Μια Φορά Και Έναν Καιρό

Μπουχτισμένος ο παππούς Νικολής από παραπολιτικά αναμασήματα Ιστορίας, επιθύμησε, κατά δήλωσή του, να επιστρέψει η στήλη στα παλιά της τα λημέρια και να τριγυρίσει «στης γειτονιάς μας τα στενά» με τα γεράνια και τους βασιλικούς, για να ξαναζήσει γεμάτος νοσταλγία κάτι που μαζί με τις ξεθωριασμένες αναμνήσεις του θα υφάνουν το όνειρο που λαχταρά η ψυχή του.

Απόλυτα ακαταλαβίστικες οι επιθυμίες του παππού, που ζώντας στην κοσμάρα του βάζει στη διαπασών το ράδιο και τραντάζει η πολυκατοικία έτσι κι ακούσει το «άσ’ τα τα μαλλάκια σου ανακατωμένα» ή το άλλο του Αττίκ που με περισσή θλίψη «πήγε μόνος να δει τι απομένει / απ’ τον κήπο που πότιζες εσύ…». Σιγοντάρει μάλιστα τονίζοντας με νόημα τους στίχους, αλλά τα λόγια χάνονται μέσα στο τρίξιμο των τζαμιών. Έχει και τη γυναίκα του από πάνω, που συνεχώς του φωνάζει «αμάν, μας ξεκούφανες. Κλείσ’ το πια το ρημάδι», διαμαρτύρονται και οι συγκάτοικοί του στην πολυκατοικία που «ο παλιόγερος ξεσάλωσε πάλι», ο δε διαχειριστής μάλιστα του έστειλε και εξώδικο. Αλλά για εκείνον πέρα βρέχει και κλείνει τα μάτια καθώς ακούει τη Μαίρη Λω να τραγουδάει «Ξαναβλέπω το μικρό το αμαξάκι» και θαρρεί πως παραβρίσκεται φλερτάροντας σεμνά και αδιόρατα τις κυρίες στου Γιαννάκη, που απολαμβάνουν με αιθέριες κινήσεις τα κασάτα παγωτά τους, ενώ ο γκαζιέρης στη γωνιά ανάβει τα φώτα του δρόμου…

Δεν νοσταλγεί τίποτα παλάτια ούτε καμιά περασμένη μεγάλη ζωή με πανάκριβες κάμπριο Κάντιλακ ούτε γλέντια με γυναίκες στην αριστοκρατική «Femina» ή έστω στην «Μπλε Αλεπού». Το μόνο που αναπολεί είναι εκείνες οι φθινοπωρινές ημέρες του «παλιού καλού καιρού» που με τα πρωτοβρόχια ξαναγεννιόταν η κοσμική ζωή στην Αθήνα, μια κοσμική ζωή λιτή, φτωχική, καρμίρικη, όμως «Ζωή» με γράμματα κεφαλαία. Δεν κουράζει φυσικά τη μνήμη του απασχολούμενος με τις νοικοκυρές που βάραγαν συναγερμό και ανασκουμπώνονταν πριν ακόμα από του Αϊ-Δημήτρη, για να φρεσκάρουν και να «ντύσουν» χειμωνιάτικο το σπίτι, προσδίδοντάς του θαλπωρή, καθώς μαζί με τους γονιούς συγκατοικούσαν ο παππούς, η γιαγιά και η γεροντοκόρη θεία. Ένα τσούρμο νοματαίοι, δηλαδή, που αποτελούσαν τότε την πολυμελή οικογένεια, προσθέτοντας ακόμη και δυο-τρία μυξιάρικα κουτσούβελα, που σκαντάλευαν στα πόδια της μαμάς την ώρα που εκείνη, γονατιστή, έτριβε με παρκετίνη το πάτωμα. Όχι. Οι γυναικείες δουλειές τον αφήνουν παντελώς αδιάφορο. Στο κάτω κάτω γι’ αυτό έπλασε ο Θεός τις γυναίκες. Εκείνο που θυμάται και αναπολεί είναι οι παρέες του και τα ταβερνάκια της γειτονιάς όπου μαζεύονταν και πίνανε τη ρετσινούλα τους κουβεντιάζοντας και συχνά επιλύοντας τα στραβά και τα ανάποδα της οικουμένης. Και ήταν πλήθος τα ταβερνάκια και τα κουτούκια στη γειτονιά που ανεπαισθήτως τα έφαγε η μαρμάγκα της πολυκατοικίας. Ταβερνάκια και κουτούκια προσωποπαγή, που τα ξεχώριζες από το όνομα του ταβερνιάρη και ήξερες τη σπεσιαλιτέ που μαγείρευε και σέρβιρε πολλές φορές σε ξεφτισμένα στην άκρη πιάτα: Γιουβετσάκια ο ένας, γαρδουμπάκια ο άλλος κι έναν κόκορα κρασάτο ο τρίτος να γλείφεις τα δάχτυλά σου…

Δεν πήγαιναν φυσικά στην ταβέρνα για να ντερλικώσουν, αφού σπίτι τους κόχλαζε στη φουφού το τσουκάλι. Για φαγητό εκεί καταφεύγανε μονάχα εργένηδες, πελάτες να πούμε σαν… σώγαμπροι, και όπου ο κάπελας κρατούσε μηνιάτικα τον λογαριασμό με τεμπεσίρι. Για τους άλλους, τους πολλούς, ήταν η Λέσχη τους. Σαν μια λέσχη κλασική εγγλέζικη στο City, όμοια περίπου με της Old Bond Street, αλλά επί το λαϊκότερο. Αναθυμάται ο παππούς τις χαρές και τα γλέντια που γίνονταν μόλις άνοιγαν τα καινούργια, τα γιοματάρια, τέτοια εποχή πάνω-κάτω. Συγκροτούσαν οι παρέες κάτι σαν επιτροπή και περιφέρονταν από ταβέρνα σε ταβέρνα για να ευχηθούνε τάχατες «καλές δουλειές» στον φίλο ταβερνιάρη, στην πραγματικότητα όμως για να κάνουν πραγματογνωμοσύνη ως… ειδήμονες και να εξακριβώσουν αν είναι κεχριμπάρι ή ξίδακας, για να του απονείμουν νοερώς το… «By appointment». Φέρνανε γύρα από του Τουλουμέλη κοντά στον Πανιώνιο μέχρι τον Αποστόλη στον Βουρλοπόταμο, πήγαιναν στον Αδάμ και τον Ματζώρο στην Καλλιθέα και δοκίμαζαν από τα βαρέλια του Ντινόπουλου πλάι στον Άγιο Παντελεήμονα του Νέου Κόσμου. Μέχρι στα Εξάρχεια έφτανε η χάρη τους αν κάποια διάδοση έφτανε στ’ αυτιά τους πως «ο Φώντας άνοιξε ένα που είναι σκέτο νέκταρ…». Ούτε ο παππούς ούτε κανένας από τις παρέες ήτανε μπεκρής. Και δεν κόλλησαν σε κανέναν τη μομφή του μπεκροκανάτα, ούτε που τρίκλιζαν και παραπατούσαν επιστρέφοντας οίκαδε. Μαζεύονταν ήσυχα ήσυχα. Έπιαναν το «στασίδι τους» κι ο ταβερνιάρης με την ποδήρη ποδιά, βλοσυρός και αμίλητος, «άνεφ παραγκελίας» έφερνε στο κουτσό το τραπέζι το πρώτο καρτούτσο. Ο τελευταίος που έφτανε στην ομήγυρη πάντοτε είχε ένα συνταρακτικό νέο να τους πει, μια είδηση της τελευταίας στιγμής που έμαθε τυχαία καθώς ερχόταν. Και τότε αφήναν τα προσωπικά τους ντέρτια και σχολίαζαν την πληροφορία που έφερε ο φίλος, προσπαθώντας να φωτίσουν τα «σκοτεινά» της σημεία, ανταλλάσσοντας πιθανές εξηγήσεις αρκετά υψηλόφωνα.

Όταν οι κουβέντες στέρευαν, όταν δεν είχαν τίποτα να πούνε πια μεταξύ τους, μια κιθάρα κρεμασμένη στον τοίχο ερχόταν να καλύψει τη σιωπή. Ένα σύντομο κούρδισμα, μια φευγαλέα μουσική εισαγωγή, σαν ένα παιχνίδισμα με τις χορδές, και το τραγούδι που άρχιζε σότο βότσε, γεμάτο θλίψη και αίσθημα, ξύπναγε νταλκάδες που πλήγωναν την ψυχή. Άλλοτε πάλι η ίδια κιθάρα σε άλλα αισιόδοξα χέρια δημιουργούσε ασυγκράτητο κέφι και οι θαμώνες γίνονταν όλοι μια παρέα και τραγουδούσαν χορωδιακά την «Τιριτόμπα» και το «Ριρί, Ριρί, Ριρίκα / εσύ ‘σαι πράμα παιδί μου γερό…». Και κοιτούσαν το άπειρο ή έκλειναν τα μάτια, σαν να προσπαθούσαν να δούνε μέσα στο ντουμάνι να προβάλλει η μορφή κάποιας Ριρίκας που τους μάτωσε κάποτε την καρδιά…

Ύστερα, όταν το ρολόι της κοντινής εκκλησίας σήμαινε έντεκα, οι παρέες άρχιζαν «να του δίνουν σιγά σιγά». Έφευγαν όλοι μαζί, αλλά παρακεί στο σταυροδρόμι, με ένα ξερό καληνύχτα, χώριζαν. Αν το φεγγάρι ήταν ολόγιομο, μερικοί μεράκλωναν και δεν τους έκανε καρδιά να γυρίσουν σπιτάκι τους, όσο κρύο κι αν έκανε, όσο αγιάζι κι αν είχε. Τι κι αν φύσαγε άγριο ξεροβόρι, ξαναμμένοι από τη ρετσίνα τυλίγονταν στο βαρύ παλτό τους, που έμοιαζε με κάπα τσομπαναραίικη, και περπάταγαν στους σκοτεινούς και έρημους χωματόδρομους που φώτιζε αμυδρά η σελήνη σιγοσφυρίζοντας τραγούδια μιας αγάπης ξεχασμένης.

…Και τώρα, ο παππούς Νικολής, το «ερείπιο», μέσα στη φανελένια ριγέ πιτζάμα του προσπαθεί να χουχουλιάσει στο παγωμένο του κρεβάτι και, καθώς δεν του κολλάει ύπνος, θυμάται, αναλογίζεται, νοσταλγεί και συλλογιέται!


Σχολιάστε εδώ