Η έννοια της «βιωσιμότητας»

Τι σημαίνει, άραγε, «βιωσιμότητα»; Προφανώς ότι το δημόσιο χρέος θα δύναται ομαλώς στο μέλλον να εξυπηρετείται με τις δόσεις αποπληρωμής του. Όμως, οι φιλοσοφικές θεωρίες (περιλαμβανομένων και των οικονομολογικών!) διατυπώνονται συνήθως με δυνατότητες «συστροφής», περίπου όπως ο θρυλικός φούρνος του Χότζα! Με αποτέλεσμα να γεννώνται ερωτήματα στα οποία κανείς από τους διεθνώς κυβερνώντες οικονομολόγους (ιδίως τους δυτικοευρωπαίους) να μη φιλοτιμείται ν’ απαντήσει. Ο γράφων δεν είναι, βέβαια, οικονομολόγος. Εκ τούτου, όμως, ακριβώς και δικαιούται να θέσει ερωτήματα που γεννώνται και στο δικό του μυαλό, καλώντας τους διεθνείς και ντόπιους επαΐοντες ν’ απαντήσουν…

Πρώτον: Είναι γνωστό ότι το δημόσιο χρέος συνιστά ποσοστό επί του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος. Είπαν, λοιπόν, οι σοφοί ξένοι πιστωτές μας ότι αυτόν τον λόγο τον θέλουν να φτάσει στο περίφημο εκατόν είκοσι τοις εκατό (120 %) το έτος 2020. Πώς το καθόρισαν, όμως, το ποσοστό «εκατόν είκοσι»; Γιατί να μην το πουν, ας πούμε, εκατόν είκοσι ένα τοις εκατό, ή εκατόν δεκαεννιά, ή εκατόν τριάντα εννιά; Ποια Πυθία τούς το καθόρισε στα εκατόν είκοσι (120), ούτε τρίχα παραπάνω ή παρακάτω; Και μάλιστα όταν υπάρχουν χώρες με πολύ ογκωδέστερα δημοσιονομικά χρέη και ελλείμματα στις οποίες ουδείς από αυτούς τολμά να υπολογίζει αντίστοιχα «όρια βιωσιμότητας»; Η Αγγλία, λόγου χάρη, η Ισπανία, η Ιαπωνία ή και η ίδια η… Αμερική, πόσο «καλύτερα» άραγε πάνε δημοσιονομικώς; Γιατί δεν υπολογίζει κανείς και σε αυτές τις χώρες κάποιες αντίστοιχες προοπτικές «βιωσιμότητας»; (Θου, Κύριε!)

Δεύτερον: Ποιος προφήτης συντέλειας τους έβαλε υποχρεωτικώς το χρονικό όριο του 2020 για την Ελλάδα; Γιατί να μην είναι το 2022 ή το 2023 ή το 2025 κ.λπ.; Και γιατί ο κ. Ζ.Κ. Γιούνκερ δυσκολεύτηκε τόσο πολύ, ο αθεόφοβος, στην τελευταία συνέντευξή του να ψελλίσει στους δεκάδες δημοσιογράφους, περίπου, «ναι, βρε παιδιά, μπορεί να το κάνουμε και… 2022, τι θέλετε τώρα και με πρήζετε;» (!)

Τρίτον: Αφού οι έντιμοι αυτοί κύριοι έκριναν ήδη από τα προηγούμενα μεσοπρόθεσμα προγράμματα το χρέος μας ως «βιώσιμο», έστω και με τα υποκειμενικά ως άνω όρια ποσοστού και καταληκτικού χρονικού σημείου, ποια πρεμούρα τους οδηγεί σήμερα να εξαρτούν την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους προς τη χώρα μας από… νεότερα υποκειμενικά όρια, αντί να καταβάλουν αμέσως τις παρακρατούμενες δόσεις και μόνο στη συνέχεια να αρχίσουν, αν θέλουν, νέα παιχνίδια ορίων ποσοστού και χρόνου;

Τέταρτο (και, προς το παρόν, τελευταίο…): Η προοπτική της «βιωσιμότητας», πλην του καθαρά φιλοσοφικού (και άρα υποκειμενικού!) χαρακτήρα της, συνδέεται και με καθαρά αντικειμενικούς όρους, ο σπουδαιότερος από τους οποίους θεωρώ ότι είναι οι δυνατότητες αξιοποιήσεως τα αμέσως προσεχή έτη τού (απολύτως υπαρκτού) ορυκτού μας πλούτου. Δεν δίνει, άραγε, και αυτός μια ταχεία προοπτική «βιωσιμότητας» στη χώρα; Πώς δεν το σκέφτονται και αυτό, άραγε, οι δυτικοευρωπαίοι φιλόσοφοι; Εκτός και εάν δεν θεωρούν τον πλούτο αυτό αποκλειστικά δικό μας, αλλά εκ γενετής και εξ ορισμού δικό τους…


Σχολιάστε εδώ