Η Ελλάδα της ανισότητας και της ευνοιοκρατίας
Έτσι, έξι κυβερνητικοί βουλευτές βρήκαν το θάρρος να υπερασπίσουν τα συμφέροντα του ελληνικού λαού και έδειξαν ευαισθησία στα όσα δεινά θα προκαλέσει η εφαρμογή των νέων μέτρων.
Ο κ. Σαμαράς μιλώντας στη Βουλή εκείνη την Τετάρτη το βράδυ, κατά την ψήφιση των μέτρων, δήλωσε ότι «κανείς δεν μπορεί να μονοπωλήσει την ευαισθησία». Ο ίδιος ασφαλώς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι διαθέτει ευαισθησία. Γιατί, εάν διέθετε, οι επιλογές του θα έπρεπε να ήταν εντελώς διαφορετικές. Είθισται όμως το εκάστοτε κατεστημένο να μονοπωλεί τον πατριωτισμό και να ταυτίζει το δικό του συμφέρον με το συμφέρον της Ελλάδος και του ελληνικού λαού. Και αυτή την παράδοση τη ζήσαμε από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, όταν οι συνεργάτες των Γερμανών, οι ταγματασφαλίτες, οι μαυραγορίτες, που είχαν πλουτίσει σε βάρος των πεινασμένων Ελλήνων κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, συνασπίστηκαν και εμφανίστηκαν σαν σωτήρες της πατρίδας. Η σωτηρία της πατρίδας έγινε το σωσίβιο όλων εκείνων που χάλκευσαν δεσμά για τον λαό. Αυτά σε απάντηση της «τρόικας» του εσωτερικού.
Κανείς δεν θα είχε αντίρρηση για τη λήψη ορισμένων μέτρων, ώστε να μπορέσει η ελληνική οικονομία να ανακάμψει και να μπει σε τροχιά ανάπτυξης. Όμως όλοι αναγνωρίζουν ότι οι συνταγές που εφαρμόστηκαν από τις κυβερνήσεις της τελευταίας τριετίας, με πολλή και καταθλιπτική πίεση της «τρόικας», δεν κινούνται στη σωστή κατεύθυνση. Και για τον λόγο αυτό τα μέτρα δεν μπορούν να εφαρμοστούν και να αποδώσουν. Θα εφαρμοστούν μόνο και θα τσακίσουν το εισόδημα των μισθωτών και των συνταξιούχων. Για τον λόγο αυτό η υπόσχεση του πρωθυπουργού ότι τα μέτρα που ψηφίστηκαν την Τετάρτη το βράδυ θα είναι τα τελευταία δεν έχει κανένα αντίκρισμα. Απλώς είναι μια συνήθης ψευδής κυβερνητική υπόσχεση. Οι δέσμες μέτρων θα συνεχιστούν, καθώς φαίνεται, για αρκετά χρόνια ακόμη.
Είναι επόμενο, όταν μια χώρα είναι υπερχρεωμένη, να συσσωρεύει βάρη. Και αυτά τα βάρη τελικά να καλείται να τα σηκώσει ο λαός. Το Σύνταγμα απαιτεί την κατανομή των βαρών, ανάλογα και με την εισοδηματική ικανότητα των πολιτών. Όμως αυτή τη συνταγματική επιταγή δεν τη σεβάστηκαν σε καμία δέσμη μέτρων οι τρεις μνημονιακές κυβερνήσεις που άσκησαν την εξουσία από το 2010 μέχρι σήμερα. Έτσι, η Ελλάδα έγινε πρότυπο άνισης κατανομής των βαρών. Έχουμε μια διεύρυνση της ανισότητας, που επηρεάζει επικίνδυνα την κοινωνική συνοχή. Όλες οι κυβερνήσεις που τα τρία αυτά τελευταία χρόνια χειρίστηκαν την οικονομική κρίση προσπάθησαν να μεταχειριστούν ευνοϊκά αυτούς που διέθεταν κάποια δύναμη ή που είχαν προσφέρει πολύτιμες υπηρεσίες στα κόμματα που κυβέρνησαν. Το βράδυ της περασμένης Τετάρτης ζήσαμε το επεισόδιο των υπαλλήλων της Βουλής, που διέσωσαν τις σημερινές παχυλές αποδοχές τους, τουλάχιστον σ’ αυτήν τη φάση. Και δεν είναι μόνο οι υπάλληλοι της Βουλής που δημιουργούν την Ελλάδα των ανισοτήτων. Είναι πληθώρα περιπτώσεων. Όλοι οι υψηλόμισθοι και υψηλά αμειβόμενοι ισχυρίζονται ότι ο κλάδος τους παρέχει υψίστης σημασίας υπηρεσίες, και γι’ αυτό πρέπει να αμείβονται με υψηλές αποδοχές και με μια πληθώρα ειδικών επιδομάτων και ειδικών αμοιβών. Σε μια κοινωνία όμως όλοι οι εργαζόμενοι παρέχουν αναγκαίες και υψίστης σημασίας για την ομαλή ροή και πρόοδο υπηρεσίες. Αν ξεκινήσουμε από τον φτωχό σήμερα δάσκαλο, που δεινοπαθεί για να μπορέσει να μορφώσει τα απαίδευτα ακόμη μικρά παιδιά μας, και τον καθηγητή των γυμνασίων και λυκείων, που έχει το βάρος της εκπαίδευσης των παιδιών που βρίσκονται στην τρελή ηλικία της εφηβείας, τότε θα πρέπει να ομολογήσουμε ότι οι υπηρεσίες που προσφέρουν στο σύνολο της κοινωνίας είναι υψίστης σημασίας. Με το σκεπτικό αυτό, έχουμε τη γνώμη ότι οι αποδοχές των υπαλλήλων της Βουλής δεν μπορούν να είναι καθόλου υψηλότερες από αυτές των εκπαιδευτικών της μέσης και κατώτερης εκπαίδευσης. Δεν είναι επιτρεπτό επίσης οι καθηγητές πανεπιστημίου να εισπράττουν περίπου τετραπλάσιες αποδοχές από αυτές των εκπαιδευτικών των κατώτερων βαθμίδων. Η ανισότητα των αμοιβών στον ευρύτερο δημόσιο τομέα είναι διάχυτη σε όλους τους κλάδους. Οι στυλοβάτες του συστήματος, και αν ακόμη έχουν ενταχθεί στο ενιαίο μισθολόγιο, είναι φορτωμένοι με κάθε είδους επιδόματα, με το αιτιολογικό ότι προσφέρουν ύψιστες υπηρεσίες.
Υπάρχουν κλάδοι που οι υπάλληλοι που υπηρετούν σε αυτούς διακινδυνεύουν την υγεία τους και τη ζωή τους ακόμη κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Κι όμως, οι αμοιβές τους, παρότι είναι χαμηλές, μειώνονται ακόμη περισσότερο με τα νέα μέτρα. Είναι όμως και μια μεγάλη μερίδα αξιωματούχων, για παράδειγμα οι δικαστές, οι βουλευτές, οι σύμβουλοι υπουργών και υφυπουργών και πολλοί άλλοι, που με διάφορες προφάσεις εισπράττουν υψηλές αμοιβές. Και παρά ταύτα αγωνίζονται αυτή την περίοδο της κρίσης, που οι αμοιβές μειώνονται, δίνουν τον υπέρ πάντων αγώνα για να διατηρήσουν ανέπαφες τις δικές τους παχυλές αμοιβές. Έτσι, η Ελλάδα, όπου και να την εξετάσεις, είναι γεμάτη αντιθέσεις, που συντελούν στη διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής. Εάν οι υπηρετούντες το σύστημα πολιτικοί διέθεταν έστω και μια μικρή δόση ευαισθησίας, ασφαλώς θα είχαν αντιληφθεί ότι το χαμηλό εισόδημα που βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχειας σημαίνει διάλυση της οικογένειας, προβληματικά και τραυματισμένα παιδιά, μεγάλη υπογεννητικότητα, εγκατάλειψη των υπερηλίκων και περιορισμό στην ικανοποίηση βασικών αναγκών. Και όλα αυτά συνιστούν την κατάσταση εξαθλίωσης, η οποία από κοινωνικό φαινόμενο μετατρέπεται και σε οικονομικό. Το κύμα εξάπλωσης της φτώχειας ξεσπάει στην οικονομία τελικά, την οποία και διαλύει. Και δεν είναι μόνο οι ανισότητες που παρατηρούνται στα μέτρα μείωσης των αποδοχών. Τώρα, με τα νέα μέτρα και το καινούργιο φορολογικό καθεστώς, οι ανισότητες θα διευρυνθούν με τον νέο νόμο του υπουργείου Οικονομικών. Πού αλλού ακούστηκε ο άγαμος υπάλληλος να πληρώνει λιγότερο φόρο από τον έγγαμο που έχει δύο παιδιά, ενώ και οι δύο έχουν τις ίδιες αποδοχές; Είναι γελοίο το ΣΔΟΕ να κυνηγάει τους περιπτεράδες και τους μικροπωλητές των λαϊκών αγορών και να οργιάζει η φοροδιαφυγή της οικονομικής ελίτ.
Εκατοντάδες υποθέσεις με σοβαρές φορολογικές παραβάσεις των υπεράκτιων εταιρειών δεν έχουν ελεγχθεί και κινδυνεύουν να παραγραφούν. Ο ελεγκτικός μηχανισμός διυλίζει τον κώνωπα και καταπίνει την κάμηλο. Το ίδιο συμβαίνει και με τον εισπρακτικό μηχανισμό. Ενώ το κράτος δεν συγχωρεί τους μικροοφειλέτες, αφήνει ατιμώρητους και «αδιαφορεί» για τους μεγαλοοφειλέτες. Έτσι, το 2012 τα μη εισπραχθέντα φορολογικά έσοδα έφτασαν στα 12 δισ. ευρώ, που αν είχαν εισπραχθεί δεν θα υπήρχε ανάγκη για νέο «κούρεμα» των συντάξεων και των μισθών. Οι λίστες των ελλήνων καταθετών στο εξωτερικό ελέγχονται με βραδύτατους ρυθμούς και δεν ξέρουμε αν υπάρχει πολιτική βούληση για τη φορολόγηση εκείνων που δεν μπορούν να δικαιολογήσουν τη νόμιμη προέλευση των χρημάτων και την αναλογική φορολόγησή τους. Εάν υπολογίσει κανείς την απώλεια εσόδων του Δημοσίου από τη φοροδιαφυγή, από τις ανείσπρακτες «παγωμένες» οφειλές και τη μη αξιοποίηση της ευκαιρίας φορολόγησης των καταθετών του εξωτερικού, εύκολα μπορεί να καταλάβει ότι το δημόσιο χρέος θα ήταν από τα χαμηλότερα της Ευρωζώνης. Με τη συμπεριφορά αυτή του κρατικού μηχανισμού οι πραγματικοί υπαίτιοι της διόγκωσης του δημόσιου χρέους παραμένουν ατιμώρητοι και οι κυβερνήσεις της τελευταίας τριετίας έριξαν όλο το βάρος για τη μείωση του χρέους στους μισθούς και στις συντάξεις. Αυτή η επιλογή είναι που προκαλεί το ισχυρό κύμα αγανάκτησης στην ελληνική κοινωνία. Και ακόμη αποδεικνύει την ανικανότητα του πολιτικού μας συστήματος. Ενός συστήματος που δεν σέβεται τα δικαιώματα των αδύναμων πολιτών του και τους χτυπάει χωρίς έλεος. Πού είναι η ευαισθησία της κυβέρνησης για την προστασία των ατόμων εκείνων που έχουν ειδικές ανάγκες; Οι επιλογές των τελευταίων κυβερνήσεων έχουν οδηγήσει σε εξαθλίωση τη συντριπτική πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας. Το κράτος δεν είναι για να πλουτίζουν ορισμένοι. Έχει την ευθύνη να διαχέει το εθνικό εισόδημα προς όλες τις κατευθύνσεις και να ασκεί πολιτική προστασίας για όλους τους πολίτες του. Διαφορετικά, δεν έχει λόγο ύπαρξης. Και η Ιστορία, η παλιά αλλά και η σύγχρονη, διδάσκει ότι σ’ αυτές τις περιπτώσεις συντρίβεται η κοινωνική συνοχή, προκαλείται ισχυρό κύμα αγανάκτησης των πολιτών και γενικά το σύστημα διαλύεται.
Αυτά συνέβησαν τα τελευταία χρόνια και στα μουσουλμανικά κράτη της Βόρειας Αφρικής, όπου οι αγανακτισμένοι πολίτες προκάλεσαν την πτώση των καθεστώτων τους. Βέβαια, το γεγονός αυτό δεν βελτίωσε την κατάσταση, γιατί συνήθως οι εξεγέρσεις δεν οδηγούν στην πρόοδο αλλά στην οπισθοδρόμηση. Και αυτό πρέπει να το έχει υπόψη του το σύστημα όταν αποφασίζει για τη συμπεριφορά της εξουσίας απέναντι στα προβλήματα της καθημερινότητας των πολιτών. Ευχή μας είναι να ξεπεραστούν οι δυσκολίες, για να διατηρηθεί η κοινωνική συνοχή στη χώρα μας.