Θα εξελιχθεί σε διεθνή σύγκρουση ο εμφύλιος στη Συρία;
Είτε αυτό αφορούσε κατασκοπευτικές πτήσεις, όπως εκείνη του αεροσκάφους της που κατερρίφθη από τους Σύριους, είτε, πολύ περισσότερο, τη στενή συνεργασία της με τη Σαουδική Αραβία, το Κατάρ και δυτικές Μυστικές Υπηρεσίες για την παροχή μαζικής υποστηρίξεως στην ένοπλη αντιπολίτευση και εξέγερση κατά του Άσαντ.
Η γειτνίαση με τη Συρία παρέχει στην Τουρκία προνομιακό ρόλο για τη διοχέτευση οπλισμού και πυρομαχικών, εκπαιδεύσεως, λογιστικής υποστηρίξεως και οικονομικής βοήθειας. Η τελευταία προέρχεται, κατά πρώτο λόγο, από τη Σαουδική Αραβία και το Κατάρ, αλλά, κατά δεύτερο λόγο, και από δυτικές πηγές. Με τη μαζική αυτή εξωτερική βοήθεια, που μπαίνει στη Συρία και από άλλα σύνορα (Λίβανος, Ιορδανία, Ιράκ), αλλά κυρίως από την Τουρκία, μεταμορφώθηκαν σε σύντομο χρόνο οι ειρηνικοί διαδηλωτές σε στρατό, εξοπλισμένο ακόμη και με βαρέα όπλα.
Προφανώς, οι τουρκικοί κανονιοβολισμοί έχουν περιορισμένο στόχο. Παρουσιάζονται ως αντίποινα σε Συριακές επεμβάσεις στο Τουρκικό έδαφος (βολές όλμων). Στην πραγματικότητα όμως εκφράζουν την τουρκική νευρικότητα και αδημονία ενώπιον μιας καταστάσεως, που δεν φαίνεται να εξελίσσεται σύμφωνα με τις αρχικές τουρκικές εκτιμήσεις και υπολογισμούς. Το καθεστώς Άσαντ έδειξε αντοχή στις εφόδους των εξεγερμένων και στις διεθνείς πιέσεις και διετήρησε τη διεθνή υποστήριξη μεγάλων δυνάμεων, όπως η Ρωσία και η Κίνα, που προβάλλουν βέτο στο Συμβούλιο Ασφαλείας έναντι κάθε σχεδίου ψηφίσματος που προβλέπει οποιασδήποτε μορφής διεθνή στρατιωτική επέμβαση στη Συρία. Η ενεργός επίσης υποστήριξη του Ιράν στο Συριακό καθεστώς και οι ιρανικές προειδοποιήσεις προς την Άγκυρα εναντίον κάθε σκέψεως για επέμβαση στη Συρία, όπως επίσης η διακριτική αλλά σαφής υποστήριξη προς τον Άσαντ της Χεσμπολλάχ του Λιβάνου καθιστούν τη Συρία για την Άγκυρα πραγματικό ναρκοπέδιο.
Διαψεύσεις και ερωτήματα για την Αραβική Άνοιξη
Προς την ίδια κατεύθυνση συντείνουν δύο άλλοι λόγοι, οι οποίοι δεν είναι καθόλου λιγότερο σημαντικοί. Ο πρώτος είναι οι διαψεύσεις και τα ερωτήματα που τίθενται πλέον εκ των πραγμάτων σε σχέση με τη λεγόμενη Αραβική Άνοιξη. Το πιο ανησυχητικό στοιχείο σ’ αυτήν είναι η επαπειλούμενη ενίσχυση του ακραίου Ισλαμισμού και γενικότερα του θρησκευτικού φανατισμού.
Ακραία έκφραση του κινδύνου αυτού ήταν το κυριολεκτικό λιντσάρισμα του Αμερικανού πρέσβεως στη Λιβύη, ο οποίος, σημειωτέον, είχε πρωτοστατήσει για την ανατροπή του Μουαμάρ Καντάφι.
Μια άλλη ακραία έκφραση είναι οι εκτός κάθε μέτρου αντιδράσεις, σ’ ολόκληρο τον Ισλαμικό κόσμο, για τη βλάσφημη ταινία κατά του προφήτη Μωάμεθ.
Η επέλαση ενός ακραίου, φανατικού Ισλαμισμού συμβιβάζεται με μια καλώς νοούμενη δημοκρατική εξέλιξη; Η υπερίσχυση στην περίπτωση της Συρίας ενός Ισλαμικού καθεστώτος, εμπνεόμενου, χρηματοδοτούμενου, κατά πρώτο λόγο, από το Κατάρ και τη Σαουδική Αραβία, παρέχει τις αναγκαίες προϋποθέσεις και τα εχέγγυα μιας πραγματικής δημοκρατικής αλλαγής;
Η γειτονική Τουρκία αυτοπροβάλλεται, βεβαίως ως το Δυτικότροπο δημοκρατικό μοντέλο, που συνδυάζει μ’ επιτυχία το Ισλάμ, τη Δυτική δημοκρατία και την ανάπτυξη. Η Συρία όμως, όπως και οι άλλες Αραβικές χώρες, δεν λησμονούν τους αιώνες της οθωμανικής κυριαρχίας και δεν παραβλέπουν τις τουρκικές φιλοδοξίες στην περιοχή, που ομολογούνται, άλλωστε, απροκάλυπτα με το ιδεολόγημα του Νεοοθωμανισμού.
Η κουρδική περιπλοκή
Υπάρχει όμως και ένας άλλος λόγος που εντείνει τις τουρκικές ανησυχίες για τη Συρία. Είναι η Κουρδική περιπλοκή. Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενώσεως, η Συρία έμεινε ακάλυπτη από το παραδοσιακό στρατηγικό της έρεισμα. Μέσα σ’ αυτό το κενό, η Άγκυρα άσκησε ωμό εκβιασμό στη Συρία να εκδιώξει τον Αμπντουλάχ Οτσαλάν και να διακόψει κάθε υποστήριξη που παρείχε στους Κούρδους του PKK. Η πολιτική αυτή συνεχίστηκε μέχρι το ξέσπασμα προσφάτως της εξεγέρσεως κατά του Άσαντ. Η Άγκυρα εκτίμησε ότι, υπό τη δυναμική των ανάλογων κινημάτων στο Αραβικό κόσμο, η πτώση του Άσαντ θα ήταν βέβαιη και βραχυπρόθεσμη. Η Τουρκία με την απροκάλυπτη υποστήριξη των εξεγερμένων θ’ αποκόμιζε έτσι μεγάλα κέρδη: Πρωτ’ απ’ όλα, γιατί θα προβαλλόταν ως μοντέλο για τη δημοκρατική άνοιξη στον Αραβικό κόσμο. Κατά δεύτερο λόγο, γιατί θα βοηθούσε να ανέλθει στην εξουσία η Σουνιτική πλειοψηφία της Συρίας, που θα της παρείχε βέβαιο έρεισμα επιρροής. Θα ενίσχυε επίσης τους δεσμούς και την άτυπη συμμαχία της με τη Σαουδική Αραβία, που πρωταγωνιστεί στον πόλεμο κατά των Σιιτών και στην προώθηση της κυριαρχίας των Σουνιτών. Θα ενίσχυε, κατά τρίτο λόγο, καταλυτικά τον γεωπολιτικό της ρόλο και τα νεοοθωμανικά της σχέδια στη Μέση Ανατολή, στον Αραβικό κόσμο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Σημειώνεται ότι η τύχη του Λιβάνου είναι συνδεδεμένη με τη Συρία και είναι βέβαιο ότι ενδεχόμενη πτώση του καθεστώτος Άσαντ θα θέσει αμέσως μετά στο επίκεντρο του κυκλώνα τους Σιίτες του Λιβάνου και τη Χεσμπολλάχ. Κατά τέταρτο λόγο, η Άγκυρα θα απομόνωνε τους Κούρδους της Τουρκίας από τους Κούρδους της Συρίας και θα απέτρεπε τη δημιουργία αυτόνομου Κουρδιστάν στη Συρία, κατά το πρότυπο εκείνου του βορείου Ιράκ.
Όλοι αυτοί οι υπολογισμοί έμειναν μετέωροι μετά την αναπάντεχη αντοχή του καθεστώτος και την επικράτηση μιας δυναμικής ισορροπίας που δεν επιτρέπει τη νίκη των εξεγερμένων χωρίς άμεση εξωτερική στρατιωτική επέμβαση.
Το χειρότερο όμως για την Άγκυρα είναι η αναζωπύρωση του Κουρδικού, με δύο όψεις. Με την παροχή από τον Άσαντ διοικητικής αυτονομίας στους Κούρδους της Συρίας και με την ανάκτηση από το Κουρδικό επαναστατικό κίνημα PKK ελευθερίας κινήσεων στα Τουρκο-Συριακά σύνορα. Το καθεστώς Άσαντ, πιεζόμενο αφ’ ενός από τις ανάγκες του εμφυλίου πολέμου και αναζητώντας αφ’ ετέρου πολιτικούς συμμάχους στο εσωτερικό, απέσυρε τις δυνάμεις του από το Συριακό Κουρδιστάν και εκ των πραγμάτων άφησε τον έλεγχο των Τουρκο-Συριακών συνόρων στην περιοχή αυτή στις τοπικές Κουρδικές δυνάμεις. Σημειωτέον, τα σύνορα με την Τουρκία στο Συριακό και Ιρακινό Κουρδιστάν εκτείνονται σε 1.000 χιλιόμετρα περίπου.
Η κατάσταση αυτή οδήγησε σε αναζωπύρωση και του Κουρδικού αντάρτικου μέσα στην Τουρκία, με συνεχείς ενέδρες και άλλες επιχειρήσεις των Κούρδων ανταρτών. Η εξέλιξη αυτή είναι πολύ δυσάρεστη για την Άγκυρα, η οποία προσπαθεί να αντιμετωπίσει το θέμα με πολιτικές και στρατιωτικές ενέργειες.
Σε ό,τι αφορά το στρατιωτικό επίπεδο, η Άγκυρα εξαγγέλλει μεγάλες επιχειρήσεις στα σύνορα με το Ιράκ. Επαναφέρει επίσης σχέδια για πολιτική συνεννόηση, προτάσσοντας ως κοινό παρανομαστή το νεοοθωμανικό Ισάλμ, παράγοντας με τον οποίο κατόρθωσε να χειραγωγήσει επανειλημμένα τους Κούρδους στο παρελθόν. Η κατάσταση όμως σήμερα είναι πολύ διαφορετική και δεν είναι καθόλου εύκολο να κατασιγασθεί ο εθνικός πόθος των Κούρδων και το εθνικό τους κίνημα με ρητορική για το Οθωμανικό παρελθόν και το Ισάλμ. Το πιο πρόσφατο, άλλωστε, οθωμανικό παρελθόν του 19ου αιώνα είναι γεμάτο με εξεγέρσεις των Κούρδων.
Σε ό,τι αφορά τους Κούρδους της Συρίας, η Άγκυρα προσπαθεί να χρησιμοποιήσει ως πολιτικό μοχλό για τον έλεγχό τους τον Μασσούντ Μπαρναζί του Βορείου Ιράκ. Ο τελευταίος, λόγω των προβληματικών σχέσεων και των ανταγωνισμών με την κεντρική κυβέρνηση και υπό την πίεση της ανάγκης για διεθνείς διεξόδους, έχει στενές οικονομικές σχέσεις με την Άγκυρα. Η τελευταία βλέπει στις σχέσεις αυτές όχι μόνο δελεαστικά οικονομικά συμφέροντα αλλά επίσης μια εξάρτηση απ’ αυτήν του Ιρακινού Κουρδιστάν και αποκοπή του από το PKK και από κάθε υποστήριξη προς αυτό.
Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά τη Συρία, ο Μασσούντ Μπαρναζί ασκεί επιρροή στη μια από τις δύο σημαντικότερες πολιτικές παρατάξεις των Κούρδων. Η άλλη πρόσκειται στο PKK. Η διαμάχη πάντως του PKK με την Τουρκία δεν αφήνει μεγάλο περιθώριο για την ουδετεροποίηση και αδρανοποίηση των Κούρδων της Συρίας, όπως επιδιώκει η Άγκυρα μέσα από τις πιέσεις που ασκεί στον Μασσούντ Μπαρναζί.
Η Άγκυρα ασκεί πιέσεις στους συμμάχους της για μεγαλύτερη εμπλοκή στη Συρία
Η Άγκυρα, υπό το κράτος του άγχους ότι η παράταση του αδιεξόδου στη Συρία δημιουργεί γι’ αυτήν επικίνδυνες περιπλοκές και απειλεί να επιφέρει δεινό πλήγμα στη μεγαλεπήβολη πολιτική της, ασκεί έντονες πιέσεις στους συμμάχους της. Ζητά μεγαλύτερη εμπλοκή στη Συρία, κάνοντας η ίδια ένα πρώτο βήμα, φροντίζει όμως να καλύπτεται προκαταβολικά από το ΝΑΤΟ παρουσιάζοντας την κάθε της ενέργεια ως δήθεν ενταγμένη στην εγκεκριμένη πολιτική του. Δεν υπάρχει όμως καμία απόφαση του ΝΑΤΟ για επέμβαση στη Συρία χωρίς εξουσιοδότηση και κάλυψη από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Το ΝΑΤΟ επενέβη στη Γιουγκοσλαβία, στη δεκαετία του ’90, χωρίς εξουσιοδότηση του Συμβουλίου Ασφαλείας. Η Ρωσία όμως τότε, υπό την ηγεσία του προέδρου Γιέλτσιν, βρισκόταν στο χειρότερο σημείο της αδυναμίας της από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενώσεως. Η σημερινή όμως κατάσταση δεν είναι η ίδια.
Η Συρία είναι σήμερα το πεδίο στο οποίο εκδηλώνονται και συγκρούονται αμείλικτα δυνάμεις και ανταγωνισμοί, που υπερβαίνουν κατά πολύ τα σύνορα της μικρής αυτής χώρας. Κοντά στους παραδοσιακούς ανταγωνισμούς, που συνδέονται με την πολιτική των ΗΠΑ και της μετακομμουνιστικής Ρωσίας του Πούτιν, εκδηλώνονται επίσης νέοι ανταγωνισμοί που αφορούν νέες μεγάλες δυνάμεις, όπως η Κίνα, αλλά και φιλοδοξίες περιφερειακών παικτών, όπως το Ιράν, η Τουρκία, το Ισραήλ, το Κατάρ, η Σαουδική Αραβία.
Οι φιλοδοξίες των περιφερειακών παικτών δεν έχουν μόνο σχέση με τα ενεργειακά αποθέματα στη Μέση Ανατολή και το Μεσανατολικό. Διασυνδέονται επίσης με τον ανταγωνισμό Σουνιτών και Σιιτών, την ανάγκη δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων και τον κίνδυνο του ακραίου Ισλαμισμού, την επιδίωξη ηγεμονικών επιρροών και την κατάκτηση στρατηγικών πλεονεκτημάτων. Ένας νέος παράγοντας από την άποψη αυτή είναι τα πλούσια ενεργειακά αποθέματα στην Ανατολική Μεσόγειο.
Σ’ αυτό το σύμπλεγμα ανταγωνισμών, που την υπερβαίνουν, είναι εγκλωβισμένη σήμερα η Συρία. Η λύση πρέπει προφανώς να αναζητηθεί προς μια κατεύθυνση που δεν θα αποτελέσει φενάκη αλλαγής για τον λαό της και θα περιφρουρήσει την ανεξαρτησία και την κυριαρχία της. Θα περιφρουρήσει επίσης την ανοχή που επιτρέπει στις διάφορες εθνικές και θρησκευτικές ομάδες της να συνυπάρχουν ειρηνικά. Η συρροή στη Συρία ξένων Ισλαμιστών μαχητών είναι ανησυχητικό δείγμα μιας Ισλαμιστικής διεθνοποιήσεως του θέματος, που υποσκάπτει τη βάση πάνω στην οποία μπορεί να οικοδομηθεί μια νέα δημοκρατική Συρία. Μια ξένη διεθνής επέμβαση δεν μπορεί επίσης να δώσει λύση. Αντιθέτως, μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης για μια πολύ μεγαλύτερη ανάφλεξη στην ευρύτερη περιοχή.