Στο μηδέν τα επιτόκια δανεισμού της Ελλάδας!
Είναι αμφίβολο όμως αν και αυτή η υποχώρηση θα επιτρέψει στο ΔΝΤ να «ανάψει πράσινο» την Τρίτη, κατά την έκτακτη συνεδρίαση του Eurogroup, για την εκταμίευση της δόσης-«μαμούθ» των 45 δισ. ευρώ, που αποτελεί τον μείζονα οικονομικό και πολιτικό στόχο του πρωθυπουργού Αντ. Σαμαρά.
Σύμφωνα με πληροφορίες του «Π», η Γερμανία υποχρεώθηκε να «ανάψει πράσινο» σε μια πολύ μεγάλη μείωση του κόστους δανεισμού της Ελλάδας από το EFSF, που σήμερα δανείζει τη χώρα μας με «καπέλο» 1,5%, έναντι του κόστους που έχει το ίδιο για τον δανεισμό του από την αγορά. Έτσι, ενώ είχε συζητηθεί μείωση του «καπέλου» στο μισό (0,80%), η Γερμανία πλέον εμφανίζεται έτοιμη να αποδεχθεί την αφαίρεση ολόκληρου του «καπέλου», που θα οδηγήσει σε μείωση του κόστους δανεισμού της Ελλάδας από το EFSF (δηλαδή για τα δάνεια του δεύτερου Μνημονίου) πολύ κοντά στο μηδέν! Το Βερολίνο υποχρεώθηκε να κάνει ένα βήμα πίσω στην αντιπαράθεσή του με το Ταμείο, που ήλθε πλέον ανοικτά στο προσκήνιο μετά τη συνεδρίαση του Eurogroup τη Δευτέρα, όταν η Κριστίν Λαγκάρντ είπε δημόσια «όχι» στους πειραματισμούς των Ευρωπαίων με διάφορες λύσεις-μπαλώματα για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, όπως η μετάθεση του στόχου για μείωσή του στο 120% του ΑΕΠ τουλάχιστον δύο χρόνια αργότερα (το 2022).
Η Λαγκάρντ, μάλιστα, για να διατηρήσει την ισχυρή πίεση στους Ευρωπαίους, όχι μόνο τόνισε ότι δεν θα γίνουν δεκτές «φθηνές λύσεις» για την Ελλάδα, αλλά έκανε γνωστό ότι θα σταματήσει πρόωρα την περιοδεία της στην Ασία προκειμένου να μετάσχει στην έκτακτη συνεδρίαση του Eurogroup την Τρίτη.
Η γερμανική πλευρά «στριμώχνεται» στη συζήτηση για τη βιωσιμότητα του χρέους και από έναν άλλον σημαντικό παράγοντα, τους ιδιώτες κατόχους ομολόγων, τα οποία εκδόθηκαν με το PSI.
Ο Τσαρλς Νταλάρα, που ήλθε στην Αθήνα αυτή την εβδομάδα για να συζητήσει με τον Γ. Στουρνάρα τη γερμανική πρόταση για νέο «κούρεμα» στα ομόλογα των ιδιωτών, τα οποία στη συνέχεια θα επαναγόραζε (στη μειωμένη αξία τους) η Ελλάδα, με δάνειο από το EFSF, ξεκαθάρισε ότι τώρα είναι η ώρα να συζητηθεί διαγραφή επίσημου χρέους και όχι χρέους προς ιδιώτες. Και ακόμη τόνισε ότι, σε κάθε περίπτωση, επαναγορά ομολόγων θα μπορούσε να γίνει μόνο με όρους αγοράς, δηλαδή με μια ανοικτή πρόταση της Αθήνας για εξαγορά ομολόγων από ιδιώτες, αλλά χωρίς να προηγηθεί πρόταση για νέο «κούρεμα» ονομαστικής αξίας, όπως θα ήθελε το Βερολίνο.
Αυτό ουσιαστικά κλείνει τη συζήτηση για την επαναγορά χρέους που είχε προταθεί από το Βερολίνο και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, καθώς εκτιμάται ότι μια πρόταση επαναγοράς από την Ελλάδα δεν θα κατέληγε σε κάποιο αξιοσημείωτο αποτέλεσμα, ικανό να βελτιώσει τη βιωσιμότητα του χρέους.
Γεγονός είναι πάντως ότι οι εξελίξεις των τελευταίων ημερών υποχρεώνουν το Βερολίνο να δεχθεί προτάσεις ελάφρυνσης της Ελλάδας που μέχρι τώρα είχε αποκρούσει με αξιοσημείωτη επιμονή. Στο τραπέζι σήμερα, προκειμένου να αποκατασταθεί η βιωσιμότητα του χρέους, βρίσκονται όλες οι εναλλακτικές προτάσεις: μείωση των επιτοκίων στα δάνεια του EFSF, νέα επιμήκυνση του χρόνου εξόφλησής τους, απόδοση στην Ελλάδα των κερδών της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας από τα ελληνικά ομόλογα.
Η μόνη πρόταση που αρνείται πεισματικά το Βερολίνο, για να μη διαψευσθεί η δέσμευση της Μέρκελ προς τους Γερμανούς ότι δεν θα χαθεί ούτε ευρώ από τα δάνεια διάσωσης της Ελλάδας, είναι η διαγραφή σημαντικού μέρους των διακρατικών δανείων του πρώτου Μνημονίου (53 δισ. ευρώ), όπως προτείνει το ΔΝΤ.
Η γερμανική πλευρά εμφανίζεται αισιόδοξη ότι με τα νέα… χτενίσματα του χρέους της Ελλάδας προς τον επίσημο τομέα και με μια (περιορισμένης αποτελεσματικότητας) επαναγορά ομολόγων των ιδιωτών οι ειδικοί του ΔΝΤ θα «ανάψουν πράσινο» για την παραμονή του Ταμείου στην Ελλάδα, άρα και για την εκταμίευση της επόμενης δόσης των 45 δισ. ευρώ. Δεν είναι καθόλου βέβαιο, όμως, ότι το Ταμείο θα αποδεχθεί τους νέους υπολογισμούς, σύμφωνα με τους οποίους με τέτοιες επιμέρους διευθετήσεις η Ελλάδα θα ελαφρυνθεί ουσιαστικά από τα χρέη της, ώστε να επανέλθει στις αρχές της επόμενης δεκαετίας στις αγορές.
Γιʼ αυτό και δεν θεωρείται πιθανό να τελειώσει αυτή η συζήτηση στο Eurogroup αυτής της εβδομάδας, αλλά θα συνεχίσει να «σέρνεται» και τον Δεκέμβριο, φθάνοντας να απασχολήσει και τη Σύνοδο Κορυφής.