώθηκε παντού. Η ορχήστρα του κοσμικού κέντρου έδινε με δαύτη ρεσιτάλ. Πόθους ξυπνούσε στο ημίφως του καμπαρέ, αλλά συντρόφευε και τους θεατές στο διάλειμμα του συνοικιακού σινεμά. Κυρίως όμως σκόρπαγε κέφι στις ταβέρνες και μεράκλωνε τους θαμώνες, όπως αναπόλησε ο παππούς Νικολής ταρακουνώντας τη μνήμη του φίλου αναγνώστη, που με ένα ευγενικό του γράμμα μάς εξιστορεί το συμβάν που διαδραματίστηκε στην αίθουσα της Γερουσίας «εν πλήρει συνεδριάσει» και απασχόλησε τον Τύπο αλλά και τους καφενόβιους, που το σχολίαζαν ποικιλοτρόπως. Όπως δηλώνει στην επιστολή του, το περιστατικό το αλίευσε από την Ιστορία του Φοίβου Γρηγοριάδη.

Βρισκόμαστε στην Αθήνα του 1934. Ένα κίνημα έχει κατασταλεί και ένα άλλο βρίσκεται στα… σκαριά. Στο ενδιάμεσον πραγματοποιείται μια δολοφονική απόπειρα κατά του τέως πρωθυπουργού, που αποτυγχάνει, όπως αποτυγχάνουν και οι σχετικές ανακρίσεις για την ανακάλυψη των δραστών.

Για την καλύτερη λειτουργία της Δημοκρατίας είχε καθιερωθεί, πλην της Βουλής, και «Γερουσία», για να ελέγχει τυχόν πολιτικά στραβοπατήματα. Όπως κατ’ έθιμο συμβαίνει, οι αντιπρόσωποι του λαού και στα δύο Σώματα αλληλοϋβρίζονται σκαιώς, με μόνη εξαίρεση ότι στο βουλευτήριο πέφταν ενίοτε και… μπιστολιές. Σε μια συνεδρίαση της Γερουσίας στο βήμα ευρίσκεται και αγορεύει σε οξύ τόνο ο υπουργός Δικαιοσύνης Σπύρος Ταλιαδούρος, ελέγχοντας τον υπερβάλλοντα ζήλο ενός ανακριτού που απασχολούσε την επικαιρότητα, όταν ξαφνικά παρεμβαίνει ο γερουσιαστής Νεόκοσμος Γρηγοριάδης, Αμυνίτης στρατηγός, εκ των πρωτεργατών του κινήματος του 1922, και διακόπτει τον ρήτορα εκτοξεύοντάς του τη… μομφή «Είσαι ένας Τιριτόμπας!». Χλωμιάζει ο υπουργός, που αισθάνεται να χάνεται η γη κάτω από τα πόδια του, και κατακόκκινος από το αίμα που ανέβηκε στο κεφάλι του ψελλίζει: «Εγώ Τιριτόμπας;». Ο Γρηγοριάδης όμως, που νιώθει θριαμβευτής με το εύρημα, πλειοδοτεί απτόητος: «Τιριτόμπας, τιριτόμπας, τιριτόμπας…». Ξεσπούν σε ασυγκράτητα γέλια οι παριστάμενοι, και το γέλιο τους εξαπλώνεται στην αίθουσα. Κάτωχρος και παραπαίοντας κατεβαίνει από το βήμα ο υβρισθείς και, καθώς δεν τον χωράει ο τόπος, εγκαταλείπει υπό τους ήχους χαχανητών το μέγαρο και συνοδευόμενος από μερικούς παρατρεχάμενους παίρνει, κατά το λεγόμενο, τους δρόμους με πεσμένα τα φτερά… Χωρίς να αναρωτηθεί κανείς τους «τι είναι επιτέλους αυτή η τιριτόμπα που τον έθιξε;», τράβηξαν για την «Αίγλη» του Ζαππείου να πιουν κάνα καφέ, να πάνε κάτω τα φαρμάκια, να αναλύσουν τα συμβάντα και να ανασυγκροτηθούν. Αλλά φαίνεται πως ο διάολος βρήκε μεγάλο ενδιαφέρον με την ιστορία και αποφάσισε να τη συνεχίσει για πάρτη του.

Στην «Αίγλη» τότε οι πελάτες απολάμβαναν μαζί με τον καφέ τους και σύγχρονες μουσικές επιτυχίες, που μεταδίδονταν στη διαπασών από ένα αρχέγονο μεγάφωνο. Πρώτη ανάμεσα στα «κατ’ εκλογήν» τραγούδια του ιδιοκτήτη της «Αίγλης» ήταν φυσικά η «Τιριτόμπα», την οποία έσπευσε να τοποθετήσει στο πλατό του γραμμοφώνου για να ευχαριστήσει την υπουργική παρέα που μόλις κατάφθασε, θέλοντας συνάμα να τους επιδείξει πόσο μοντέρνο είναι το μαγαζί του. Σοκαρίστηκε στο άκουσμα της μελωδίας ο υπουργός, σοκαρίστηκαν με το παραπάνω οι παρατρεχάμενοι, ένας δε εξ αυτών πήγε βλοσυρός, βρήκε το γκαρσόνι που εκτελούσε χρέη «ντισκ-τζόκεϊ» και τον διέταξε να σταματήσει την πλάκα. Υπάκουσε ο σερβιτόρος, αλλά αφεντικού παρόντος πάσα αρχή παυσάτω, και ο αφεντικός ξανάβαλε τον δίσκο από την αρχή. Ρίγησε ο υπουργός, ρίγησαν με το παραπάνω οι παρατρεχάμενοι, που αισθάνθηκαν προσωπικά προσβεβλημένοι, επειδή ο «καφετζής» δεν συνεμορφώθη με τας υποδείξεις τους, και με ύφος τσαμπουκαλίδικο αξίωσαν να διακοπεί αμέσως η μετάδοση της «Τιριτόμπας». Ξύπνησε μέσα στο αφεντικό ο Έλληνας: «Και ποιος θα μου ορίσει τι θα ακούω ΕΓΩ στο μαγαζί ΜΟΥ;», ρώτησε ιταμά. Για απάντηση πέταξε ο παρατρεχάμενος την «παντόφλα»: «Εντολή υπουργού να σταματήσει». Παιδί της πιάτσας το αφεντικό, κατέπνιξε στο έρκος των οδόντων του αυτό που ήθελε να πει για τον υπουργό και γυρίζοντας περιφρονητικά την πλάτη είπε: «Κουμάντο να κάνει στο υπουργείο του». Έτοιμοι να αρπαχτούνε ήταν οι συνοδοί, όταν οι υπόλοιποι θαμώνες αντελήφθησαν τα διαμειβόμενα, απίκο μέσα τους ο… Ρομπέν των Δασών, ο προστάτης δηλαδή κάθε αδικουμένου που φωλιάζει στην ψυχή του Έλληνα, πήραν το μέρος του ιδιοκτήτη καταφερόμενοι κατά του υπουργού με φωνασκίες. Μερικοί μάλιστα παράφωνοι άρχισαν να τραγουδούν δυνατά: «…Τιριτόμπα, τιριτόμπα, το φιλί σου είναι ζάχαρη γλυκό…».


Σχολιάστε εδώ