«Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο»

Μετά την εξαγγελία της επισκέψεως Μέρκελ στην Ελλάδα, όλοι άρχισαν να αναρωτιούνται γιατί τώρα η επίσκεψη. Η ίδια η γερμανίδα Καγκελάριος μερίμνησε όμως να γίνει η επίσκεψη την επομένη της Συνόδου των υπουργών Οικονομικών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, ώστε να μην εμφιλοχωρήσει η υποψία ότι θα έρθει στην Ελλάδα για να συζητήσει κάποια άλλη πολιτική.

Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, πρώτος τη τάξει ιέραξ της πολιτικής της λιτότητας στην Ευρώπη, έσπευσε επίσης να οριοθετήσει πολιτικά την επίσκεψη της Καγκελαρίου και να μην αφήσει περιθώριο για οποιαδήποτε αλλαγή πολιτικής. Γιατί τότε ήρθε η Γερμανίδα Καγκελάριος; Προφανώς, γιατί ήθελε, πρώτ’ απ’ όλα, να στηρίξει την κυβέρνηση και προσωπικά τον Πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά, πέρα βεβαίως από την αυτονόητη θέληση να προωθήσει τις διμερείς σχέσεις και τα Γερμανικά συμφέροντα στην Ελλάδα.

Η Γερμανίδα Καγκελάριος διαπιστώνει ότι η Κυβέρνηση και ο Πρωθυπουργός βρίσκονται σε δύσκολη θέση και αναμετρά τους κινδύνους που θα προέκυπταν για ολόκληρη την Ευρωζώνη από μια ενδεχόμενη κατάρρευση της Ελλάδος. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, σε μια συγκυρία γενικευμένης κρίσεως στον Ευρωπαϊκό Νότο, η οποία περιλαμβάνει και μεγάλες χώρες, όπως η Ισπανία και η Ιταλία. Από την άποψη αυτή, η επίσκεψη σηματοδοτεί μια αλλαγή πολιτικής και συνιστά πρόοδο. Εγκαταλείπεται δηλαδή η υπεροπτική θέση ότι περίπου δεν μας νοιάζει αν η Ελλάδα θα μείνει ή όχι στο ευρώ. Δηλώνεται τώρα, έστω ακόμη υπό τη μορφή ελπίδας και ευχής, ότι η Ελλάδα θα παραμείνει στο ευρώ και ότι η ενότητα της Ευρωζώνης είναι αδιάσπαστη.

Ένας δεύτερος λόγος είναι οι έντονες πιέσεις που ασκεί το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για μια νέα αναδιάρθρωση του Ελληνικού χρέους, κρίνοντας ότι αυτό δεν είναι βιώσιμο. Όπως και στο παρελθόν, η Γερμανία και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα πρωτοστατούν στην απόρριψη κάθε ιδέας για νέα αναδιάρθρωση. Υποστηρίζουν ότι το εφαρμοζόμενο στην Ελλάδα πρόγραμμα είναι δήθεν βιώσιμο, παρά τα δραματικά αποτελέσματά του, και επιρρίπτουν προκαταβολικά τις ευθύνες για τη μη ευόδωσή του στην Ελληνική πλευρά, «που δεν εκπληρώνει τις δεσμεύσεις της».

Η επίσκεψη στην Ελλάδα προβάλλει και στηρίζει, από την άποψη αυτή, την ιδέα της βιωσιμότητας του εφαρμοζομένου προγράμματος και παρουσιάζει τη Γερμανία να ασκεί ενεργό ηγετικό ρόλο για την έξοδο της Ελλάδος από την κρίση και τη στήριξη της Ευρωζώνης.

Η επίσκεψη Μέρκελ παρέσχε στην Ελλάδα μια ευκαιρία πολιτικής διαπραγματεύσεως, που είναι από όλους ζητούμενο. Η αλήθεια όμως είναι ότι η Ελλάδα, έχοντας υπογράψει τα δύο Μνημόνια, με τους γνωστούς όρους, είναι ουσιαστικά αφοπλισμένη και έχει πολύ περιορισμένα διαπραγματευτικά όρια. Εφόσον οι ξένοι δανειστές έχουν ως ενέχυρο ολόκληρο τον δημόσιο πλούτο της χώρας, με παραίτηση από την ασυλία της εθνικής κυριαρχίας και με Αγγλικό Δίκαιο, γιατί να στέρξουν σε υποχωρήσεις;

Ο κίνδυνος παραμένει σε πολιτικό επίπεδο στην Ευρωζώνη. Πρώτον, από τις επιπτώσεις που θα είχε σ’ αυτήν μια ενδεχόμενη κατάρρευση της Ελλάδας και, δεύτερον, από την οξύτητα που έχει προσλάβει η κρίση σε άλλες χώρες του Νότου. Η τελευταία αναδεικνύει τα μεγάλα δομικά προβλήματα της Ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, που συγκαλύπτονται, στην περίπτωση της Ελλάδος, με την επίρριψη όλων των ευθυνών στους Έλληνες.

Τα μεγάλα, όμως, δομικά προβλήματα, όπως η λειτουργία του ευρώ και της Ευρωπαϊκής Τράπεζας, ο έλεγχος του χρηματοπιστωτικού συστήματος, η ολέθρια ταύτιση της Ευρώπης με τον νεοφιλελευθερισμό και την παγκοσμιοποίηση, η ανάπτυξη, η σύγκλιση και η συνοχή στην Ευρώπη, δεν αντιμετωπίζονται με πολιτικές λιτότητας και το προτεινόμενο Ευρωπαϊκό Σύμφωνο δημοσιονομικής πειθαρχίας. Απαιτούν μεγάλες πολιτικές και θεσμικές αλλαγές και αναπροσανατολισμούς της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Κατά τον ίδιο τρόπο, η Ελληνική κρίση δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί με ακραία προγράμματα λιτότητας, που βαθαίνουν την ύφεση, μειώνουν το εθνικό προϊόν, αυξάνουν το χρέος, καταπνίγουν την ανάπτυξη και φαλκιδεύουν την εθνική κυριαρχία.

Η επίσκεψη Μέρκελ δεν έφερε, δυστυχώς, τίποτε νέο προς την κατεύθυνση μιας άλλης πολιτικής. Είναι λυπηρό και ανησυχητικό, όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για την πορεία ολόκληρης της Ευρώπης.


Σχολιάστε εδώ