Η σημασία μιας εκλογής
Ο τούρκος πρωθυπουργός φαίνεται ότι θα θέσει υποψηφιότητα για το προεδρικό αξίωμα το 2014, όταν θα λήγει η θητεία του νυν Προέδρου της Δημοκρατίας. Οι σχετικές ενδείξεις που υπήρχαν οδηγούσαν στο ίδιο συμπέρασμα. Στο συνέδριο μάλιστα του κυβερνώντος κόμματός του, που συνήλθε στις 30 Σεπτεμβρίου, ο κ. Ερντογάν άφησε να εννοηθεί η σαφής επιθυμία του να ανέλθει στον προεδρικό θώκο. Λέγεται, μάλιστα, ότι προσέδωσε μακρόπνοη προοπτική στα σχέδιά του, καθώς ανέφερε το 2023, έτος μείζονος συμβολισμού για την Τουρκία, αφού τότε θα συμπληρώνονται 100 χρόνια από την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας, την επαύριο της Μικρασιατικής Καταστροφής.
Η εκλογή του κ. Ερντογάν ασφαλώς θα επιβεβαιώσει ορισμένες βασικές εκτιμήσεις, που είναι χρήσιμο να τις συγκρατήσουμε:
• Η περαιτέρω αποκεμαλοποίηση των θεσμών θα συνεχιστεί. Αντίθετα απ’ ό,τι πιστεύεται και πολλοί υποστηρίζουν, ο κεμαλισμός και οι αρχές του (μεταξύ των οποίων και η αρχή της εκκοσμίκευσης του κράτους) δεν αποτελούν ακόμη παρελθόν για την Τουρκία. Ασφαλώς και έπαψαν να αποτελούν την κυρίαρχη ιδεολογία στη χώρα, εξακολουθούν όμως να αποτελούν, για τους περισσότερους Τούρκους, το ιδεολόγημα πάνω στο οποίο κτίστηκε η σημερινή Τουρκία. Και το ιδεολόγημα αυτό παραμένει ως βασικό σημείο αναφοράς στη συλλογική μνήμη του τουρκικού λαού, άσχετα από το γεγονός ότι δεν ασκεί πλέον την επιρροή που ασκούσε κάποτε στη διαμόρφωση της κοινωνίας και τις κρατικές δομές.
• Η ευρωπαϊκή πορεία της χώρας είναι άγνωστο κατά πόσο θα συνεχιστεί ή, τουλάχιστον, υπό ποια μορφή και με τι βαθμό εντάσεως.
Παρατηρείται, μάλιστα, τελευταία απόκλιση απόψεων μεταξύ πρωθυπουργού και Προέδρου όσον αφορά την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας.
Στις 2 Οκτωβρίου, στην εναρκτήρια συνεδρίαση του τουρκικού Κοινοβουλίου, ο κ. Γκιουλ εξεφώνησε μια φιλοευρωπαϊκή ομιλία, κάνοντας έκκληση στους βουλευτές να δώσουν προτεραιότητα στις μεταρρυθμίσεις που είναι σύμφωνες με το ευρωπαϊκό κατεστημένο. Αντίθετα, ο κ. Ερντογάν στο πρόσφατο συνέδριο του κόμματός του δεν αναφέρθηκε στην ΕΕ ούτε στην ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας του.
Ο κ. Ερντογάν, ανάλογα με τις περιστάσεις, αναμένεται να παρουσιάζει διακυμάνσεις στον τρόπο που θα αντιμετωπίζει την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας του. Αυτό τουλάχιστον έχει μέχρι στιγμής δείξει.
Στην παρούσα πάντως φάση, δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι το ενδιαφέρον των Τούρκων για την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας τους έχει υποχωρήσει σε χαμηλό ποσοστό σε σύγκριση με τα περασμένα χρόνια στο 39%.
• Στο κρίσιμο θέμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, δεν αναμένεται αλλαγή στάσεως της τουρκικής πλευράς. Δεν θα μπορούσε εξάλλου να επέλθει μεταστροφή των τουρκικών θέσεων, αφού οι δομές της εξουσίας αντιμετωπίζουν τις σχέσεις με τη χώρα μας με την ίδια αδιαλλαξία. Τακτική, βέβαια, που δεν αναμένεται να μεταβληθεί αν και όταν ο κ. Ερντογάν αναλάβει την προεδρική εξουσία.
Οι τουρκικές διεκδικήσεις εις βάρος της χώρας μας ουδόλως μειώθηκαν κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης παραμονής στην εξουσία του κ. Ερντογάν. Επομένως, δύσκολα θα βρισκόταν λόγος που θα συνηγορούσε στο αντίθετο. Επιπροσθέτως, θα πρέπει να τονιστεί ότι στην περίπτωση που εκλεγεί Πρόεδρος αναμένεται να επιλεγεί ως πρωθυπουργός πρόσωπο της εμπιστοσύνης του, το οποίο φυσικά θα ακολουθήσει την πολιτική του προκατόχου του και στα καίρια θέματα της εξωτερικής πολιτικής.
• Στο μειονοτικό η πολιτική θα παραμείνει η ίδια. Εκτός της Θράκης, όπου αναμένεται να συνεχιστεί η προσπάθεια της Άγκυρας για «διμεροποίηση» του μειονοτικού, εμφανής καθίσταται η προσπάθεια της Τουρκίας να συνεχίσει να προβάλλει μειονοτικό θέμα στη Ρόδο και στην Κω. Η εν προκειμένω θέση της Τουρκίας συνίσταται στον πρωτοφανή ισχυρισμό ότι «η Ελλάδα δεν αναγνωρίζει τα μειονοτικά δικαιώματα της τουρκικής κοινότητας στα νησιά Ρόδο και Κω, με το πρόσχημα ότι αυτά τα νησιά δεν ανήκαν στην Ελλάδα όταν υπεγράφη η Συνθήκη της Λωζάννης». Η θέση αυτή δεν πρόκειται να αλλάξει, αφού η αδιαλλαξία είναι γνωστή και διακηρυγμένη και ακολουθείται πιστά από το γραφειοστρατιωτικό κατεστημένο.
• Όσον αφορά τον περιφερειακό ρόλο της Τουρκίας, οι εν προκειμένω φιλοδοξίες του κ. Ερντογάν δεν αναμένεται να ακυρωθούν. Παρά, βέβαια, την αποτυχία της τόσο προβληθείσας πολιτικής των «μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες», πολιτική που δεν ευνόησε τελικά τα σχέδια της Άγκυρας.
• Η προσπάθεια εξαγωγής και επιβολής του μοντέλου του πολιτικού ισλάμ στις χώρες της λεγόμενης Αραβικής Άνοιξης θα συνεχιστεί, αφού αποτελεί προσφιλή τακτική της Άγκυρας στην προσπάθειά της να επιβάλει τα δικά της πρότυπα. Με όλες, βέβαια, τις συνέπειες που μπορούν να προκύψουν.
• Ο νεοοθωμανισμός θα εξακολουθήσει να αποτελεί την κυρίαρχη ιδεολογία, στην οποία θα εξακολουθήσει να εδράζεται η τουρκική πολιτική. Η απόκτηση, με άλλα λόγια, και η διατήρηση διπλωματικής, πολιτικής, πολιτισμικής και οικονομικής επιρροής της Άγκυρας στις σφαίρες που εκείνη εντάσσει στα συμφέροντά της.
Κατά προτεραιότητα, μάλιστα, στις χώρες του ευρύτερου μεσανατολικού της περίγυρου αλλά και στα Βαλκάνια.
• Ο κ. Νταβούτογλου, ο οποίος στην περίπτωση επανεκλογής του κ. Ερντογάν θα συνεχίσει να ασκεί σημαντικό ρόλο στη χάραξη και στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής της χώρας, θα παραμείνει προσκολλημένος στις γνωστές και από τα βιβλία του θέσεις. Όψιμα, μάλιστα, ο τούρκος υπουργός Εξωτερικών απροκάλυπτα αυτοπροσδιορίστηκε «Μακεδόνας», δείχνοντας έτσι την αμέριστη υποστήριξη της τουρκικής πολιτικής στα Σκόπια.
Στην απόφασή του να διεκδικήσει την Προεδρία στις επόμενες εκλογές τον κ. Ερντογάν βοηθάει η υψηλή δημοτικότητα που διαθέτει. Χωρίς, βέβαια, να παραγνωρίζεται το γεγονός ότι στην τελευταία έρευνα που έγινε το 60% των ερωτηθέντων εκφράστηκε υπέρ μιας νέας υποψηφιότητας του κ. Γκιουλ στην Προεδρία το 2014.
Το προφίλ του κ. Ερντογάν, όπως προβάλλεται, τον παρουσιάζει ως ισχυρό ηγέτη, τον ισχυρότερο ηγέτη που απέκτησε η Τουρκία μετά τον Κεμάλ. Και, όπως είναι φυσικό, σε αυτό επενδύει τις πολιτικές του φιλοδοξίες.
Ίσως βέβαια είναι νωρίς ακόμη να εκφέρει κάποιος τελική γνώμη και να πιθανολογήσει, με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια, τα πολιτικά σενάρια που θα παιχτούν στη γείτονα. Θα πρέπει όμως πάντοτε να γίνονται οι σχετικές αναλύσεις και να συνάγονται τα απαραίτητα συμπεράσματα, προκειμένου εγκαίρως να σχεδιάζεται η επαρκής αντιμετώπιση καίριων θεμάτων, όπως αυτά της εξωτερικής μας πολιτικής. Όταν, μάλιστα, τα τελευταία άπτονται θεμάτων αμφισβήτησης της εθνικής μας κυριαρχίας.
Υπό τη σκοπιά αυτή, σκόπιμο θα είναι -και εν όψει μάλιστα της σύγκλησης του Ελληνοτουρκικού Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας, για την προετοιμασία του οποίου πρόκειται να επισκεφθεί τη χώρα μας στις 10 Οκτωβρίου ο κ. Νταβούτογλου- όλοι οι αρμόδιοι χειριστές των εθνικών μας θεμάτων να αξιολογήσουν τις σχετικές αναλύσεις και τις συνέπειες που συνδέονται με την περίπτωση της εκλογής Ερντογάν στον προεδρικό θώκο.