Συγκρούσεις κορυφής και νέες ισορροπίες

Η πρώτη μεγάλη αλλαγή στις ισορροπίες συνίσταται στην τολμηρή αποστασιοποίηση του Γάλλου προέδρου από τις γνωστές Γερμανικές θέσεις και την αλληλεγγύη του Γαλλο-γερμανικού άξονα και η προσέγγισή του με την Ιταλία, κατά πρώτο λόγο, αλλά και την Ισπανία. Ο Γάλλος πρόεδρος, για να αντισταθμίσει τις πιέσεις και το βάρος της Γερμανίας, προσεγγίζει τις Λατινικές χώρες της Ευρώπης, και γενικότερα τον Ευρωπαϊκό Νότο, με πρώτη την τρίτη σε οικονομικό βάρος χώρα της Ευρωζώνης, την Ιταλία.

Πολλοί ήδη μιλούν για Γαλλο-ιταλικό άξονα στη θέση του Γαλλο-γερμανικού. Είναι πρόωρο ακόμη να βγάλει κανείς ένα τέτοιο συμπέρασμα. Ο Γαλλο-γερμανικός άξονας είναι πολύ σημαντικός και για τις δύο μεγαλύτερες χώρες της Ευρωζώνης αλλά και για ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτό όμως που γίνεται καταφανές είναι ότι, έπειτα από μια περίοδο περισκέψεως και προβληματισμού, η Γαλλία φαίνεται αποφασισμένη ν’ αντιταχθεί σε μια πολιτική που αφενός παγιώνει μια ηγεμονική Γερμανική επιρροή στην Ευρώπη και αφετέρου δημιουργεί πραγματικούς κινδύνους αποσαθρώσεως της Ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.

Χαρακτηριστική από την άποψη αυτή είναι η αντίδραση του Φρανσουά Ολάντ στη Γερμανική εμμονή να τεθεί σε πρώτη θέση στη Σύνοδο το θέμα της δημοσιονομικής πειθαρχίας. «Όχι», είπε ο Γάλλος πρόεδρος. Η Σύνοδος αυτή δεν θα είναι Σύνοδος δημοσιονομικής πειθαρχίας, αλλά Σύνοδος τραπεζικής ενώσεως.

Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε διεμόρφωσε, για το θέμα της δημοσιονομικής πειθαρχίας, μια σχετική πρόταση για τη δημιουργία θέσεως υπερεπιτρόπου, ο οποίος θα ενσαρκώνει τον Ευρωπαϊκό έλεγχο δημοσιονομικής πειθαρχίας, ουσιαστικά πάνω από τα κράτη-μέλη και τα εθνικά κοινοβούλια.

Η Γερμανία δίδει απόλυτη προτεραιότητα στην επικύρωση και εφαρμογή του δημοσιονομικού συμφώνου, γιατί θέλει να θέσει ως προϋπόθεση τη δημοσιονομική πειθαρχία, πριν από την αποδοχή οποιασδήποτε παραχωρήσεως, όπως από αυτήν της τραπεζικής ενώσεως, την οποία αποδέχθηκε πριν από μερικούς μήνες.

Υπενθυμίζεται ότι ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι, έπειτα από έντονες παρασκηνιακές συνεννοήσεις, εξήγγειλε τη νέα πολιτική της Τράπεζας, μέσα από μια ελαστική ερμηνεία του προβληματικού καταστατικού της, να αγοράζει απεριόριστο αριθμό ομολόγων των χωρών που αντιμετωπίζουν προβλήματα χρηματοδοτήσεως από τις αγορές. Το μέτρο αυτό έχει ως στόχο να τίθεται οροφή στην ανεξέλεγκτη και κερδοσκοπική αύξηση των επιτοκίων. Η εφαρμογή του παραπάνω μέτρου, που συνίσταται σε ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, χωρίς επιβάρυνση του δημοσίου χρέους, προϋποθέτει την προώθηση μιας τραπεζικής ενοποιήσεως, που θα παρέχει αυξημένο ρόλο και έλεγχο στην Ευρωπαϊκή Τράπεζα. Η Γερμανία, ενώ αποδέχθηκε κατ’ αρχάς την κίνηση αυτή της Ευρωπαϊκής Τράπεζας, παρά την αντίθετη ψήφο στο Διοικητικό της Συμβούλιο του προέδρου της Γερμανικής Ντόιτσε Μπανκ, δεν βιάζεται για την εφαρμογή της. Θέλει να την παραπέμψει στον επόμενο χρόνο, προτάσσοντας για το 2012 τη δημοσιονομική πειθαρχία.

Η εκρηκτική όμως άνοδος των επιτοκίων σε μεγάλες χώρες της Ευρωζώνης, όπως η Ιταλία και η Ισπανία, και η παράλληλη εκτόξευση της ανεργίας και της υφέσεως στην Ευρώπη, ως αποτέλεσμα των πολιτικών της μονόπλευρης λιτότητας, αυξάνουν δραματικά τον κίνδυνο κοινωνικών εκρήξεων και απρόβλεπτων συνεπειών για την Ευρωζώνη αλλά και ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η ακραία θέση της Γερμανίας δεν αντιμετωπίζεται πλέον μόνο με επιφύλαξη και σκεπτικισμό από τη Γαλλία, που βρίσκεται σε κρίσιμη θέση μεταξύ Βορρά και Νότου. Αντιμετωπίζεται με ανοικτή διαφωνία και με συμπαράταξη με το Λατινικό μπλοκ για την εξισορρόπηση των Γερμανικών πιέσεων. Η ανοικτή αντίδραση της Γαλλίας ενθάρρυνε και κορυφαίους αξιωματούχους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, όπως, κατά πρώτο λόγο, ο Βαν Ρομπάι, να πάρουν σαφώς θέση με προτάσεις για μια πολιτική που θα συνθέτει την ανάγκη της δημοσιονομικής προσαρμογής με την ανάπτυξη. Η Γερμανική συνταγή λιτότητας προκαλεί και στο εσωτερικό της χώρας, άλλωστε, σοβαρές αντιδράσεις από την πλευρά της Αντιπολιτεύσεως. Ο Σοσιαλδημοκράτης ανθυποψήφιος της Μέρκελ για την καγκελαρία Στάινμπρουκ άσκησε στη Βουλή έντονη κριτική για την πολιτική της Μέρκελ έναντι της Ελλάδος, μιλώντας για απρεπή κακομεταχείριση εταίρου για εσωτερικές πολιτικές σκοπιμότητες.

Αλλάζει για την Ελλάδα προς το καλύτερο το Ευρωπαϊκό περιβάλλον, την ώρα όμως που επιδεινώνεται δραματικά στο εσωτερικό το κοινωνικό περιβάλλον

Οι νέες ισορροπίες στο Ευρωπαϊκό περιβάλλον είναι, ασφαλώς, μια καλή είδηση για την Ελλάδα. Ο Φρανσουά Ολάντ έδωσε τον τόνο, μιλώντας όχι για ευχή να παραμείνει η Ελλάδα στην Ευρωζώνη, αλλά για δέσμευση.

Την ίδια όμως ώρα τα μέτρα του Μνημονίου φέρνουν την κοινωνία κοντά στο σημείο εκρήξεως. Σ’ αυτά προστίθεται το άχθος του δημοσίου χρέους, που, σε συνδυασμό με την ύφεση και την απουσία οποιασδήποτε αναπτυξιακής πολιτικής, αυξάνεται ανεξέλεγκτα. Είναι προφανές ότι, υπό τη σημερινή του μορφή, δεν είναι βιώσιμο.

Η σύγκρουση γι’ αυτό του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου με το Βερολίνο είναι ενδεικτική. Πίσω από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο είναι σαφώς ο Αμερικανικός παράγων, που ανησυχεί από την παράταση της κρίσεως χρέους στην Ευρωζώνη και την επακόλουθη αστάθεια. Ανησυχίες εκφράζει και η Κίνα, που υπολογίζει στη σταθερότητα του Ευρώ και της Ευρωζώνης.

Η μικρή Ελλάδα, που αντιπροσωπεύει το περίπου 2,5% του ακαθάριστου προϊόντος της Ευρωζώνης, έχει, υπό τις σημερινές περιστάσεις, δυσανάλογο ρόλο στα Ευρωπαϊκά και παγκόσμια οικονομικά πράγματα. Είναι ένα δείγμα του πόσο εύθραυστο είναι το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα, το οποίο λειτουργεί με τη λογική των αγορών, χωρίς αποτελεσματικούς εθνικούς και διεθνείς ελέγχους.

Η αντιμετώπιση και επίλυση του Ελληνικού προβλήματος είναι από την άποψη αυτή παραδειγματική. Πρώτα απ’ όλα, για την ικανότητα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις του κοινού νομίσματος και να χαράξει μια πορεία εξόδου από μια μονόπλευρη πολιτική λιτότητας, που αποδεικνύεται όχι απλώς προβληματική, αλλά στην κυριολεξία αυτοκαταστροφική.


Σχολιάστε εδώ