ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΕΛΠΙΣ

Ήταν εύκολο στην αρχή να λοιδορηθεί η Ελλάδα. Σ’ αυτό, δυστυχώς, συνέβαλε και συνέπραξε χωρίς αιδώ και η τότε ηγεσία της χώρας. Τα πράγματα όμως έχουν αλλάξει αρκετά από τότε. Πρώτον, γιατί η Ελλάδα «συνεμορφώθη προς τας υποδείξεις» και ήπιε ολόκληρο το πικρό και ολέθριο φάρμακο της πολιτικής των Μνημονίων. Δεν μπορεί πια να παρουσιάζεται αυτή ως υπεύθυνη για την αποτυχία των Μνημονίων και την επιδεινούμενη κατάσταση γιατί δήθεν δεν τα εφαρμόζει.

Δεύτερον, η διεύρυνση της κρίσεως σε άλλες χώρες του Νότου, όπως η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Ιταλία, και η επαπειλούμενη επέκτασή της στη Γαλλία δίνουν το μέτρο του γενικότερου Ευρωπαϊκού χαρακτήρα της κρίσεως. Δείχνουν ταυτόχρονα το μέγεθος των κινδύνων που εγκυμονεί η μη αποτελεσματική και έγκαιρη αντιμετώπιση της καταστάσεως.

Η ελληνική κρίση απαιτούσε από την αρχή αναδιάρθρωση του χρέους, ώστε η αναπόφευκτη πολιτική περιστολής των δαπανών, με στόχο την εξάλειψη των ελλειμμάτων, να μην οδηγήσει σε καταστρεπτική ύφεση. Φορτώθηκε όμως στους ώμους της Ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας ένα δυσβάστακτο φορτίο μέτρων, για την εφαρμογή των οποίων δεν αρκούσε μια απλή πολιτική λιτότητας. Χρειαζόταν μια βαθύτερη, δομική παρέμβαση για την υποβάθμιση του επιπέδου ζωής, με τη μορφή της λεγομένης εσωτερικής υποτιμήσεως.

Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη συνεχή επιβολή νέων μέτρων για την αναπλήρωση του ελλείμματος εφαρμογής των προηγουμένων. Πραγματικός φαύλος κύκλος. Η ανάπτυξη παραπέμφθηκε σε δεύτερη περίοδο, μετά την επιδιωκόμενη εξάλειψη των ελλειμμάτων, την υποτιθέμενη επιστροφή στις βασικές οικονομικές ισορροπίες και την ολοκλήρωση των «δομικών» μεταρρυθμίσεων, κατά πρώτο λόγο των ιδιωτικοποιήσεων. Οι τελευταίες παρουσιάζονται ως η κύρια «στρατηγική» αναπτύξεως, σε βαθμό που καθιστούν σχεδόν μη αναγκαία και επείγουσα τη διαμόρφωση μιας εθνικής στρατηγικής αναπτύξεως.

Μέσα στο νέο, νεοφιλελεύθερο και παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, υποτίθεται ότι η ανάπτυξη έρχεται ως αποτέλεσμα ενός αυτοματισμού της αγοράς και όχι ως αποτέλεσμα οποιασδήποτε ενεργού παρεμβάσεως του κράτους.

Με τη λογική αυτή και κάτω από το βάρος των πρωτοφανών μέτρων λιτότητας, η ύφεση εκτοξεύθηκε στα ύψη και παραλλήλως το εξωτερικό χρέος. Το τελευταίο, αντί να μειώνεται, ως αποτέλεσμα της δρακόντειας αυτής πολιτικής και των θυσιών του Ελληνικού λαού, αυξάνεται αλματωδώς, πέρα από οποιοδήποτε όριο βιωσιμότητας.

Οι ιθύνοντες στην Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκονται σήμερα ενώπιον του ιδίου διλήμματος που αντιμετώπισαν και στην αρχή της Ελληνικής κρίσεως, το 2009: Να δώσουν μια ολοκληρωμένη λύση στο πρόβλημα ή να το παραπέμψουν στο μέλλον, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις πολιτικές δυσκολίες και το πολιτικό κόστος; Προέκριναν τότε, επιρρίπτοντας στην Ελλάδα όλες τις ευθύνες, να περιορισθούν σε προσωρινές και αποσπασματικές λύσεις, καλλιεργώντας τον μύθο ότι τα μέτρα αυτά ήταν αρκετά για να αποσοβηθεί η χρεοκοπία της χώρας και να επιτευχθεί η επιστροφή της στις αγορές. Ήθελαν, ταυτοχρόνως, να στείλουν διδακτικά και παραδειγματικά μηνύματα προς άλλες «άτακτες» χώρες του Νότου.

Η εξέλιξη της καταστάσεως σήμερα θέτει τους ηγέτες της Ευρωζώνης, με πρώτη τη Γερμανία, ενώπιον των ευθυνών τους. Είναι ενδεικτικό, από την άποψη αυτή, το γεγονός ότι ανέλαβε το ίδιο το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο να θέσει ευθέως το θέμα της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους ως όρο εκ των ων ουκ άνευ για την οριστική αντιμετώπιση της Ελληνικής κρίσεως και για τη σταθεροποίηση ολόκληρης της Ευρωζώνης.

Μετά την αποτυχία της τελευταίας Συνόδου των Υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης, καλείται η αυριανή Ευρωπαϊκή Σύνοδος να δώσει λύση. Παρουσιάζονται διάφορα μέτρα και μείγματα μέτρων, που θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα πολιτικά αποδεκτό υποκατάστατο ενός απροκάλυπτου «κουρέματος» του χρέους, για να διευκολυνθεί πολιτικά κυρίως η Γερμανίδα καγκελάριος εν όψει των εκλογών του προσεχούς Σεπτεμβρίου.

Τα μέτρα που έχουν προταθεί μέχρι τώρα δεν επαρκούν για μια αποτελεσματική αντιμετώπιση της βιωσιμότητας του χρέους. Το τελευταίο χρειάζεται να μειωθεί αμέσως κατά το ένα τρίτο περίπου για να καταστεί βιώσιμο. Η έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου καταδεικνύει ότι είναι φρούδες ελπίδες η μείωσή του, με τα σημερινά δεδομένα, στο 120% του ΑΕΠ το 2020 ή το 2022.

Η αναβολή μιας αποτελεσματικής λύσεως για την περίοδο μετά τις Γερμανικές εκλογές αφήνει το Ελληνικό πρόβλημα στην ομίχλη της αβεβαιότητας. Το ενδεχόμενο αυτό ενισχύει τον κίνδυνο κοινωνικής εκρήξεως, κάτω από το βάρος των νέων μέτρων και της απουσίας μιας συγκεκριμένης ελπιδοφόρας προοπτικής. Τη δυναμική αυτή δεν μπορεί να την ανακόψει η δόση των 31,5 δισ. ή των 44 δισ. και μια δέσμη συνοδευτικών μέτρων, που δεν αντιμετωπίζουν όμως τη βιωσιμότητα του χρέους.

Στη σημερινή συγκυρία, είναι ορατός επίσης ο κίνδυνος νέων κερδοσκοπικών επιθέσεων κατά της Ευρωζώνης, με στόχο τώρα όχι μόνο την Ισπανία και την Ιταλία αλλά και τη Γαλλία.

Υπό τις συνθήκες αυτές, η Ελλάδα δεν μπορεί να συνεχίσει να πορεύεται χωρίς συγκεκριμένη ελπίδα και προοπτική. Εάν δεν υπάρξει αντιμετώπιση της βιωσιμότητας του χρέους, θα αναγκασθεί εκ των πραγμάτων να πάρει μέτρα, που δεν θα επηρεάσουν μόνο την ίδια αλλά και ολόκληρη την Ευρωζώνη.


Σχολιάστε εδώ